Πολιτικη & Οικονομια

Τι απαιτεί η επίλυση της ελληνοτουρκικής διένεξης

Ο δημόσιος πολιτικός λόγος και στις δύο χώρες θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από την πολεμική και αντιπαραθετική λογική

Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η επίλυση της ελληνοτουρκικής διένεξης απαιτεί ειλικρινή διάλογο εντός και ανάμεσα στις δύο χώρες.

Ποια είναι τα περιθώρια επίλυσης της ελληνο-τουρκικής διένεξης υπό τις παρούσες συνθήκες; Βασική προϋπόθεση για την επίλυση των διαφορών είναι η γνώση και όχι οι αντιλήψεις που διαμορφώνονται υπό την κυρίαρχη λογική που θέλει τα συμφέροντα των κρατών να θεωρούνται δεδομένα a priori. Οι χρόνιες/ιστορικές αντιπαραθέσεις δημιουργούν ιδιαίτερα υποκειμενικές δυσμενείς εικόνες-στερεότυπα για τον «Άλλο», που επηρεάζουν καθοριστικά την αντικειμενική σύγκρουση συμφερόντων. Έτσι, όχι μόνο δεν υπάρχει διάλογος ή διαπραγμάτευση, αλλά κρίνεται και αδιανόητο το ενδεχόμενο ενός συμβιβασμού που θα ικανοποιεί και τις δυο πλευρές.

Όπως γράφει στο πρόσφατο βιβλίο του ο καθηγητής Α. Ηρακλείδης («Αιγαίο, Ανατολική Μεσόγειος, 50+1 όψεις των Ελληνοτουρκικών διενέξεων», Εκδόσεις Θεμέλιο), τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Τούρκοι πολίτες, που δεν γνωρίζουν το διεθνές δίκαιο, έχουν την εντύπωση ότι αντιμετωπίζουν σαφείς προκλήσεις και κατάφορες παραβιάσεις στην κυριαρχία τους. Ας πάρουμε για παράδειγμα, τις παραβιάσεις του ελληνικού εναερίου που συνεχίζονται επειδή η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που παρουσιάζει το ανορθόδοξο να διαθέτει εναέριο χώρο ευρύτερο κατά τέσσερα ναυτικά μίλια από τα χωρικά της ύδατα. Με βάση τις διεθνείς συμβάσεις/συνθήκες ο εθνικός εναέριος χώρος εκάστου κράτους βρίσκεται ακριβώς υπεράνω των εδαφών και της αιγιαλίτιδας ζώνης, και όχι πιο πέρα, πάνω από την ανοικτή θάλασσα. Ενδεικτικό είναι και το θέμα των χωρικών υδάτων με την ελληνική δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων  από τα 6 ναυτικά μίλια στα 12. Ωστόσο, με μια τέτοια επέκταση δημιουργεί σημαντικά ζητήματα που ενισχύουν ανακλαστικούς φόβους περικύκλωσης στην Τουρκία. Με μια τέτοια επέκταση κλείνει η ανοικτή θάλασσα, με το Αιγαίο να καθίσταται «ελληνική λίμνη», θίγοντας  τα «νομιμοποιημένα» και «ζωτικά» συμφέροντα της Τουρκίας στην περιοχή (όπως αναγνωρίζεται στην Διακήρυξη της Μαδρίτης το 1987 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας). Τέτοιοι φόβοι έχουν οδηγήσει την Άγκυρα στο περίφημο casus belli... Οι διαμορφωτές και λήπτες αποφάσεων γνωρίζουν ότι όποια επέκταση αν λάβει χώρα θα γίνει μετά από διαπραγμάτευση με την Τουρκία και εφόσον δεν κλείνει ή περιορίζεται η ανοικτή θάλασσα του Αιγαίου. Όταν υπάρχει άλλη παρά­κτια χώρα, όπως συμβαίνει με το Αιγαίο, οι αλλαγές στο εύρος των χωρικών υδάτων είναι προτιμότε­ρο, πιο λογικό και πιο δίκαιο να γίνονται σε συνεννόηση με τη γειτονική χώρα, στο πλαίσιο της καλής γειτονίας και της συνεργασίας που πρέπει να διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών).

Πάντως καμία ελληνική κυβέρνηση της Μεταπολίτευσης δεν έχει διανοηθεί να προχωρήσει στη μονομερή επέκταση. Που σημαίνει, όπως πολύ σωστά υπογραμμίζει στο βιβλίο του ο καθηγητής Ηρακλείδης, ότι η Τουρκία αν θελήσει να επιδείξει εποικοδομητική στάση θα πρέπει να αφήσει τη λογική των «γκρίζων ζωνών» και να αντιληφθεί ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν είναι ανύπαρκτα ή αμελητέα, αλλά έχουν, στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ίδια νομικά δικαιώματα με τα χερσαία εδάφη, και να λάβει σοβαρά υπόψη το γεγονός ότι η Ελλάδα, σε αντίθεση με εκείνη, είναι νησιωτική και θαλάσσια χώρα και ότι για τον Έλληνα είναι έντονη η συναισθηματική ταύτιση με το Αιγαίο. Αυτό αντίστοιχα σημαίνει ότι η πιθανή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια είναι ένα πολύ ισχυρό νομικό χαρτί της Ελλάδας, το οποίο αν η Ελλάδα εγκαταλείψει (και μείνει στα 6 μίλια) θα πρέπει να λάβει ένα πολύ σοβαρό αντάλλαγμα, ή αλλιώς να βρεθεί μία λύση μεικτή (π.χ. στην ηπειρωτική χώρα 12 μίλια και στα νησιά του Αιγαίου 6 μίλια). Επίσης, η Τουρκία, θα πρέπει να περιορίσει δραστικά τις υπερπτήσεις της στο μίνιμουμ απαραίτητο αριθμό (προκειμένου να δείξει ότι δεν αποδέχεται τα επιπλέον τέσσερα μίλια του ελληνικού εναερίου χώρου).

Ένας τέτοιος συμβιβασμός απαιτεί  ειλικρινή διάλογο εντός και ανάμεσα στις δύο χώρες. Είναι απαραίτητο, λοιπόν, όπως έχω υποστηρίξει επανειλημμένως, οι πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών να προσπαθήσουν να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της πραγματικότητας και του τρόπου που οι διαφορές στο Αιγαίο γίνονται αντιληπτές. Να συμβάλλουν στη γενική ανάλυση/ κατανόηση των ζητημάτων που καλούνται να προσδιορίσουν/ επιλύσουν. Πως θα μπορέσουν οι πολίτες των δύο χωρών να γνωρίζουν την αλήθεια για τις διαφορές αν δεν μπορούν να κατανοήσουν το πόσο σύνθετα είναι τα προβλήματα και πόσο περίπλοκες είναι οι πολιτικές διαδικασίες; 

Ο δημόσιος πολιτικός λόγος και στις δύο χώρες θα πρέπει να απαγκιστρωθεί από την πολεμική και αντιπαραθετική λογική, και να επενδύσει σε έναν διάλογο που αμφισβητεί τη λογική «εμείς κι αυτοί» εμβαθύνει στις βαθύτερες αιτίες μιας σύγκρουσης και αναδεικνύει τις συνέπειες, αλλά και τις πιθανές λύσεις. Τα ΜΜΕ από την πλευρά τους είναι αναγκαίο να διατηρούν μια κριτική απόσταση, να εντοπίζουν οποιαδήποτε ένδειξη που ανοίγει τον δρόμο για την επίλυση, αλλά και να προϊδεάζουν για το όφελος που θα προκύψει, εάν τερματιστούν οι διαφορές. Ειδικότερα, χρειάζεται σε βάθος ενημέρωση των πολιτών για τις επιπτώσεις των συνεχιζόμενων διαφορών στις οικονομίες των χωρών, τα προγράμματα πρόνοιας, παιδείας και ανάπτυξης τεχνολογίας και ανθρώπινου δυναμικού. Σημαντική είναι και η διερεύνηση των πραγματικών λόγων για τους οποίους συνεχίζονται οι διαφορές. Ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι των πλευρών, και ποιες είναι οι άλλες πλευρές που εμπλέκονται; Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται μεγαλύτερη γνώση και αντίληψη της θέσης και των προβλημάτων της άλλης πλευράς. Αυτό σημαίνει τακτική επαφή και επικοινωνία των δημοσιογράφων και δημόσια συζήτηση. Απαραίτητη είναι και η μεγαλύτερη ενημέρωση των πολιτών για τι είδους ιδέες υπάρχουν για την επίλυση των διαφορών. Ποιοι (πολιτικοί, ακαδημαϊκοί, κοινωνικά κινήματα/ΜΚΟ) εργάζονται για την προσέγγιση και την επίλυση των διαφορών, ποιες είναι οι θέσεις τους και πως μπορούν να στηριχθούν; Οι γειτονικές χώρες προβάλλονται μόνο στο πλαίσιο των ζητημάτων ασφαλείας που μας απασχολούν. Η πραγματικότητα αυτή δημιουργεί την αντίληψη του «ιστορικού» και «ενιαίου εχθρού». Η αλήθεια όμως είναι ότι ο «εχθρός» δεν είναι μόνο οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί. Αποτελείται από άτομα και οργανώσεις με διαφορετικές λογικές και κουλτούρες, με επιτεύγματα και κοινά προβλήματα.

Ένας διάλογος δεν θα είναι εύκολος, μπορεί να φέρει τις κυβερνήσεις, τα πολιτικά συστήματα και τις κοινωνίες των δύο χωρών σε δύσκολη θέση, να δημιουργήσει τριβές και αρνητικές δράσεις. Τόσο οι Έλληνες, όσο και οι Τούρκοι πολίτες, που δεν γνωρίζουν το διεθνές δίκαιο, και αντιλαμβάνονται τα ζητήματα αυτά μέσω των ΜΜΕ, δύσκολα θα μπορέσουν να αποδεχθούν όταν και εάν έρθει η στιγμή  διαλόγου ότι κάποια «εθνικά αφηγήματα» θα καταπέσουν. Το σίγουρο είναι ότι η λογική της «μη-λύσης» δεν βελτιώνει την κατάσταση. Είναι απαραίτητο να ανοίξουν δίαυλοι επικοινωνίας/ συζήτησης, που  θα εμπλουτίσουν τον δημόσιο διάλογο με προτάσεις που δυνητικά μπορούν να οδηγήσουν στην επίλυση των διαφορών. Υπάρχουν περιθώρια επιλογής των πολιτικών συστημάτων των δύο χωρών. Και αυτό ακριβώς θα πρέπει να είναι η πολιτική - μια επιλογή. Αρκεί, να είναι συνειδητή.