- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μία πρόσκληση από το παρελθόν με παραλήπτη το μέλλον
Mία ιστορία θαμμένη στη μνήμη. Ιστορία βαρβαρότητας, μίσους, απανθρωπιάς και αρρώστιας
O Τουρκοκύπριος βουλευτής του ΑΚΕΛ Νιαζί Κιζίλγιουρέκ στέλνει ένα κείμενο στην ATHENS VOICE για την βαρβαρότητα που δεν έχει πατρίδα.
Ο Νιαζί Κιζίλγιουρέκ αποφάσισε ως Τουρκοκύπριος να ζει και να εργάζεται στα ελληνοκυπριακά εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Εκεί έστησε το τσαρδάκι του και οργάνωσε την ζωή του. Εξελέγη ευρωβουλευτής με το ΑΚΕΛ ως τουρκοκύπριος. Η αλήθεια είναι πώς μόνον με το ΑΚΕΛ θα μπορούσε να εκλεγεί. Οι κεντροδεξιές, οι αυθεντικά δεξιές, οι υπερσυντηρητικές και οι εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις στο νησί δεν θα μπορούσαν να αντέξουν ένα τέτοιο πείραμα. Αναμφισβήτητα τα πράγματα θα ήταν χειρότερα στα κατεχόμενα. Θα ήταν αδιανόητο με τα σημερινά δεδομένα να συνέβαινε (υποθετικά και θεωρητικά πάντα) κάτι ανάλογο. Άσε που δεν υπάρχει καν κάτι σαν το ΑΚΕΛ εκεί στον σημερινό τουρκοκυπριακό βορά.
Ο Νιαζί Κιζίλγιουρέκ αντιμετώπισε συχνά –πυκνά τη σκληρότητα του ελληνοκυπριακού εθνικισμού εκεί στο νότο. Φυσιολογικά πράγματα, θα πείτε. Εδώ αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα οι ελληνοκύπριοι και οι έλληνες «προσεγγιστές» όπως τους αποκαλούν, δεν θα αντιμετώπιζε ο Νιαζί; Άνθρωπος μορφωμένος, έμαθε να είναι ανεκτικός, μεγάλο προσόν αλλά και υπομονετικός αν και επίμονος. Δύσκολος ο ρόλος ενός ανθρώπου που έμαθε να ζει κυριολεκτικά πάνω στη γραμμή του συνόρου. Πολύ λεπτή αυτή η γραμμή. Σχεδόν δεν χωρά πλάι-πλάι τις δυό σου πατούσες. Πόσο δε μάλλον και την ψυχή σου. Σε πόσα κομμάτια μπορούν να αυτοτεμαχιστούν οι άνθρωποι άραγε; Σε δύο, σε τρία σε περισσότερα;
Ζεις μαζεύοντας τα κομμάτια σου. Τα συναρμολογείς και τα αποσυναρμολογείς συνεχώς. Επιβιώνεις λειτουργώντας σε αυτό το περίεργο, «μηχανουργείο» περιμένοντας την Ιστορία να δικαιώσει τις επιλογές σου αλλά αυτή δεν είναι σχεδόν ποτέ στο ραντεβού της. Πάντα καταφθάνει καθυστερημένη. Αυτός είναι ο λόγος που κερδίζει πάντα. Στο τέλος όμως. Ή καλύτερα μετά το τέλος.
Ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ έστειλε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα που έφθασε σε κάποιους φίλους με μία πολιτική πρόσκληση. Αφορά μία ιστορία θαμμένη στη μνήμη. Ιστορία βαρβαρότητας, μίσους, απανθρωπιάς και αρρώστιας. Μία ιστορία που επιβεβαιώνει πώς η βαρβαρότητα δεν έχει πατρίδα, ή μάλλον πως δεν έχει μία πατρίδα αλλά πολλές. Και πώς το ψέμα έχει πολλούς κομιστές και ακόμη περισσότερους αποδέκτες. Αντιγράφω λοιπόν την πολιτική του πρόσκληση και προσυπογράφω.
Κύριε υπουργέ, πήγαινε πίσω στην Τόχνη
Του Νιαζί Κιζίλγιουρεκ
Πριν μερικά χρόνια -νομίζω ήταν αρχές του 2015- εγώ και κάποιοι φίλοι μου επικοινωνήσαμε με τον κοινοτάρχη της Τόχνης γιατί θέλαμε και εμείς να εγκαινιάσουμε κάτι σε αυτό το χωριό. Όταν εξηγήσαμε στον κοινοτάρχη τί είχαμε στα υπόψη μας, μας έδωσε ραντεβού εκτός του χωριού, σε μια ταβέρνα στη Σκαρίνου. Πάνω στην κουβέντα, του αναπτύξαμε την ιδέα μας. Θέλαμε το χωριό Τόχνη να τιμήσει τους 84 σφαγιασμένους Τουρκοκύπριους. Θέλαμε ένα μνημείο ή τουλάχιστον ένα δέντρο ελιάς αφιερωμένο στη μνήμη αυτών των ανθρώπων. Θέλαμε η Τόχνη να αναγνωρίσει το μεγάλο αυτό έγκλημα.
Ο κοινοτάρχης, ο οποίος ήταν πολύ φιλικός, πραγματικά συγκινήθηκε. Και οι φίλοι του που ήρθαν μαζί του είχαν συγκινηθεί πολύ. Μάλιστα, ο ένας μας αφηγήθηκε πως σαν μικρό παιδί, είδε με τα ίδια του τα μάτια τις Τουρκοκύπριες γυναίκες στην πλατεία του χωριού -οι οποίες μόλις είχαν μάθει για τη σφαγή- να χτυπιούνται και με κραυγές να τραβούν τα μαλλιά τους. Μια εικόνα που όπως μας είπε δεν ξέχασε ποτέ.
Αυτή η πρωτοβουλία δεν καρποφόρησε. Ο κοινοτάρχης δεν τόλμησε να κάνει το βήμα για πολλούς και διάφορους λόγους.
Πρόσφατα, ο Υπουργός Εσωτερικών κύριος Νίκος Νουρής εγκαινίασε στην Τόχνη το κοινοτικό πάρκο Αθλοπαιδιών Τόχνης «Αγνοούμενου Μηνά Αντωνίου». Καλά έκανε ο κύριος υπουργός. Πρέπει να τιμούμε όλους τους αγνοούμενους μας. Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους. Προφανώς, όμως, κάτι ξέχασε ο υπουργός στην Τόχνη. Τους σφαγιασμένους Τουρκοκύπριους...
Ξέρετε, κύριε υπουργέ, ότι όποιος τιμά τη μισή αλήθεια, τους μισούς αγνοουμένους και δολοφονηθέντες και αγνοεί τους υπόλοιπους μόνο διχοτόμηση κτίζει. Εμείς θέλουμε μια ενωμένη πατρίδα, και η οδός προς μια ενωμένη πατρίδα περνά από την αποδοχή των εγκλημάτων των ένθεν και ένθεν. Νομίζω, καλά κάνετε να πάτε ξανά πίσω στο χωριό και να αποδώσετε την τιμή που χρειάζεται και στους υπόλοιπους.
Σας ανακοινώνω από τώρα δημόσια πως είμαι έτοιμος και εγώ να αναγνωρίσουμε μαζί όλα τα εγκλήματα τόσο του Τουρκικού στρατού, όσο των Τουρκοκυπρίων, όσο και των Ελληνοκυπρίων.
Τώρα, κύριε υπουργέ, αφού τολμήσατε και πήγατε στην Τόχνη για να εγκαινιάσετε ένα μνημείο για τον ελληνοκύπριο αγνοούμενο, σας συστήνω να πάτε πίσω στην Τόχνη για τα άλλα εγκαίνια.....
Και στο καινούριο μνημείο που ελπίζω πως θα εγκαινιάσετε προς τιμή των δολοφονηθέντων στην Τόχνη, θα σας συμβούλευα να γράψετε μια φράση του Σουάτ Χουσεϊν, του μοναδικού επιζώντα της σφαγής:
«Πάνω από όλα είναι η ειρήνη»
Η φράση ενός ανθρώπου που έζησε τις πιο φρικιαστικές στιγμές.
Αντί επιλόγου, η περιγραφή του συμβάντος από τον Σουάτ Χουσεϊν...
«Στη διασταύρωση Αγίας Φύλας και Παλώδιας μας κατέβασαν από τα λεωφορεία και μας οδήγησαν πεζούς προς ένα ερημικό μέρος στα χωράφια. Εκεί είδα ότι υπήρχαν δυο πρόσφατα σκαμμένοι μεγάλοι λάκκοι. Μας έβαλαν να καθίσουμε χάμω και δίπλα στους λάκκους και πρόσφεραν ένα τσιγάρο στον καθένα. Θα τραβήξαμε 3 ρουφηξιές ο καθένας όταν ξαφνικά οι ένοπλοι Ελληνοκύπριοι άρχισαν να πυροβολούν κατά πάνω μας με τα αυτόματα που βαστούσαν. Εγώ χτυπήθηκα στο χέρι και στο ισχίο και έγειρα πάνω στους άλλους πυροβολημένους χωριανούς μου. Το πρόσωπο και τα μάτια μου είχαν γεμίσει αίματα. Τα μυαλά του διπλανού μου είχαν κομματιαστεί. Οι ένοπλοι Ελληνοκύπριοι νόμισαν ότι σκότωσαν κι εμένα. Άκουσα κάποιον με ελληνική προφορά ανάμεσά τους να λέει «εντάξει η δουλειά, να φέρουμε τις μπουλντόζες να τους θάψουμε». Μόλις έφυγαν όλοι απ’ εκεί, εγώ κρύφτηκα ανάμεσα σε κάτι δέντρα εκεί κοντά. Το τραύμα μου δεν ήταν βαρύ αλλά με πονούσε. Έμεινα κρυμμένος στους λόφους γύρω στις 6 μέρες και μετά έφυγα. Στο τέλος κατάφερα να φτάσω στη Μουτταγιάκα. Απ’ εκεί με ασθενοφόρο των ΗΕ μεταφέρθηκα στην περιοχή των Βάσεων Επισκοπής».