Πολιτικη & Οικονομια

Η ελευθερία του λόγου, τα κοινωνικά δίκτυα και ο Ντόναλντ Τραμπ

Στη δοκιμασία της δημοκρατίας και όλων όσα συναποτελούν τις σταθερές της, μόνο τα θεσμικά αντίβαρα του πολιτεύματος μπορούν να προοικονομήσουν τη διαφαινόμενη λύση

Αικατερίνα Παπανικολάου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ειδωλολατρική αυτοαναφορικότητά του Ντόναλντ Τραμπ μοιάζει να αντανακλά μια αποτυχία με αστάθμητες συνέπειες για το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας.

1. Η απόφαση των διαχειριστών του Twitter να συνοδεύσουν με ειδική σήμανση καταχωρήσεις του προέδρου Trump περί της επικείμενης εκλογικής διαδικασίας, εφιστώντας την προσοχή των χρηστών στην αξιοπιστία του περιεχομένου των σεσημασμένων αναρτήσεων, οδήγησε τον έκρυθμο και πληθωρικό (και) στη σχέση του με τα κοινωνικά δίκτυα Donald Trump στην υπογραφή του εκτελεστικού διατάγματος της 28ης Μαΐου 2020. Το Twitter συνέχισε να τροφοδοτεί την ένταση, με αφορμή την αναταραχή που κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος της χώρας ως αντίδραση στην αδιανόητη και βασανιστική δολοφονία του αφροαμερικανού George Floyd από ένστολο της αμερικάνικης αστυνομίας. Η εμφατική παρέμβαση του προέδρου Trump για επείγουσα αποκατάσταση της τάξης, σε συνδυασμό με την προαναγγελία της πρόθεσής του να συνδράμει στην άμεση καταστολή, με δυνάμεις της Εθνοφρουράς, «αναγνώστηκαν» από το Twitter ως εγκώμιο βίας. Η αντίδραση του Donald Trump –συστηματικού και πανίσχυρου εκ θέσεως, χρήστη ενός από τα δημοφιλέστερα κοινωνικά δίκτυα– υπήρξε ακαριαία και ακραία: παρενέβη κανονιστικά στο οικοσύστημα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επιβάλλοντας νέες ρυθμίσεις, οι οποίες αυστηροποιούν το πλαίσιο και αφίστανται από τη χαλαρή εποπτεία που απολάμβαναν μέχρι πρότινος, οι πάροχοι τέτοιων ιστότοπων ως προς το περιεχόμενο των φιλοξενούμενων στις πλατφόρμες τους καταχωρήσεων. Ο πρόεδρος Trump απέδωσε στον υπομνηματισμό των δηλώσεών του πρόθεση του μέσου να περιορίσει την ελευθερία του λόγου του και το δικαίωμά του να διατυπώνει με παρρησία θέσεις και απόψεις − δικαίωμα με συνταγματικό έρεισμα στην Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος.

Η νομικώς αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία του Trump και οι εν πολλοίς έωλες ρυθμίσεις του άρτι υπογραφέντος διατάγματος έχουν ήδη αχθεί προς δικαστική κρίση, καθώς λίγες μόλις μέρες μετά τη δημοσίευση του διατάγματος το Center for Democracy and Technology (CDT) −μη κερδοσκοπικός οργανισμός− αμφισβήτησε τη νομιμότητά του ενώπιον του District Court of Columbia. Βασικό επιχείρημα των προσφευγόντων: η άρση της προστασίας που απολαμβάνουν οι πάροχοι των κοινωνικών δικτύων σε σχέση με το περιεχόμενο που φιλοξενούν στους ιστοτόπους τους, συνιστά «εκδικητική απάντηση», ενώ μετά βεβαιότητας «θα οδηγήσει σε αδρανοποίηση (chilling effect)» του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση.

Είναι δε ενδιαφέρουσα η σημειολογική ταύτιση των αντικείμενων πλευρών: τόσο ο πρόεδρος Trump, όσο και οι επιχειρηματικοί κολοσσοί των κοινωνικών δικτύων συμπίπτουν στο πεδίο ακριβώς επί του οποίου ερίζουν. Ειδικότερα, αμφότεροι επικαλούνται παραβίαση του δικαιώματός τους στην αλογόκριτη και άνευ περιορισμών έκφραση, ενώ αυτό που τελικώς, διεκδικούν κι οι δύο είναι η ανάκτηση της τρωθείσας συνταγματικής τους ελευθερίας. Στη σήμανση του Twitter, ο Trump διακρίνει αντί της οφειλόμενης ουδετερότητας που επιβάλλουν οι στοιχειώδεις κανόνες δεοντολογίας και η ιδιόλεκτος των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, πολιτικό ακτιβισμό και προειλημμένες θέσεις που επηρεάζουν ασύμμετρα τους μετέχοντες στο δημόσιο, ψηφιακό χώρο. Πρόκειται για το νεότευκτο περιβάλλον των κοινωνικών δικτύων που το Ανώτατο Δικαστήριο έχει ήδη περιγράψει ως τη «νέα πλατεία» (βλ. Supreme Court, Packingham v. North Carolina, 2017) και το τρέχον πεδίο δημόσιας συνάθροισης. Η δε επικοινωνία και διάδραση μέσω αυτών των δικτύων συνιστά κρίσιμη παράμετρο και προϋπόθεση συμμετοχής στη σύγχρονη εκδοχή της δημοκρατίας (βλ. μια πρώιμη, συμπεριληπτική προσέγγιση της σύγχρονης δημοκρατίας από την εποχή της απόφασης του Supreme Court, Pruneyard Shopping Center v. Robins, 1980).

Είναι γεγονός ότι ο μετασχηματισμός του δημόσιου χώρου και η χειραφέτησή του από τις ορίζουσες του φυσικού, συντεταγμένου πλαισίου διαμόρφωσε νέα δεδομένα. Με άλλα λόγια, η εναλλακτική ψηφιακή εκδοχή της «αγοράς» ως νέο ισοδύναμο της δημόσιας σφαίρας δεν έχει προς το παρόν επαρκώς ταυτοποιηθεί, αποκωδικοποιηθεί και, κυρίως, οριοθετηθεί. Είναι ωστόσο, βέβαιο ότι οι σημερινοί, ισχυροί παίκτες της πολιτικής και της οικονομίας εκεί πλέον διεκδικούν επιρροή και αύξουσα επιδραστικότητα ως προς τη διαμόρφωση συλλογικών συμπεριφορών. 

2. Στις 27 Μαΐου 2020, το U.S. Court of Appeals for the District of Columbia Circuit απέρριψε ένδικο μέσο διά του οποίου η συντηρητικού προσανατολισμού, μη κυβερνητική οργάνωση Freedom’s Watch και η εντόνως δεξιόστροφων θέσεων ακτιβίστρια, Laura Loomer είχαν στραφεί κατά τεσσάρων εκ των τεχνολογικών κολοσσών (Google, Facebook, Twitter και Apple). Στην αφετηρία της δικαστικής διαμάχης βρέθηκε ο αποκλεισμός της Laura Loomer από τις ψηφιακές υπηρεσίες και το δίκτυο των εναγομένων για προσβλητικές αναφορές και ρητορική μίσους κατά της Ilhan Omar – μουσουλμάνας και πρώτης Σομαλής πρόσφυγος εκλεγμένης στο Κογκρέσο. Η Freedom’s Watch και η Loomer επικαλέστηκαν επίσης –μεταξύ άλλων νομικών βάσεων– την παραβίαση της Πρώτης Τροπολογίας του Συντάγματος περί ελευθερίας του λόγου. Το δικαστήριο δεν υιοθέτησε τους ισχυρισμούς τους και αρνήθηκε να καταγνώσει συνωμοσία και συντονισμένη δράση των τεσσάρων ψηφιακών παρόχων, με στόχο τη συρρίκνωση του δικαιώματος έκφρασης της ενάγουσας. Έχει ειδικότερο ενδιαφέρον η μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, κατά το μέρος που αποσυνδέει τη φυσιογνωμία των εναγόμενων τεχνολογικών εταιρειών από κάθε αναλογία ή προσομοίωση με τη νομική προσωπικότητα του κράτους. Το δικαστήριο καθιστά σαφές ότι η Πρώτη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος προστατεύει την ελευθερία του λόγου αποκλειστικά έναντι του κράτους και όχι και έναντι των ιδιωτών, όπως εν προκειμένω, οι εναγόμενες εταιρείες ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Σε κοινή τους δήλωση, οι τελευταίες επισήμαναν εμφατικά ότι ο ρόλος των εταιρικών παρόχων, ακόμη και όταν αυτοί διασφαλίζουν ευρύ πεδίο για την ανάπτυξη του δημόσιου λόγου και ανεξάρτητα από την κοινωνική σπουδαιότητα αυτής της παροχής, εντούτοις, δεν εξομοιώνεται με την αποστολή και τη φύση των κρατικών οργάνων.

3. Τόσο η προεδρική πρωτοβουλία για την έκδοση του εκτελεστικού διατάγματος, όσο και η ομοδικία των Freedom’s Watch και Loomer κατά των τεσσάρων ψηφιακών κολοσσών συναντιούνται στη διεκδίκηση εκ μέρους των συντηρητικών, ευρύτερου πεδίου και ισχυρότερης παρουσίας στον ψηφιακό, δημόσιο χώρο – "the new public square". Το διακύβευμα μιας τέτοιας μαξιμαλιστικής τάσης είναι ευεξήγητο και συνδέεται κατά τρόπο ευθέως ανάλογο με την προσπάθεια ισχυροποίησης των «παικτών» στον δημόσιο βίο. Η επιδραστικότητα των τελευταίων καθορίζει πλέον σε μεγάλο βαθμό, την ευδοκίμηση των στόχων τους – πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών. Συνεπώς, είναι εύλογο η αναγνωρισιμότητα και η εμβέλεια του λόγου τους να συνιστούν ζητούμενο για όλους, όσοι διεκδικούν ρόλο συστημικών εταίρων, στο πεδίο της σύγχρονης, δημόσιας σφαίρας.

Εξ ου και η προεδρική προσπάθεια συρρίκνωσης διά του πρόσφατου εκτελεστικού διατάγματος, του προστατευτικού πλαισίου που εγγυάται τη λειτουργία του ψηφιακού περιβάλλοντος των κοινωνικών δικτύων ως forum δημόσιου λόγου και πεδίου ελεύθερης διακίνησης θέσεων και απόψεων. Στις εσωτερικές αντιφάσεις που ανηλεώς ταλανίζουν το πολιτικό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών και διαβρώνουν τη συνοχή του, από τις πρώτες μέρες της θητείας Trump, η επιθετική σημειολογία του πρόσφατου εκτελεστικού διατάγματος επαναφέρει τα αδιέξοδα του καθεστωτικού ύφους διοίκησης. Κυρίως, αμφισβητεί τις αξίες του νομικού φιλελευθερισμού, ενώ υπονομεύει τη σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών –ακόμη και των πιο εμπεδωμένων−, όπως η εδραία προστασία των ατομικών δικαιωμάτων.

Είναι πλέον φανερό ότι στη δοκιμασία της δημοκρατίας και όλων όσα συναποτελούν τις σταθερές της, μόνο τα θεσμικά αντίβαρα του πολιτεύματος μπορούν να προοικονομήσουν τη διαφαινόμενη λύση. Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου έχει ήδη αχθεί το διάταγμα Trump, θα κληθεί να οριοθετήσει το πεδίο αναφοράς αναδεικνύοντας –όπου υπάρχουν– τις υπερβάσεις και αποκαθιστώντας τους όρους και τα δεδομένα του επίδικου: τους κανόνες δηλαδή, που διέπουν τη λειτουργία και το περιεχόμενο τού οριζόμενου από τις ψηφιακές πλατφόρμες, περιβάλλοντος. Στην κρίση του κράτους δικαίου, όπως αυτή σταθερά αποτυπώνεται στην καθημερινή λειτουργία του πολιτεύματος στις ΗΠΑ και στην προσωποπάγεια του συστήματος διοίκησης Trump, η λύση μπορεί να προέλθει μόνο από την αξιοπιστία και την αντίσταση των θεσμών. Η θεωρία των checks and balances −στην πιο ακτιβιστική της ανάγνωση– είναι ίσως η μόνη που μπορεί ακόμη να συντηρήσει την ελπίδα για ανάταξη και επαναφορά στη θεσμική κανονικότητα. Είναι επίσης, η μόνη που εγγυάται τη δυνατότητα αυτοϊασης του δημοκρατικού πολιτεύματος, όταν το τελευταίο αποκλίνει εν τοις πράγμασι, από τις καταστατικές του αρχές και τις διακηρυγμένες αυτοδεσμεύσεις του.

Οπωσδήποτε, η δαιμονοποίηση του κακού και των επενεργειών του δε συγκαταλέγεται μεταξύ των λύσεων στο πρόβλημα. Εξάλλου «το κακό δε μπορεί ποτέ να είναι ριζοσπαστικό, είναι μόνο ακραίο και στερείται βάθους». Είναι αυτό ακριβώς, που στην πιο κοινότοπη εκδοχή του, η Hannah Arendt το συνδέει αιτιωδώς με την αδυναμία καθαυτή του υποκειμένου σχεδόν − «αποτυχία να παράξει σκέψη» (βλ. Amos ELON, “The excommunication of Hannah Arendt” introduction in Hannah Arendt, Eichnmann in Jerusalem: A Report on the Banality of Evil, Penguins Classics, 2006). Η περίπτωση του προέδρου Trump και η ειδωλολατρική αυτοαναφορικότητά του μοιάζουν να αντανακλούν μια τέτοια αποτυχία –ένα οδυνηρό έλλειμμα−, με αστάθμητες δυστυχώς, συνέπειες για το παρόν και το μέλλον της ανθρωπότητας.