Πολιτικη & Οικονομια

Εξωτερική πολιτική για εσωτερική κατανάλωση

Ακόμα και αν οι συνομιλίες με την Τουρκία δεν οδηγήσουν σε λύση είναι προτιμότερες από την διαρκή ανταλλαγή απειλών

Παντελής Καψής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παντελής Καψής γράφει για την ελληνική εξωτερική πολιτική απέναντι στην Τουρκία με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του Μεβλούτ Τσαβούσογλου.

Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ο Τούρκος υπουργός των Εξωτερικών, υποστήριξε πριν από λίγες ημέρες ότι ο Νίκος Δένδιας, στην τελευταία συνάντησή τους, ομολόγησε πως η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για διάλογο επειδή η κοινή γνώμη δεν είναι έτοιμη. Δεν μπορεί παρά να ελπίζουμε ότι δεν είναι αλήθεια, ότι ποτέ δεν ειπώθηκε κάτι τέτοιο. Γιατί βέβαια υπάρχει ένας αλάνθαστος τρόπος για να αλλάξουν οι διαθέσεις της κοινής γνώμης: ένα θερμό επεισόδιο ή τουλάχιστον μια σοβαρή κρίση που θα οδηγούσε τις δυο χώρες στα πρόθυρα θερμής αναμέτρησης. Το έχουμε δει πριν από την περίφημη συνάντηση στο Νταβός του Ανδρέα με τον Οζάλ, το είδαμε και μετά τα Ίμια.

Δεν είναι σαφές ωστόσο ποια είναι η θέση της κυβέρνησης. Ο υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος για παράδειγμα, παρεμβαίνοντας, είπε ότι διάλογος αποκλείεται όσο η Τουρκία κάνει τον νταή. Είχε προηγηθεί δήλωση του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ ότι αν πατήσει κάποιος σε ελληνικό έδαφος, πρώτα θα τον κάψουμε και μετά θα ρωτήσουμε ποιος είναι. Αυτού του τύπου οι δηλώσεις είναι προφανές ότι βασικός τους στόχος είναι να στείλουν το μήνυμα  προς την Τουρκία, «μην τολμήσετε». Δημιουργούν όμως και μια σειρά από παράπλευρα προβλήματα, στέλνουν λάθος μηνύματα σε τρίτους. Την ώρα για παράδειγμα που η Ελλάδα επιχειρεί να πείσει την διεθνή κοινή γνώμη ότι η Τουρκία είναι η επιτιθέμενη, η Ελλάδα εμφανίζεται να κάνει εξ ίσου σκληρές δηλώσεις και μάλιστα να αρνείται την πάγια παρότρυνση των συμμάχων για διάλογο. Εύκολα μπορεί να κατηγορηθεί για αδιαλλαξία. Ακόμα χειρότερα στέλνουν λάθος μήνυμα και στους Έλληνες πολίτες. Αν εμπόδιο στον διάλογο είναι η κοινή γνώμη, τέτοιες δηλώσεις, μπορεί να ανεβάζουν περιστασιακά την δημοφιλία υπουργών, κάνουν όμως ακόμα πιο δύσκολη την αναζήτηση λύσης. Το ότι το 56% πιστεύει ότι πρέπει να απαντήσουμε στρατιωτικά σε τουρκική παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων αντανακλά ασφαλώς το κλίμα που επικρατεί. Κι αυτό, η σκλήρυνση σε επίπεδο κοινής γνώμης και των δύο χωρών, είναι ίσως ένας παράγοντας που θα μετρήσει αρνητικά στο κοντινό μέλλον. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που χώρες υιοθετούν την χειρότερη δυνατή λύση στις μεταξύ τους σχέσεις, εγκλωβισμένες σε μια ρητορική αδιαλλαξίας.

Όσοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά βέβαια γνωρίζουν πολύ καλά ότι στρατιωτική λύση δεν υπάρχει. Απλώς θα περιπλέξει τα πράγματα με μεγάλο κόστος και για τις δύο πλευρές για να καταλήξει, σε τι άλλο, σε διάλογο. Είναι γι’ αυτό άξιο απορίας γιατί η ελληνική κυβέρνηση, αντί να αρνείται τον διάλογο, δεν απαντά στην τουρκική προκλητικότητα με δική της επίθεση διαλόγου. Η εξήγηση είναι μια: για μια ακόμα φορά η εξωτερική πολιτική ασκείται όχι με όρους εθνικού συμφέροντος αλλά με βάση εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες. Κι αυτό επειδή έχει επικρατήσει η άποψη ότι διάλογος ισοδυναμεί με παραδοχή αδυναμίας, ότι κατά κάποιο τρόπο θα υποχρεωθούμε να αποδεχθούμε τετελεσμένα ή να κάνουμε απαράδεκτες υποχωρήσεις. Είναι προφανές ότι το αντίθετο ισχύει. Το διαιωνιζόμενο αδιέξοδο είναι που έχει οδηγήσει στην ντε φάκτο αποδοχή ότι δεν μπορούμε να ασκήσουμε κυριαρχικά μας δικαιώματα στο Αιγαίο.

Ακόμα και αν οι συνομιλίες όμως δεν οδηγήσουν σε λύση είναι προτιμότερες από την διαρκή ανταλλαγή απειλών. Όπως έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την Τουρκία πρέπει να μιλάμε διότι αν δεν μιλάμε, η εναλλακτική λύση είναι ο πόλεμος.