Πολιτικη & Οικονομια

Ποιος πούλησε το Καστελόριζο;

Έχουμε μάθει να χαρακτηρίζουμε εθνικά τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα είναι εξίσου ζητήματα εσωτερικής πολιτικής.

Παντελής Καψής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ποιοι είναι αυτοί οι Έλληνες που είναι έτοιμοι να παραδώσουν το Καστελόριζο; Ο Παντελής Καψής σχολιάζει τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά.

Πριν από λίγες ημέρες ένας γνωστός αρθρογράφος έθεσε το συναισθηματικά φορτισμένο ερώτημα αν «αξίζει να πολεμήσουμε για το Καστελόριζο». Η απάντηση ήταν προφανώς θετική με αναφορές από τον Θουκυδίδη ως τον Χίτλερ και τον Τσόρτσιλ. Το ερώτημα φυσικά ήταν προσχηματικό. Και ήταν προσχηματικό επειδή τέτοιο ερώτημα δεν ετέθη ποτέ από κανέναν. Κανείς δεν ζήτησε να παραδώσουμε το Καστελόριζο ούτε καν οι Τούρκοι. Προς τι το ερώτημα λοιπόν; Ποιοι είναι αυτοί οι Έλληνες που είναι έτοιμοι να παραδώσουν το Καστελόριζο;

Ο αρθρογράφος φυσικά δεν είναι αφελής, γνωρίζει ότι δεν μπαίνει τέτοιο θέμα. Απλώς ήθελε να πει με δραματικό τρόπο ότι θα πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε υποχωρητικοί απέναντι στην Τουρκία και χρωμάτισε με όρους οιονεί μειοδοσίας, όσους επιμένουν στον διάλογο και σε μια συμβιβαστική λύση. Ποιοι άλλοι θα μπορούσε να είναι ένοχοι μιας τέτοιας επαίσχυντης πράξης αν όχι όσοι λένε δημόσια ότι το Καστελόριζο έχει μειωμένη επήρεια στην υφαλοκρηπίδα;

Δεν έχει νόημα να ασχοληθεί κανείς με τον φορτισμένο τρόπο που θέτει το ερώτημα, παρότι θα μπορούσε να εκπέσει σε ένα κυνήγι μαγισσών. Το παρακολουθούμε στα σόσιαλ μίντια. Άλλωστε σε αυτό το επίπεδο εύκολα θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι το παιχνίδι των Τούρκων το παίζουν πολύ καλύτερα όσοι τους ακολουθούν και πλειοδοτούν στην αδιαλλαξία. Αυτήν έχουμε πληρώσει κατ’ επανάληψη στο παρελθόν.

Πιο ενδιαφέρον έχει ίσως  η άποψη που υποκρύπτει αυτή η προσέγγιση. Το ότι η τουρκική επιθετικότητα δηλαδή και οι συχνά εξωφρενικές διεκδικήσεις της, οφείλονται ακριβώς στην υποχωρητικότητα της Ελλάδας. Όσοι το υποστηρίζουν συνήθως αντιφάσκουν γιατί την ίδια στιγμή είναι έτοιμοι να αναλύσουν λεπτομερώς την νεο-οθωμανική πολιτική του Ερντογάν και τα επεκτατικά του σχέδια σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο ή και πέραν αυτής. Ποιος  λοιπόν μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει  ότι η πολιτική της Τουρκίας που αναπτύσσεται σε τόσα μέτωπα, οφείλεται στην στάση της Ελλάδας; Κι αυτό παραβλέποντας το γεγονός ότι η ελληνική εξωτερική  πολιτική, όπως και η πολιτική της Κύπρου, μόνο υποχωρητική δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Η Κύπρος ξεκίνησε πρώτη τις γεωτρήσεις την ώρα που ο Κοτζιάς μαζί με τον Αναστασιάδη τορπίλησαν την τελευταία προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. Τι έχει αποδώσει ως σήμερα αυτή η πολιτική; Επί της ουσίας τίποτα εκτός από το γεγονός ότι όσο παρατείνεται το αδιέξοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τόσο προστίθενται και νέα προβλήματα που κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την λύση.

Στην πραγματικότητα η άποψη για ελληνική υποχωρητικότητα διακινείται μόνο στο εσωτερικό και υπηρετεί αποκλειστικά εσωτερικές σκοπιμότητες. Κι αυτό αποτελεί πλέον ένα επικίνδυνο δεδομένο, ιδίως σε μια στιγμή που είναι φανερό πως καταβάλλονται προσπάθειες, με ευρωπαϊκή μεσολάβηση, να ξεκινήσει και πάλι ένας ελληνοτουρκικός διάλογος. Ήδη έχει διαμορφωθεί ένα λόμπι κατά του διαλόγου, «δεν μιλάμε με πειρατές» δήλωσε πρόσφατα ο κ Σαμαράς. Όσο για την κοινή γνώμη και τα μέσα ενημέρωσης έχουμε εθιστεί να μεταφράζουμε μονοσήμαντα κάθε τουρκική κίνηση ως «πρόκληση». Ακόμα και οι σπάνιες είναι αλήθεια,  αναφορές Τούρκων αξιωματούχων σε διάλογο, όπως του υπουργού των εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση ως διακοσμητικές στην χειρότερη ως σχέδιο εγκλωβισμού της χώρας σε ένα μειοδοτικό  πάρε δώσε.

Κάτω από τέτοιους όρους είναι εξαιρετικά δύσκολο να κάνει διαπραγματεύσεις μία κυβέρνηση. Αν, υποθετικά, καταλήγαμε σε μια συμφωνία με την Τουρκία, παρόμοια με της Ιταλίας, με μειωμένη δηλαδή επήρεια στην υφαλοκρηπίδα ορισμένων μικρών νησιών, αμφιβάλει κανείς ότι θα ξεσηκωνόταν θύελλα με κατηγορίες για ξεπούλημα; Αυτό όμως αποτελεί και το ισχυρότερο επιχείρημα για  την προσφυγή στη Χάγη. Στην πραγματικότητα μιλάμε για μονόδρομο. Ο λόγος είναι απλός: ακόμα και αν μπορούσαμε να βρούμε λύση με απευθείας διαπραγματεύσεις, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο με την εκατέρωθεν καχυποψία,  καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να επιβιώσει από τις κατηγορίες που θα της απευθύνονταν για εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων. Χρειαζόμαστε την κρίση ενός ουδέτερου τρίτου να πάρει την ευθύνη. 

Έχουμε μάθει να χαρακτηρίζουμε εθνικά τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Στην πραγματικότητα είναι εξίσου ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Χωρίς αυτή την κατανόηση καμιά λύση δεν πρόκειται να επιτευχθεί.

Η πιο κρίσιμη διάσταση, αυτή που μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, είναι η πίεση της κοινής γνώμης και η προθυμία των οπαδών ενός επιθετικού εθνικισμού, και στις δυο πλευρές του Αιγαίου, να δημιουργούν πολεμικό κλίμα. Αυτός είναι και ο λόγος που έχουμε ανάγκη τις φωνές της νηφαλιότητας και της λογικής. Ακόμα και όταν μας είναι δυσάρεστες.

ΥΓ. Η ανακήρυξη της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, συνιστά προφανώς ένα ζήτημα όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για την διεθνή κοινότητα. Δείχνει ωστόσο πόσο συχνά τα ζητήματα αυτά υπηρετούν κυρίως εσωτερικές σκοπιμότητες.