Πολιτικη & Οικονομια

«Βρε έτρωγε ψωμάκι ο κόσμος, τότε!»

Ο ταξιτζής της 21ης Απριλίου

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το να είσαι ταξιτζής και να σου τύχει σαν επιβάτης ο μοναδικός Έλληνας φορέας του κορονοϊού, αποτελεί οπωσδήποτε μεγάλη ατυχία. Αντίθετα, το να είσαι επιβάτης –με ή χωρίς κορονοϊό- και να πετύχεις ταξιτζή που θα προσπαθήσει να σε κατηχήσει στις ευγενείς αξίες του χρυσαυγητισμού, είναι, στις μέρες μας, κάτι μάλλον συνηθισμένο. Αν μάλιστα η συνάντηση γίνει ανήμερα την 21η Απριλίου, θα έχεις την τύχη να γίνεις θεατής και ταυτόχρονα συμπρωταγωνιστής σε ένα απολαυστικό μονόπρακτο του κλασικού ρεπερτορίου.

Ο δικός μου αυτοκινούμενος κατηχητής ήταν βαρύς και γκριζομάλλης. Όπως ακριβώς επιτάσσει το σενάριο, δηλαδή. Αρχικά με περιεργάστηκε προσεκτικά μέσα από τον καθρέφτη κι έπειτα, με προσποιητά αδιάφορο ύφος –έτσι για να πούμε μια κουβέντα, βρε αδερφέ- με ρώτησε πού έκανα Πάσχα, «αν επιτρέπεται».

«Εδώ, Αθήνα», απάντησα όσο πιο ουδέτερα μπορούσα.

«Εμ βέβαια», είπε κουνώντας το κεφάλι του. «Έτσι όπως μας κατάντησαν οι αλήτες, πού να βρεις τα φράγκα για να φύγεις; Μόνο τη βενζίνα να βάλεις, τελείωσες».

Του επισήμανα πως, παρ’ όλα αυτά, οι δρόμοι της Αθήνας ήταν άδειοι, λες και είχε πέσει βουβωνική πανώλη –ή έστω κορονοϊός.

«Λογικό είναι αυτό…» με αποπήρε. «Ο Έλληνας δεν κάθεται να μιζεριάσει στην Αθήνα πασχαλιάτικα!»

Μετά από αυτή τη μικρή σουρεαλιστική εισαγωγή, ακολούθησε σιγή ολίγων δευτερολέπτων, ώστε οι ηθοποιοί να αναλάβουν δυνάμεις και να περάσουν στο κύριο μέρος του έργου. Φυσικά πρώτος μίλησε πάλι εκείνος.

«Θύμισέ μου, γιατί τα έχω μπλέξει… 21 Απριλίου δεν έχουμε σήμερα;»

Του το επιβεβαίωσα. Ακολούθησε μια σύντομη διακοπή για ένα γαμωσταυρίδι σε έναν μοτοσικλετιστή και μετά έπεσε η καίρια ερώτηση.

«Μπας και έχεις υπόψη σου τι είχε γίνει μια άλλη 21η Απριλίου πριν από χρόνια;»

Ναι, είχα υπόψη μου. Με ξανακοίταξε ερευνητικά από τον καθρέφτη. Αυτό που είδε δυστυχώς δεν τον αποθάρρυνε.

«Με όλο το θάρρος φιλαράκι. Επειδή σε βλέπω ξύπνιο παλικάρι…»

«Ευχαριστώ πολύ!»

«Μη σε πιάνουν κορόιδο. Στο λέω εγώ, που τα έχω ζήσει από πρώτο χέρι. Τότε περνούσαμε καλύτερα. Έτρωγε ψωμάκι ο κόσμος. Δρόμοι φτιάχνονταν παντού. Ληστείες μηδέν –με ανοιχτά παράθυρα κοιμόμασταν. Όχι τώρα που τρέμει το φυλλοκάρδι σου!»

Όση ώρα ερμηνεύει τον μονόλογό του, εγώ σιωπώ κοιτώντας με σπουδή το κινητό μου.

«Και να σου πω και κάτι άλλο;» επιμένει εκείνος. «Όλοι τους στην ψάθα πέθαναν. Πες μου ένα σκάνδαλο που να έγινε τότε και εγώ θα σου κεράσω την κούρσα».

Του απαντώ ότι όλως τυχαίως διάβασα τις προάλλες ένα άρθρο, στο οποίο ονοματίζονταν ουκ ολίγα χουντικά σκάνδαλα. Του αναφέρω πρόχειρα το σκάνδαλο με τα κρέατα, το σκάνδαλο με το περιβόητο «Τάμα του Έθνους», τις στενές σχέσεις των δικτατόρων με συγκεκριμένους εφοπλιστές... Είναι η σειρά του να σιωπήσει. Οδηγεί μουτρωμένος για κανένα χιλιόμετρο, μέχρι που αποφασίζει να περάσει στη φάση 2.

«Κοίτα! Μόνο οι λαθρομετανάστες έχουν μείνει στην Αθήνα», λέει δείχνοντας μια οικογένεια –μπαμπάς, μαμά και ένα μωρό σε καροτσάκι- που διασχίζει τον δρόμο. «Θα μας σφάξουν μια μέρα στο γόνατο και δεν θα πάρουμε χαμπάρι. Έχουμε καταντήσει ξένοι στην ίδια μας την πόλη. Αλλά έτσι μας θέλει η νέα τάξη πραγμάτων. Δούλους. Για αυτό χτίζουν το τζαμί. Για αυτό φυλακίζουν τους μόνους που αντιστέκονται».

Είναι φανερό ότι το δράμα έχει φτάσει στην κορύφωσή του. Στη φάση αυτή, όλα εξαρτώνται από την ιδιοσυγκρασία και τα κέφια του επιβάτη. Σε μια αντίστοιχη περίπτωση, μια γνωστή μου που ρέπει προς τον ακτιβισμό, είπε στον οδηγό να σταματήσει επιτόπου, του πλήρωσε επιδεικτικά όσα είχε γράψει το ταξίμετρο και κατέβηκε. «Την επόμενη φορά θα το σκεφτεί δυο φορές πριν ξεκινήσει την συζήτηση», μου εξήγησε. Ένας άλλος φίλος (αυτός ρέπει προς τον χαβαλέ) αποφάσισε να παραστήσει τον ενθουσιώδη ομοϊδεάτη και άρχισε να επαυξάνει. Το αποτέλεσμα τον εξέπληξε. Ο άλλος έκοψε αμέσως το κήρυγμα, θέλοντας προφανώς να κάνει οικονομία δυνάμεων για τον επόμενο πελάτη.

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να είσαι πολύ κουρασμένος. Να έχεις δει το ίδιο έργο πολλές φορές και να το έχεις σιχαθεί τόσο πολύ, ώστε να μην έχεις διάθεση ούτε για τσακωμό ούτε για πλάκα. Το δικό μας μονόπρακτο, λοιπόν, ατόνησε. Εκείνος συνέχισε για λίγο ακόμη την κατήχησή του. Εγώ πάλι συνέχισα να κοιτώ αμίλητος το κινητό μου, μέχρι που επιτέλους φτάσαμε.

«Δεν πειράζει, μου κερνάς την επόμενη κούρσα», του είπα καθώς τον πλήρωνα.

Ανταλλάξαμε άλλη μια κουρασμένη ματιά και χωρίσαμε. Ομολογώ ότι δεν θα μου λείψει.