- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Απουσία της αίσθησης και της ανάγκης για το συνανήκειν
Η Ελλάδα απέχει πολύ από το να είναι μια κοινωνία αλληλεγγύης και ανθρωπιάς.
Πώς η χώρα θα μπορούσε να αντιμετωπίσει υπαρκτές δυσλειτουργίες της κοινωνίας και να λειτουργήσει αποτελεσματικά στη διαχείριση κρίσεων όπως η σημερινή.
Η πανδημική κρίση, ενώ θα έπρεπε να επηρεάσει θετικά και να ενισχύσει τη μελλοντική παρουσία και εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας πολιτών, αποδεικνύει ότι οι πολίτες, αντί να επιδιώκουν την ενδυνάμωση του ρόλου τους στη διαχείριση κυρίαρχων μετα-ζητημάτων του σήμερα, καταφεύγουν σε θεωρίες συνωμοσίας για να βρουν απαντήσεις και παρηγοριά. Αυτό δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Πάντα, υπήρχε και θα υπάρχει.
Πώς γίνεται, όμως, σε μια κοινωνία ανεπτυγμένη, που χαρακτηρίζεται από πλήθος εγγεγραμμένων φοιτητών σε μεταπτυχιακά προγράμματα σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ και μάλιστα πολύ πάνω από τον μέσο όρο των υπολοίπων χωρών, η δημόσια συζήτηση για τη χρήση της μάσκας στα σχολεία να χαρακτηρίζεται από ανορθολογισμό και τη μη βούληση, όπως σωστά επισήμανε σε πρόσφατο κείμενό της η Δήμητρα Γρους (Athens Voice), «να χτιστεί ένα δίκτυο συνεργασίας στη σχολική κοινότητα ανάμεσα σε γονείς, καθηγητές, ειδικούς». Γιατί αντιδρούμε αρνητικά στα μέτρα που προτείνουν οι ειδικοί και υιοθετεί η κυβέρνηση;
Όσοι/όσες ασχολούνται με τα ΜΜΕ θα υποστηρίζαν ότι σημαντικός παράγοντας της συμπεριφοράς των πολιτών, και όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι η υπερπληροφόρηση που οδηγεί πολλούς πολίτες στο να αποφεύγουν να ενημερωθούν, καθώς αισθάνονται ότι δεν καταλαβαίνουν το θέμα ή το κυριότερο δεν τους βοηθά καθόλου στην προσπάθεια να διαχειριστούν την κρίση. Σωστά, θα πρότεινα, όμως, να εξετάσουμε έναν άλλο παράγοντα, όχι και τόσο κολακευτικό για τη χώρα μας. Η Ελλάδα απέχει πολύ από το να είναι μια κοινωνία αλληλεγγύης και ανθρωπιάς. Όπως αποδεικνύεται μέσα από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας, καθώς και του World Giving Index, η πλειοψηφία Ελλήνων που δηλώνουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι θα προσπαθούσαν να τους εκμεταλλευθούν και ότι οι άνθρωποι νοιάζονται κυρίως για τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα το χρήμα και τον χρόνο που διαθέτουν οι Έλληνες να τοποθετεί τη χώρα μας στην 145η θέση ανάμεσα σε 146 χώρες. Η κοινωνική αλληλεγγύη, δηλαδή, στην Ελλάδα είναι από τις χαμηλότερες στον κόσμο. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Διανέοσις, («Τι πιστεύουν οι Έλληνες 2020), όσον αφορά τις κοινωνικές αξίες της ισότητας και της αλληλεγγύης, αυτές έρχονται πολύ χαμηλότερα στη λίστα, καθώς οι πολίτες επιλέγουν την ελευθερία ως σημαντικότερη. Η μεγάλη πλειοψηφία επίσης χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στο κράτος και τις κοινωνικές δομές, ενώ παράλληλα πιστεύει ότι σημασία δεν έχει η προσπάθεια/σκληρή δουλειά, αλλά το πολιτικό μέσον. Τέλος, ενώ η πλειοψηφία δηλώνει ότι βρίσκεται κοντά στον θεό, την ίδια στιγμή δηλώνει το 46,2% των κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου πιστεύουν στο μάτι.
Ποιος φταίει; Είναι εύκολο να κατηγορήσεις τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Όλοι μας φταίμε, όπως και τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί που φοβούνται να απογοητεύσουν τις πελατείες τους. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι οι όποιες δράσεις πολιτικής απειθαρχίας και ακτιβισμού που παρατηρούνται την περίοδο της πανδημικής κρίσης (όπως και κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης) σχετίζονται περισσότερο με τις οικονομικές, κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες των πολιτών και πολύ λιγότερο με την ανάγκη της συμμετοχής και της ανάπτυξης κοινωνικού κεφαλαίου και κοινωνικής εμπιστοσύνης.
Στη χώρα μας, δυστυχώς, οι περισσότεροι αναλυτές προσπαθούν να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα αυτή μέσα ιστορικές ερμηνείες, όπως η «τουρκοκρατία», ο ύστερος εκβιομηχανισμός, ο εκσυγχρονισμός, η μεταπολιτευτική λειτουργία και κουλτούρα του πολιτικού συστήματος. Οι ερμηνείες αυτές είναι χρήσιμες, όμως είναι λάθος να πιστεύουμε ότι το σήμερα και το αύριο θα συνεχίσουν να επηρεάζονται κυρίως από το παρελθόν. Για να ενισχυθεί η δυνατότητα για παραγωγική κι συνεργατική δραστηριότητα, που χαρακτηρίζεται από εμπιστοσύνη και γενικευμένη αμοιβαιότητα, είναι πολύ σημαντικό να συζητήσουμε και να επανεξετάσουμε πώς διαμορφώνονται και υλοποιούνται οι αποφάσεις των δημόσιων πολιτικών και πώς αυτές αποδυναμώνουν ή θα μπορούσαν να ενισχύσουν το κοινωνικό κεφάλαιο στη χώρα μας. Όπως σωστά επισημαίνει σε πρόσφατο κείμενό του ο Καθηγητής Αστέρης Χουλιάρας, υπάρχουν ορισμένα «παραμελημένα ζητήματα», τα οποία οφείλουν να μας προβληματίσουν, όπως,
- Οι σχέσεις κράτους-εκκλησίας και η «εθνικοποίηση» της θρησκείας
- Το εκπαιδευτικό σύστημα που αποθαρρύνει την ανάπτυξη συμμετοχής των νέων σε εθελοντικές δράσεις, καθώς την επένδυση στην πρόκληση ερωτήσεων κριτικής/αναλυτικής σκέψης
- Το μοντέλο κοινωνικού διαλόγου που κυριαρχείται από εργατικές και επαγγελματικές αξιώσεις και κινητοποιήσεις, και κατανοείται όχι με όρους εθελοντικής και αλτρουιστικής συμμετοχής στην αντιμετώπιση και επίλυση προβλημάτων, αλλά με όρους προσοδοθηρίας
- Οι αρνητικές αντιλήψεις για τις ΜΚΟ (κρατική χρηματοδότηση) και η απουσία ενός μηχανισμού που ρυθμίζει τις σχέσεις κράτους και κοινωνίας πολιτών
- Η απουσία κόμβων και θεσμών επιχειρηματολογίας και αντιπαραβολή επιχειρημάτων των πολιτών αναφορικά με τα σημερινά θεμελιώδη ζητήματα
Η κατανόηση και επίλυση αυτών των ζητημάτων θα διευκολύνει τη συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου στην Ελλάδα και την απαγκίστρωση της κοινωνίας από σύνδρομα άμυνας και εσωστρέφειας και προγονοπληξίας. Η πραγματικότητα αυτή επιβάλλει την ανάγκη να ξεπεράσουμε ιστορικά και εννοιολογικά στερεότυπα, όπως ότι η Ελλάδα είναι αιωνίως υπανάπτυκτη ή/και υποτελής χώρα. Η χώρα πρέπει να απαγκιστρωθεί από τη λογική της ιδιαιτερότητας, καλής ή κακής. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε όχι μόνο να αντιμετωπίσουμε ορισμένες υπαρκτές δυσλειτουργίες της κοινωνίας μας, αλλά και να λειτουργήσουμε αποτελεσματικά στη διαχείριση κρίσεων όπως η σημερινή.