Πολιτικη & Οικονομια

Τραμπ και Μπάιντεν στην τελική ευθεία

Ο απολογισμός των Συνεδρίων του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος των ΗΠΑ

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά τα Συνέδρια του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, Τραμπ και Μπάιντεν είναι στην τελική ευθεία για τις προεδρικές Εκλογές των ΗΠΑ.

Με τα συνέδρια των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων να έχουν ολοκληρωθεί, ο δρόμος προς τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου είναι πλέον στην τελική ευθεία. Τόσο ο Τζο Μπάιντεν όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ πήραν και επίσημα το χρίσμα του κόμματός τους, με την προεκλογική εκστρατεία να περνάει στην επόμενη –και μάλλον άγρια, όπως προμηνύεται– φάση.

Ας δούμε τι συνέβη στο Μιλγουόκι και τη Σάρλοτ αντίστοιχα, με την ατζέντα των υποψήφιων να έχει καθοριστεί –αλλά και να διαφέρει μάλλον περισσότερο από ποτέ–, καθώς και τι περιμένουμε από τη συνέχεια.

Φως ενάντια στο σκοτάδι

Με αυτή τη μεταφορά ο Τζο Μπάιντεν συνόψισε το μήνυμα της εκστρατείας του, προδιαγράφοντας το τέλος της εποχής Τραμπ, και αυτών με τα οποία ταυτίστηκε. Το συνέδριο των Δημοκρατικών, στο οποίο οι σύνεδροι συμμετείχαν μέσω Skype δημιουργώντας μια λιγότερο αποστειρωμένη εικόνα, εστίασε τόσο στις μεγαλύτερες αστοχίες της διακυβέρνησης Τραμπ και στον χαρακτήρα του, όσο και στις θέσεις του κόμματος. Με τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ να παραμένει επίκαιρη, και τους συγγενείς του να συμμετέχουν, οι Δημοκρατικοί έθεσαν την εξάλειψη του «συστημικού ρατσισμού» ως άμεση προτεραιότητα μιας κυβέρνησης Μπάιντεν, κατηγορώντας παράλληλα τον Τραμπ πως αποδείχθηκε ο πλέον ανίκανος άνθρωπος στην Ουάσινγκτον στην αντιμετώπιση του ζητήματος. Οι Δημοκρατικοί γνωρίζουν πως οι αφροαμερικανοί αναμένεται να ταχθούν ξανά με το μέρος τους, οπότε η συσπείρωση αυτού του εκλογικού σώματος αποτέλεσε ξεκάθαρη προτεραιότητα.

Το δεύτερο κύριο ζήτημα ήταν η συμμετοχή. Τόσο ο Μπαράκ Ομπάμα όσο και η Χίλαρι Κλίντον προέτρεψαν τους ψηφοφόρους να συμμετέχουν μαζικά στις εκλογές, καθώς με τις δημοσκοπήσεις να παραμένουν καλές στις περισσότερες μεταβαλλόμενες πολιτείες, μια πιθανή μεγάλη συμμετοχή των Δημοκρατικών μπορεί να εξασφαλίσει τη νίκη. Ο Ομπάμα κάλεσε τους πολίτες να αγνοήσουν τον «κυνισμό στον οποίο βασίζεται ο Τραμπ» ενώ η Κλίντον υπενθύμισε πως απαιτείται μαζική προσέλευση ώστε «να μην καθοριστεί το αποτέλεσμα από τις προθέσεις ενός ξένου αντίπαλου», αναφερόμενη έμμεσα μια πιθανή εμπλοκή της Ρωσίας. 

Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην επόμενη μέρα των εκλογών. Ο Μπέρνι Σάντερς και ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και υποψήφιος το 2004, Τζον Κέρι, έθεσαν την ήττα του Τραμπ ως προϋπόθεση για την επιστροφή των ΗΠΑ στην κανονικότητα, τόσο στο εσωτερικό όπου η διαχείριση της πανδημίας αποδείχθηκε καταστροφική για την αμερικανική οικονομία, όσο και στο εξωτερικό όπου ο Τραμπ έκανε λίγο-πολύ ό,τι μπορούσε για να υπονομεύσει την επιρροή των ΗΠΑ στον κόσμο μακριά από τις ακτές τους. Η υποψήφια Αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις αλλά και πρώην και νυν εσωκομματικοί αντίπαλοι, όπως ο Πιτ Μπούτιτζατζ και η Αλεξάνδρα Οκάζιο Κορτές, εστίασαν σε ζητήματα ισότητας προσελκύοντας την ψήφο των προοδευτικών ψηφοφόρων, ενώ ο Ρεπουμπλικάνος πρώην κυβερνήτης του Οχάιο –και αντίπαλος του Τραμπ το 2016– δήλωσε πως η συνείδησή του τού επιβάλλει να στηρίξει τον Τζο Μπάιντεν και να εναντιωθεί στο κόμμα στο οποίο αφιέρωσε την πολιτική του σταδιοδρομία, καλώντας τους μετριοπαθείς συντηρητικούς να κάνουν το ίδιο. Μόλις χθες, άλλωστε, εκατοντάδες Ρεπουμπλικάνοι εθελοντές και εργαζόμενοι στις εκστρατείες των Τζορτζ Μπους, Τζον Μακέιν και Μιτ Ρόμνεϊ ανακοίνωσαν πως θα ψηφίσουν το Δημοκρατικό κόμμα.

Κυρίως όμως, το κεντρικό μήνυμα των Δημοκρατικών δεν ήταν άλλο από την ανάδειξη της διαμετρικά αντίθετης ιδιοσυγκρασίας του Τζο Μπάιντεν απέναντι σε εκείνη του αντιπάλου του. Τα περισσότερα μεγάλα ονόματα που μίλησαν στο συνέδριο έχουν συγκρουστεί στο παρελθόν με τον Μπάιντεν, η αμέριστη όμως στήριξή τους στον υποψήφιο που θα προσπαθήσει να επαναφέρει τους Δημοκρατικούς στον Λευκό Οίκο έδωσε την εικόνα ενός ζωντανού κομματικού οργανισμού που μπορεί μεν να υποφέρει συχνά από έντονες εσωτερικές διαφωνίες, αλλά καταφέρνει να συσπειρωθεί μπροστά στη μεγάλη εικόνα: την ήττα του τρίτου ή τέταρτου –ακόμα παίζεται, σύμφωνα με τους ακαδημαϊκούς της Προεδρίας–χειρότερου Προέδρου της ιστορίας απέναντι σε έναν ενωτικό μετριοπαθή υποψήφιο, που δεν ενθουσιάζει ιδιαίτερα τις μάζες για λόγους που έχουν αναλυθεί, αλλά που είναι ικανός να επαναφέρει τις ΗΠΑ στη θέση που είχαν στην προ-Τραμπ εποχή, σε συνειδησιακά και πολιτισμικά –κυρίως– επίπεδα.

Νόμος και Τάξη απέναντι στον «Σοσιαλισμό»

Αν το συνέδριο των Δημοκρατικών χαρακτηρίστηκε από μια συγκρατημένη αισιοδοξία, το συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων έμοιαζε περισσότερο με σόου τρόμου λίγο πριν την Αποκάλυψη. Αναμασώντας μια εντυπωσιακή σε σθένος, αλλά εξωφρενικά παρωχημένη ψυχροπολεμική ρητορική –και χωρίς καμία υπερβολή– οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, ομιλητές περιέγραψαν τον Μπάιντεν ως ένα κράμα Φιντέλ Κάστρο και Μάο Τσε Τούνγκ, ενώ κάποιος χωρίς καμία γνώση της πραγματικότητας θα μπορούσε να πιστέψει πως οι Ερυθροί Χμερ χαρακτηρίζονταν από συγκροτημένη μετριοπάθεια μπροστά στους Δημοκρατικούς. Το κεντρικό μήνυμα του συνεδρίου ήταν πως ο «σοσιαλιστής» Μπάιντεν και οι «σύντροφοί» του θα στερήσουν από τον μέσο Αμερικάνο την «ελευθερία» του, προβάλλοντας τον κίνδυνο ενός υποτιθέμενου πολιτισμικού αντιαμερικανισμού σε περίπτωση ήττας του Τραμπ. Τέτοιου τύπου επικοινωνιακές εκστρατείες φόβου αποτελούν συχνή επιλογή κυβερνήσεων που πιέζονται δημοσκοπικά, οι οποίες όμως σπάνια αρκούν για να γυρίσουν το παιχνίδι. Επίσης, ανάθεμα αν γνώριζαν ομιλητές όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ο νεότερος ή η σύντροφος του, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ –η οποία μας χάρισε μία από τις πλέον άβολα κωμικές ομιλίες για το 2020– τη σημασία πολλών όρων που χρησιμοποίησαν, ή έστω τρεις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ. 

Πίσω στα σοβαρά(;) όμως, το συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων ανέδειξε ουσιαστικά τη σήψη ενός ιστορικού κόμματος, ενώ η προσπάθεια να μιλήσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι μαύροι ομιλητές ώστε να προσεγγιστεί το BLM κίνημα φάνηκε υπερβολικά στημένη. Εύκολα συνειδητοποιεί κανείς πως σχεδόν οι μισοί επώνυμοι ομιλητές ήταν είτε πολύ στενοί συνεργάτες του Τραμπ –όπως η εκπρόσωπος τύπου Κέιλι Μακένανι, της οποίας η ομιλία ξεχώρισε, και ο πρώην Δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Ρούντι Τζουλιάνι– είτε συγγενείς του. Με άλλα λόγια, το κόμμα που έχει αναδείξει τεράστιες προσωπικότητες για την aμερικανική και παγκόσμια ιστορία ανήκει πλέον σε έναν λαϊκιστή μεγιστάνα, του οποίου το ιδεολογικό υπόβαθρο ωχριά μπροστά στην κληρονομιά του οργανισμού που εκπροσωπεί. Σε αντίθεση με το συνέδριο των Δημοκρατικών όπου οι εσωκομματικοί ιδεολογικοί συμβιβασμοί –άβολοι και μη– ήταν εμφανείς, οι Ρεπουμπλικάνοι έδωσαν την εικόνα ενός εντελώς προσωποκεντρικού κόμματος, του οποίου το μέλλον εξαρτάται πλήρως από το αποτέλεσμα του Νοεμβρίου. Θλιβερό, αν μη τι άλλο, για το κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν, του Ρόναλντ Ρήγκαν – ακόμα και του πατέρα Μπους.

Σίγουρα πάντως ξεχώρισε η ομιλία του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Όπως είπε, μια πιθανή κυβέρνηση Μπάιντεν θα αποδυναμώσει τις ΗΠΑ τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, ενώ τόνισε πως η συνέχιση της κυβέρνησης Τραμπ θα είναι ταυτόσημη με περισσότερη ασφάλεια σε όλα τα επίπεδα, φωτογραφίζοντας την αστυνόμευση και την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης. Ο Πρόεδρος Τραμπ έκλεισε το συνέδριο με μια ζωντανή ομιλία γεμάτη ασάφειες που έμοιαζε περισσότερο με μια ωδή στο aμερικάνικο όνειρο—το οποίο δήλωσε πως απειλείται από τους «σοσιαλιστές» Δημοκρατικούς—, ενώ υπερθεμάτισε τη ρητορική Πενς, πως επί Μπάιντεν κανείς στην Αμερική δε θα είναι ασφαλής, πατώντας ουσιαστικά πάνω στις πρόσφατες αδικαιολόγητα βίαιες κινητοποιήσεις αρκετών διαδηλωτών. Χωρίς καμία έκπληξη, υπερασπίστηκε την αντιμετώπιση της κυβέρνησής του απέναντι στον «κινεζο-ιό» καθώς και την απομονωτική στροφή των ΗΠΑ στην εξωτερική τους πολιτική, ενώ κατέληξε πως στις 3 Νοεμβρίου οι Ρεπουμπλικάνοι θα κάνουν την Αμερική «ακόμα πιο σπουδαία».

Η συνέχεια

Σε κανονικές συνθήκες, μετά τα συνέδρια ξεκινάνε οι επικές προεκλογικές περιοδείες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ, όπως επίσης και η διαφημιστική λαίλαπα από κάθε πλευρά. Φέτος, βέβαια, οι εκστρατείες των δύο γηραιότερων διεκδικητών της Προεδρίας θα πρέπει να είναι περισσότερο εφευρετικές λόγω της πανδημίας, σίγουρα όμως δεν πρόκειται να λυπηθεί ο ένας τον άλλον επικοινωνιακά – με τις αρνητικές διαφημίσεις να αναμένονται σε ιστορικά τοξικά επίπεδα.

Επί της ουσίας, πάντως, λίγα έχουν αλλάξει μέχρι στιγμής. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν μια μικρή –και αναμενόμενη– συσπείρωση του Τραμπ, ο οποίος όμως ακόμα είναι πίσω με περίπου 8% σε εθνικό επίπεδο ενώ εξακολουθεί να υπολείπεται στις περισσότερες μεταβαλλόμενες πολιτείες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον νυν Πρόεδρο είναι πως το συνέδριο του έδειξε πως το μήνυμά του θα καθοριστεί από ένα αβάσιμο αντισοσιαλιστικό μένος απέναντι στον Μπάιντεν, την ώρα που οι μετριοπαθείς θέσεις του πρώην Αντιπροέδρου είναι γνωστές εδώ και δεκαετίες στους ψηφοφόρους, προκαλώντας συχνά τη δυσαρέσκεια της αριστερή φράξιας των Δημοκρατικών.

Αυτή η επικοινωνιακή στρατηγική θα είχε λογική μόνο απέναντι στον Σάντερς. Αντίθετα, πολύ δύσκολα θα πείσει τους μετριοπαθείς και κεντρώους αναποφάσιστους πως ο Μπάιντεν ανακάλυψε έναν απαρχαιωμένο τριτοκοσμικό σοσιαλισμό στα γεράματα – όταν μάλιστα ο ίδιος βρίσκεται διαχρονικά και ξεκάθαρα πιο κοντά τους ιδεολογικά απ’ όσο ο Τραμπ. Όπως σχεδόν σε όλες τις Δυτικές χώρες, έτσι και στις ΗΠΑ οι εκλογές κερδίζονται στο κέντρο και στη συμμετοχή ενώ τα συνέδρια –κυρίως το Ρεπουμπλικανικό– επιβεβαίωσαν πως αυτός ο χώρος ανήκει στον Τζο Μπάιντεν. Μένει να φανεί αν θα έχει και τη συμμετοχή στο πλευρό του, ώστε το φως να αποδειχτεί «πιο ισχυρό από το σκοτάδι», όπως είπε στην καλύτερη ομιλία της καριέρας του.