Πολιτικη & Οικονομια

Επιστρατεύοντας τη Μέρκελ

Επείγει να επεξεργαστούμε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα κάνει την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση μέρος των ευρωτουρκικών σχέσεων

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παντελής Καψής σχολιάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τη στάση της Γερμανίας και της Άνγκελα Μέρκελ

Θα πρέπει να είναι κανείς αθεράπευτα αισιόδοξος για να πιστεύει ότι οι διερευνητικές που ελπίζουμε να ξεκινήσουν σύντομα με την Τουρκία, θα φέρουν αποτέλεσμα. Δεν είναι μόνο το παρελθόν, οι 60 άκαρπες συναντήσεις. Είναι και το ότι η κατάσταση έχει γίνει πια εξαιρετικά περίπλοκη, έχουν ανοίξει μια σειρά δυσεπίλυτα ζητήματα που το ένα επηρεάζει το άλλο. Αυτό φυσικά το ξέραμε ακόμα και όταν υποτίθεται ότι μιλούσαμε μόνο για το Αιγαίο. Τα 12 μίλια και οι γκρίζες ζώνες είναι αλληλένδετα ζητήματα με την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ. Η λύση τους θα έπρεπε να είναι συνολική. 

Σήμερα όμως η αντιπαράθεση έχει επεκταθεί και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Συσχετίζεται άμεσα δηλαδή με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου και τις συμμαχίες στην ευρύτερη περιοχή, τον πόλεμο στη Συρία και τους μετανάστες και κατά συνέπεια με το μεταναστευτικό που με τη σειρά του επηρεάζει την Τελωνειακή Ένωση και τις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας. Φυσικά και με την κυπριακή ΑΟΖ και το κυπριακό. Κι όλα αυτά μέσα από αλλεπάλληλες και συχνά αλληλοσυγκρουόμενες οπτικές, καθώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν εμπλακεί εκτός από τις χώρες της περιοχής και δυνάμεις εκτός, όπως η Ρωσία, λιγότερο η Ευρώπη και σε σχετικά ασαφή ρόλο οι ΗΠΑ. Δεν θα λυθούν βέβαια όλα μαζί. Όσο και αν θα θέλαμε ωστόσο να τραβήξουμε μια γραμμή ανάμεσα σε εμάς και στην Τουρκία και να μας αφήσουν ήσυχους, δεν μοιάζει ιδιαίτερα ρεαλιστικό. Το 2020 δεν είναι 2004. Και δεν είναι μόνο ότι η Τουρκία, όπως δείχνει η συμπεριφορά της, θα επιμείνει και στα υπόλοιπα ζητήματα της ατζέντας που θέλει να επιβάλλει στις συζητήσεις με την Ελλάδα. Είναι κυρίως το ότι χρησιμοποιεί τα ζητήματα αυτά ως διαπραγματευτικά όπλα που δύσκολα θα αποχωριστεί, όχι πάντως χωρίς ανταλλάγματα. Ποτέ δεν ξέρεις αν, κλείνοντας ένα θέμα, στην πραγματικότητα δεν θα ανοίξει ένα άλλο. Στον Έβρο επιχείρησε να εκβιάσει την Ελλάδα και την Ευρώπη με το μεταναστευτικό, χωρίς επιτυχία. Μετέφερε την ένταση στην υφαλοκρηπίδα και τώρα επιχειρεί να συνδέσει την μεσολαβητική προσπάθεια της Μέρκελ με το γενικότερο ζήτημα των ευρωτουρκικών σχέσεων διεκδικώντας παραχωρήσεις.

Το παράδοξο είναι ότι μια τέτοια ολιστική προσέγγιση συμφέρει και την Ελλάδα. Η Ευρώπη ήταν και σήμερα είναι πολύ περισσότερο, το πιο δυνατό μας χαρτί. Σε διμερείς διαπραγματεύσεις με την Τουρκία η Ελλάδα δεν έχει να προσφέρει πολλά. Έχει όμως η Ευρώπη τόσο στην οικονομία όσο και στην προοπτική μελλοντικής αναβάθμισης των ευρωτουρκικών σχέσεων. Κι είναι για αυτούς τους λόγους που πολλοί πιστεύουν ότι μια λύση στις διμερείς διαφορές θα πρέπει να είναι μέρος ενός συνολικού ευρω-τουρκικού πακέτου, με παράλληλη διευθέτηση και του κυπριακού.

Για την ώρα βέβαια είναι η Τουρκία που περισσότερο αξιοποιεί την κρίση και την μεσολάβηση Μέρκελ για να προωθεί τα θέματά της. Κινείται σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο διαπραγματεύσεων − η Ελλάδα είναι μόνο ένα μέρος τους. Η συνομιλία με Μακρόν, αμέσως μετά τη συμφωνία με τη Μέρκελ για την εκτόνωση της κρίσης, δεν είναι τυχαία. Ιδίως αν θυμηθούμε τι είχαν πει ο ένας για τον άλλο. Δείχνει πόσα περισσότερα υπάρχουν στο τραπέζι. Η Ελλάδα, αντιθέτως, έχει περιοριστεί στο να ζητά κυρώσεις. Αναγκαίες ίσως, αν μη τι άλλο για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, αλλά με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Η Ευρώπη έχει καταστήσει σαφές ότι δεν θα διακινδυνεύσει τις σχέσεις με την Τουρκία και δεν πρόκειται να επιβάλλει ποτέ αποτελεσματικές κυρώσεις, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν τέτοιες, για χάρη της Ελλάδας ή της Κύπρου. Είναι χαρακτηριστική η ενόχληση στα περισσότερα κράτη-μέλη από το κυπριακό βέτο για την Λευκορωσία. Πόσο μακριά μπορεί να πάει μια τέτοια πολιτική; Ακόμα και χώρες που στηρίζουν την Ελλάδα, όπως η Αυστρία, το κάνουν στενά ωφελιμιστικά: στέλνουν αστυνομικούς αλλά δεν παίρνουν ούτε έναν πρόσφυγα. Δεν αποτελεί την καλύτερη βάση συνεργασίας.

Για την ώρα, παρά το ότι ξέρουμε ότι δεν θα οδηγήσουν πουθενά, θα πρέπει να αρκεστούμε στις διερευνητικές. Το ερώτημα είναι αν ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε θα μπορέσει να έχει συνέχεια. Με αυτή την έννοια επείγει να επεξεργαστούμε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα κάνει την ελληνο-τουρκική αντιπαράθεση μέρος των ευρωτουρκικών σχέσεων, όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη. Ποιος όμως μπορεί να επεξεργαστεί και να προωθήσει μια τέτοια πολιτική; Η Ελλάδα μόνη της δεν έχει το πολιτικό βάρος, ενδεχομένως και την πολιτική επάρκεια να την αναλάβει. Η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία πάλι λειτουργεί αποσπασματικά, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ότι θα επεξεργαστεί μια τέτοιας εμβέλειας πρωτοβουλία. Με αυτή την έννοια ήταν ευτυχής συγκυρία το ότι η κρίση με την Τουρκία συνέπεσε με την προεδρία της Γερμανίας. Λίγες άλλες χώρες, ίσως και λίγοι άλλοι ηγέτες, θα μπορούσαν να κινηθούν εξ ίσου αποτελεσματικά. Η κ. Μέρκελ θα ήταν άραγε μια κάποια λύση και για το μέλλον; Έτσι κι αλλιώς σε ένα χρόνο θα είναι χωρίς δουλειά. Να την επιστρατεύσουμε;