Πολιτικη & Οικονομια

Η κοινωνική πολιτική στους Δήμους

Γράφει η Μαρίλη Μέξη υποψήφια δ.σ. στον Δήμο Ερμιονίδας με τον συνδυασμό του Δημήτρη Σφυρή

Μαρίλη Μέξη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έχουμε ένα κοινωνικό κράτος μειωμένης έως ελάχιστης αποτελεσματικότητας. Την περίοδο πριν την κρίση, όταν η κοινωνική δαπάνη πλησίαζε τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, το ποσοστό φτώχειας στη χώρα μας έμεινε σχεδόν αμετάβλητο γύρω στο 20%-21%, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καιροσκοπισμός, διοικητικές αστοχίες, λάθη σχεδιασμού, πελατειακές και συντεχνιακές στρεβλώσεις, δυσκίνητοι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί έχουν διαχρονικά υπονομεύσει τον ρόλο της κοινωνικής πρόνοιας στη χώρα μας και την εμπιστοσύνη των πολιτών στο θεσμό του κοινωνικού κράτους.

Στη παρούσα συγκυρία, η οικονομική κρίση έχει «λυγίσει» την ελληνική κοινωνία. Νέοι, άνεργοι, γυναίκες και παιδιά είναι τα πρώτα θύματα. Ταυτόχρονα, η κρίση αυξάνει για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες το υψηλό ποσοστό φτώχειας των νοικοκυριών με αρχηγό άνεργο στο πληθυσμό. Οι εξελίξεις αυτές αναδεικνύουν με δραματικό τρόπο την ανάγκη στήριξης των ανέργων, των χαμηλόμισθων, των φτωχών οικογενειών. Όμως, οι νέες ανασφάλειες που καλείται να καλύψει το κοινωνικό κράτος χαρακτηρίζονται τόσο από την αδυναμία τυποποίησης των κινδύνων σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης όσο και από τη ρευστότητα επικέντρωσης σε συγκεκριμένες ομάδες-στόχους.

Η ενίσχυση του κοινωνικού διχτύου ασφαλείας είναι αδιανόητη χωρίς την ανάπτυξη διαφορετικών δομών/υπηρεσιών για την αντιμετώπιση επιμέρους όψεων κοινωνικού αποκλεισμού ή επιμέρους ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων και τη ταυτόχρονη δικτύωσή τους σε επίπεδο δήμων. Κατά το στάδιο σχεδιασμού προνοιακών πολιτικών από την κεντρική διοίκηση, η τοπική κοινωνία είναι η μόνη που μπορεί να καταγράψει άμεσα τις τοπικές ανάγκες και να προσφέρει στους σχεδιαστές της κεντρικής διοίκησης μία πλήρη εικόνα των προβλημάτων και των αναγκών ανά περιοχή. Κατά το στάδιο της εφαρμογής προνοιακών πολιτικών, η τοπική κοινωνία μέσω των δομών της μπορεί να προσαρμόζει τα προγράμματα που υλοποιεί στις τοπικές ιδιομορφίες, ώστε να αποφεύγονται προβλήματα εκ των άνω ρύθμισης των κοινωνικών αναγκών. Κατά το στάδιο της πρόληψης των κοινωνικών προβλημάτων, η τοπική κοινωνία μπορεί να συμβάλει στην ενδυνάμωση της κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ ατόμου και ομάδας, ώστε κάθε πολίτης να αισθάνεται υπεύθυνος και ικανός να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των τοπικών αναγκών με την προσωπική ενεργητική του συμμετοχή.

Μια τέτοια αντίληψη στην πράξη μπορεί να σημαίνει την ανάπτυξη από τους δήμους διαφορετικών δομών/υπηρεσιών για την αντιμετώπιση επιμέρους όψεων κοινωνικού αποκλεισμού ή επιμέρους ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων όπως είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα φροντίδας των υπερήλικων, ένα ολοκληρωμένο σύστημα φροντίδας της φτώχειας και αντιμετώπισης των προβλημάτων που έχουν οι μοναχικοί άνθρωποι, οι μονογονεϊκές οικογένειες σε συνδυασμό με την εφαρμογή προγραμμάτων αύξησης της απασχόλησης, με συνέπεια την συγκράτηση του πληθυσμού, ιδιαίτερα των νέων, στον τόπο τους.

Η διεθνής εμπειρία και το παράδειγμα άλλων χωρών της Ευρώπης (Γερμανία, Σουηδία, Ην. Βασίλειο, Φιλανδία), στις οποίες το μοντέλο της αποκέντρωσης λειτουργεί εδώ και πολλές δεκαετίες με επιτυχία αποδεικνύει ότι η αποκέντρωση δεν είναι αυτοσκοπός ή πανάκεια και ότι, προκειμένου να συμβάλει αποτελεσματικά στη πρόληψη και την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων θα πρέπει να εφαρμόζεται μέσω ενός συγκροτημένου πλάνου που στηρίζεται στους ακόλουθους άξονες: 1) θεσμοθέτηση στόχων παροχής ποιοτικών υπηρεσιών από τους ΟΤΑ, που εξειδικεύονται μέσω της χρήσης δεικτών και κριτηρίων απόδοσης και αποτελεσματικότητας, 2) σύσταση μηχανισμών παρακολούθησης και αξιολόγησης των παρεχόμενων υπηρεσιών από τους ΟΤΑ, 3) υιοθέτηση τοπικών σχεδίων κοινωνικής παρέμβασης που θα εξειδικεύουν τις δράσεις των ΟΤΑ στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας, 4) βελτίωση του οργανωτικού / διαχειριστικού / χρηματοδοτικού πλαισίου άσκησης προνοιακών πολιτικών από τους ΟΤΑ.

Παράλληλα, η ανάγκη ενδυνάμωσης του κοινωνικού διχτύου ασφαλείας, ώστε αυτό να μπορέσει να μετριάσει τις κοινωνικές συνέπειες της κρίσης, επιτάσσει τη προώθηση του προνοιακού πλουραλισμού για τη παροχή ποιοτικών υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Εδώ, η πραγματικότητα μας ξεπερνά. Η παρατεταµένη κρίση του κράτους πρόνοιας κατά τη διάρκεια της κρίσης έχει ήδη επιτρέψει την άνοδο µιας νέας µορφής κοινωνικής οικονοµίας επονοµαζόµενη «οικονοµία της αλληλεγγύης». Μιλάµε λοιπόν για µια µορφή κοινωνικής οικονοµίας προσανατολιζόµενης στις δράσεις εκείνες που αφορούν στην τοπική ανάπτυξη, στην καταπολέµηση του αποκλεισµού, και στην επανενσωµάτωση µακροχρόνια ανέργων. Αυτή η συνύπαρξη κράτους, ιδιωτικού τομέα και κοινωνίας των πολιτών έχει ήδη δημιουργήσει ένα νέο, πολυεπίπεδο τοπίο με συμπληρωματικούς και όχι κατ’ ανάγκη συγκρουσιακούς ρόλους που καλύπτουν το φάσμα παροχής κοινωνικών υπηρεσιών. Την πραγματικότητα αυτή πολλές φορές διστάζουμε να την αναγνωρίσουμε λόγω ίσως ιδεολογικών εμμονών σε κρατικού τύπου παρεμβάσεις. Όμως η κοινωνία των πολιτών και οι μη κυβερνητικές οργανώσεις γενικά, σε συνεργασία κυρίως με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, και προβλήματα επιλύει σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης και θέσεις εργασίας προσφέρει εμπλουτίζοντας σημαντικά το κοινωνικό μοντέλο.

Σε αυτό το πεδίο αναδιαμόρφωσης του κράτους πρόνοιας, θα πρωταγωνιστήσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση του μέλλοντος. Ας ελπίσουμε ότι οι δημοτικές εκλογές θα αναδείξουν τοπικές ηγεσίες έτοιμες να διεκδικήσουν σθεναρά έναν ισχυρότερο ρόλο των Δήμων σε θέματα κοινωνικής πολιτικής. Η επιλογή ως ένα βαθμό θα είναι δική μας, η πρωτοβουλία δική τους....