Πολιτικη & Οικονομια

Νόμος για τις διαδηλώσεις: Υπέρ ή κατά;

Ρωτήσαμε τον Γιάννη Κτιστάκη, μέλος της επιτροπής σύνταξης της σχετικής πρότασης το 2011 και τον Γιάννη Ιωαννίδη, πρόεδρο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου

Τάκης Σκριβάνος
ΤΕΥΧΟΣ 748
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Γιάννης Κτιστάκης και ο Γιάννης Ιωαννίδης παίρνουν θέση απέναντι στον νόμο για τις διαδηλώσεις που αναμένεται να ψηφιστεί στις 9/7/2020 στη Βουλή.

Την Πέμπτη 9 Ιουλίου αναμένεται να ψηφιστεί από την Ολομέλεια της Βουλής ο νόμος για τις συναθροίσεις, ο οποίος έχει προκαλέσει αντιδράσεις. Για το θέμα γράφουν στην ATHENS VOICE ο Γιάννης Κτιστάκης, μέλος της επιτροπής η οποία είχε συντάξει σχετική πρόταση το 2011, και ο Γιάννης Ιωαννίδης, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Διαδηλώσεις: Tι ισχύει στην Ευρώπη;
Του Γιάννη Κτιστάκη *

Στα τέλη του 2001 ο τ. υπουργός Θ. Δρίτσας, επικεφαλής ομάδας 46 προσφευγόντων (ανάμεσα στους οποίους και ο τ. πρωθυπουργός Α. Τσίπρας) προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου κατά της Ιταλίας (συνήγορός τους η τ. υπουργός Α. Χριστοδουλοπούλου). Επικαλέστηκαν, μεταξύ άλλων, παραβίαση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι διότι οι ιταλικές αρχές τους είχαν απαγορεύσει, λίγους μήνες νωρίτερα, να αποβιβαστούν από το πλοίο που μόλις είχε καταφθάσει στην Αγκόνα από την Πάτρα και, κατά συνέπεια, να μετάσχουν στη διαδήλωση της Γένοβα κατά της Συνόδου των G8. Το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή (1.2.2011). Επί της αρχής, έκρινε ότι, παρά τις Ιταλικές ενστάσεις, οι προσφεύγοντες απολάμβαναν το δικαίωμα σε «ειρηνική» συνάθροιση διότι η συμμετοχή στη διαδήλωση της Γένοβας από μόνη της δεν αποδείκνυε την πρόθεση βίαιης διαδήλωσης. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, ο περιορισμός του δικαιώματός τους κρίθηκε δικαιολογημένος μέσα σε μία δημοκρατική κοινωνία για λόγους ασφάλειας της διαδήλωσης: οι προσφεύγοντες είχαν μεν επιδείξει μία πρώτη φορά τα διαβατήριά τους, κατά τον συνήθη έλεγχο ρουτίνας, αλλά αρνήθηκαν να το πράξουν άλλες δύο φορές, όταν η Ιταλική αστυνομία θέλησε, επισταμένως αυτή τη φορά, να ελέγξει μία ευρύτερη ομάδα 132 διαδηλωτών διότι της είχαν περιέλθει (από την Ιταλική πρεσβεία της στην Αθήνα) πληροφορίες περί «διεθνών αναρχικών», τους οποίους σκόπευαν να απελάσουν πίσω στην Ελλάδα. Οι λοιποί εκ Ελλάδος διαδηλωτές, περίπου 670 άτομα, αναχώρησαν κανονικά για τη διαδήλωση στη Γένοβα.

Η ανωτέρω απόφαση συμβαδίζει πλήρως με τη (διαχρονική) νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των 47 κρατών-μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τα βασικά σημεία της νομολογίας αυτής συγκεντρώθηκαν μεταγενέστερα στις σχετικές αποφάσεις του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης, Kudrevicius και Navalnyy, και είναι, εν συντομία, τα ακόλουθα:

  • Δικαίωμα σε διαδήλωση δεν απολαμβάνουν οργανωτές ή συμμετέχοντες που αποδεδειγμένα έχουν προθέσεις βίαιης διαδήλωσης ή υποκίνησης της βίας ή απόρριψης των θεμελίων της δημοκρατικής κοινωνίας.
  • Το σύστημα της προηγούμενης άδειας είναι απολύτως συμβατό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Στην εξαιρετική περίπτωση έκτακτων πολιτικών γεγονότων, όπου δεν χωρεί χρονοτριβή, νομίμως παραλείπεται η άδεια προκειμένου να πραγματοποιηθούν αθρόες δημόσιες συγκεντρώσεις.
  • Σε περίπτωση εσκεμμένης διακοπής της κανονικής ροής των ανθρώπινων δραστηριοτήτων στην πόλη, οι αρχές απολαμβάνουν την ευρύτερη δυνατή ευχέρεια περιορισμών.
  • Οι βίαιες διαδηλώσεις νομίμως επιφέρουν (ποινικές, αστικές και διοικητικές) συνέπειες για τους οργανωτές και τους συμμετέχοντες των επεισοδίων, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας.
  • Οι αρχές υπέχουν θετική υποχρέωση να προστατεύουν τους διαδηλωτές από τους αντιδιαδηλωτές.

Συνεπώς, οι ευρωπαϊκοί κανόνες για τις συγκεντρώσεις είναι σαφείς και σταθεροί προ πολλών ετών. Είναι δε γνωστοί στους έλληνες πολιτικούς, τουλάχιστον, από το 2011.

*Αναπ. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ., μέλος (αναπ.) Επιτροπής της Βενετίας του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέλος της Επιτροπής «Βροντάκη» για ένα σύγχρονο νομοθέτημα για τις διαδηλώσεις (2011).


«Συνέρχεσθαι»: Ένα ταλαιπωρημένο θεμελιώδες δημοκρατικό δικαίωμα
Του Γιάννη Φ. Ιωαννίδη*

Το δικαίωμα του «συνέρχεσθαι», δηλαδή η ελευθερία συναθροίσεων, συγκεντρώσεων, διαδηλώσεων, πορειών, τόσο σημαντικό σε μια δημοκρατία, έχει ταλαιπωρηθεί στη χώρα μας. Από τη Μεταπολίτευση ο μόνος που έχει ικανοποιητικά ανταποκριθεί στην ανάγκη προστασίας του είναι ο Συντακτικός Νομοθέτης: κατοχύρωσε στο λιτό άρθρο 11 του Συντάγματος του 1975 και το δικαίωμα, και αυστηρά και συγκεκριμένα όρια στην αστυνομία για τους περιορισμούς και τις προσβολές του δικαιώματος, αναθέτοντας στον κοινό νομοθέτη να τους εξειδικεύσει. Η νομοθετική εξουσία αντιθέτως δεν είχε ως τώρα ασκήσει αυτή την αρμοδιότητα, ψηφίζοντας νόμο εκτελεστικό του Συντάγματος. Η δε εκτελεστική εξουσία, διαχρονικά, επίσης δεν ανταποκρίθηκε στην αποστολή της να προστατεύσει, τόσο το συγκεκριμένο, όσο και άλλα δικαιώματα, διασφαλίζοντας την αρμονική άσκησή τους.

Πράγματι ο τρόπος αστυνόμευσης των συναθροίσεων χαρακτηρίζεται από μόνιμη παθογένεια. Η αστυνομία, αντί να εστιάζει στην προστασία μιας ειρηνικής διαδήλωσης, με τη σύλληψη τυχόν βιαιοπραγούντων, συνήθως αντιμετωπίζει τα επεισόδια ως εύκολη αφορμή για τη διάλυσή της, με τη σχεδόν αυτόματη χρησιμοποίηση μεθόδων όπως τη ρίψη χημικών, τη βίαιη έφοδο με χρήση κλομπς, ανταποδίδοντας αρκετές φορές και τον πετροπόλεμο, θέαμα αν μη τι άλλο αδιανόητο για όργανα του κράτους.  Πλήττονται έτσι όχι όσοι εγκληματούν, αλλά οι πάντες, διαδηλωτές, περαστικοί, κάτοικοι και επαγγελματίες. Σε ένα τέτοιο σκηνικό γινόμαστε συχνά μάρτυρες δυσανάλογης, κάποιες φορές και ακραίας αστυνομικής βίας, που μόνο κατ’ εξαίρεση τιμωρείται.

Αυτά δεν είναι ζητήματα που μπορεί να λύσει ένας νόμος για τις συναθροίσεις. Το αν θα κάνει ή δεν θα κάνει καλά τη δουλειά της η αστυνομία, μεριμνώντας για τα δικαιώματα όλων μας, είναι κυρίως ευθύνη της πολιτικής και υπηρεσιακής της ηγεσίας. Ο νομοθέτης οφείλει όμως να θεσπίσει διαφανείς και εξειδικευμένες εγγυήσεις και διαδικασίες, ώστε και οι συναθροίσεις να προστατεύονται, και η κοινωνικοοικονομική ζωή να μη διαταράσσεται ασκόπως ή υπερβολικά.

Ελπίζω στην τελική μορφή του, μετά τις αντιδράσεις, ο νόμοςνα είναι απαλλαγμένος από προφανώς αντισυνταγματικές ή και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διατάξεις, όπως αυτές που εγκαθίδρυαν καθεστώς προηγούμενης αδείας, χωρίς την οποία οι συναθροίσεις θα απαγορεύονταν και η συμμετοχή σε αυτές θα ήταν ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα, ή αυτές που θέσπιζαν αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή για ό,τι συμβεί, οι περισσότερες αναποτελεσματικές και πρακτικά ανεφάρμοστες. Μένει να δούμε πώς η Δικαιοσύνη, στην εγγυητική λειτουργία της οποίας αποβλέπουμε, θα ανταποκριθεί σε αυτό καθήκον. Και αν κρατικά όργανα, συνδικαλιστικές και κοινωνικές οργανώσεις και κόμματα βρουν κάποια στιγμή σε αυτή τη χώρα ένα στοιχειώδες επίπεδο ειλικρινούς συνεννόησης και εμπιστοσύνης στους θεμελιώδεις κανόνες συμβίωσης.

*Δικηγόρος, πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου