Πολιτικη & Οικονομια

Σαν σήμερα, Απρίλιος του '67

Σπύρος Βούγιας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η χούντα των συνταγματαρχών, παίρνοντας τη μορφή του Γιάννη, ενός νεαρού ασφαλίτη που συνοδεύονταν από κάποιον ακόμη με στολή, ανέβηκε στον έκτο με το ασανσέρ και χτύπησε το κουδούνι στο σπίτι ζητώντας τον πατέρα μου, πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα. Ήταν μεσημέρι της 26ης Απριλίου του ’67, Τετάρτη μετά το Πάσχα, σαν σήμερα. Θυμάμαι αυτό τον Γιάννη, ένα νεαρό σχετικά παιδί που παρακολουθούσε τον πατέρα μου κανένα χρόνο περίπου. Τον έβλεπα να στέκεται κάθε απόγευμα στη γωνία της Νικηφόρου Φωκά επί ώρες και να μας βλέπει να παίζουμε μπάλα στην προέκταση Μητροπόλεως, που ήταν ακόμα χωματόδρομος και αδιέξοδο στην Εθνικής Αμύνης, τότε Βασ. Σοφίας. Όταν ο πατέρας μου κατέβαινε χαλαρός και άνετος πάντα από τον μεσημεριανό του υπνάκο (μια συνήθεια που κόλλησα αμετάκλητα για να τον θυμάμαι), τον ακολουθούσε χωρίς να κρύβεται, σε κοντινή σχετικά απόσταση, μέχρι τη λέσχη του δικηγορικού συλλόγου στη Διαγώνιο, όπου έπαιζε συνήθως (εξαιρετική) πρέφα, ή μέχρι το υπέροχο, ψηλοτάβανο καφενείο Αστόρια στην παλιά παραλία για τάβλι.

Δεν ήταν, δα, μέλος κανενός παράνομου μηχανισμού ο πατέρας μου. Πλήρωσε την ένταξή του στην αριστερά με την απόλυσή του από το δημόσιο λόγω κοινωνικών φρονημάτων (ήταν γεωπόνος στο Υπουργείο Γεωργίας) και εξορίστηκε στη Μακρόνησο προς το τέλος του δεύτερου εμφύλιου για δυόμισι χρόνια περίπου. Γύρισε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 για να παντρευτεί τη μάνα μου, με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος και στην απόφασή του αυτή οφείλεται, προφανώς, μεταξύ άλλων πιο σημαντικών και το κείμενο που διαβάζετε τώρα. Οι γεωπόνοι εκείνη την εποχή μπορούσαν να επηρεάσουν το μεγάλο αγροτικό πληθυσμό, εκπαιδεύοντάς τον για τις σύγχρονες καλλιέργειες αλλά και για τις νέες ιδέες. Ήταν ο μοχλός ανάπτυξης της χώρας, όπως έγιναν αργότερα οι μηχανικοί. Αυτός ήταν, ισως, και ο λόγος της παρακολούθησης.

Τη νύχτα του πραξικοπήματος, Μεγάλη Παρασκευή, έφυγε να κρυφτεί σε κάποιους φίλους, αλλά την Τρίτη το βράδυ γύρισε. Είχε γίνει ένα πρώτο κύμα συλλήψεων πολιτικών και στελεχών της αριστεράς και θεώρησε ότι ο κίνδυνος είχε περάσει. Όμως δεν υπολόγισε καλά και το επόμενο μεσημέρι, την ώρα της παραδοσιακής μεσημεριάτικης σιέστας, χτύπησε πιεστικά το κουδούνι. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και απεχθάνομαι τις δραματοποιήσεις. Άλλωστε, όταν μια δύσκολη περίοδος τελειώσει, θέλουμε να ξορκίσουμε το κακό και τη θυμόμαστε περισσότερο σαν μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ αυτή την εικόνα: τον πατέρα μου κάτωχρο και τρομαγμένο από τον ύπνο και το φόβο, τα λεπτά του πόδια, σαν του πουλιού, να τρέμουν γυμνά και τη μάνα μου να φωνάζει: «Τι θέλετε; Πού τον πάτε;» Τον έστειλαν στην Αθήνα και μετά από τρεις μήνες στα αποδυτήρια του Καραϊσκάκη και στη Μπουμπουλίνας, γύρισε με μια γαστροραγία που τον γλίτωσε, ίσως, από το νησί. Στους φίλους μου στη γειτονιά έλεγα ότι λείπει ταξίδι για δουλειές. Στο σχολείο κάποιοι καθηγητές με έβλεπαν με μεγαλύτερη συμπάθεια. Μέχρι και πρόσφατα, όταν πήγαινα στη Βουλή, ένιωθα έκπληξη που με χαιρετούσαν και μου χαμογελούσαν πάντα φιλικά και ζεστά οι αστυνομικοί της φρουράς. Κάθε χρόνο, λοιπόν, τέτοια μέρα, με αφορμή αυτό το γεγονός, θυμάμαι τον πατέρα μου, το γεωπόνο Αλέκο Βούγια και χαίρομαι γιατί η χούντα τελείωσε το 1974.