Πολιτικη & Οικονομια

Παιχνίδια εξουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο

Οι επιδιώξεις της Τουρκίας, πώς στήνεται το σκηνικό της έντασης και ο κίνδυνος πολεμικού επεισοδίου

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 744
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σχόλιο για τα Ελληνοτουρκικά, την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, την επιθετική ρητορική του Ταγίπ Ερντογάν και την αντίδραση της Ελλάδας.

Είναι φανερό πως τις δύο τελευταίες εβδομάδες το κέντρο λήψης αποφάσεων στην Άγκυρα χρησιμοποιεί ως επίκεντρο της εσωτερικής προπαγάνδας τις εκκρεμότητες με την Ελλάδα. Η Τουρκία από το 2016 ασκεί εξωτερική πολιτική όχι μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών και των διπλωματών της. Αυτοί οι τελευταίοι χρησιμοποιούνται ως διεκπεραιωτές ήδη ειλημμένων αποφάσεων οι οποίες ελήφθησαν στο στενό και απολύτως αποστειρωμένο πολιτικά περιβάλλον της τουρκικής προεδρίας. Η Τουρκία ασκεί πολιτική με δύο μοχλούς.

Τη ΜΙΤ, δηλαδή τη δομή των μυστικών της υπηρεσιών και την εξαγωγή, εμπορία, χορηγία όπλων και άλλων πολεμικών υπηρεσιών. Διότι αν η Ρωσία εδώ και χρόνια εξάγει ολοκληρωμένες στρατιωτικές υπηρεσίες σε τρίτες χώρες με βιτρίνα τον περίφημο ιδιωτικό στρατό της εταιρείας Wagner o οποίος εξοπλίζεται από τον ρωσικό στρατό αλλά αμείβεται αδρά από κυκλώματα και μηχανισμούς που δρουν στην παγκόσμια αγορά - δίκτυο διεξαγωγής τοπικών πολέμων, έτσι και η Τουρκία διαθέτει τη δική της ιδιωτική δομή επάνδρωσης, εκπαίδευσης και εξαγωγής ολοκληρωμένης πολεμικής υπηρεσίας. Με ανθρώπινο δυναμικό, πολεμικό υλικό, τηλεπικοινωνιακές υποδομές και  πρόσβαση σε δίκτυα πληροφοριών. Πρόκειται για την ιδιωτική εταιρεία Sadat επικεφαλής της οποίας είναι πρώην ανώτερος αξιωματικός ταξίαρχος εν αποστρατεία Αντνάν Τανριβερντί, ο οποίος μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία το 2016 διορίστηκε  επικεφαλής στρατιωτικός σύμβουλος του Ταγίπ Ερντογάν. Οι σχέσεις των δύο ανδρών έχουν δοκιμαστεί στον χρόνο και ξεκινούν από το 1990. Η έδρα της εταιρείας Sadat είναι στην Κωνσταντινούπολη. Ήδη η Sadat δραστηριοποιείται στη Συρία και τη Λιβύη. Εν ολίγοις η εταιρεία αυτή είναι, όπως και η αντίστοιχη ρωσική  Wagner, εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής διά αντιπροσώπου. Η τουρκική εταιρεία χρησιμοποιεί ως ανθρώπινους πόρους, δηλαδή αναλώσιμους μισθοφόρους, κυρίως αραβικής καταγωγής ισλαμιστές και πρώην στελέχη ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων αλλά και Τουρκομάνους, γηγενείς στη Μεσοποταμία. Ακόμα και απόκληρους του διεθνούς Ισλάμ από την Τσετσενία, τη Βοσνία, την Αλβανία, αλλά ακόμη (αν χρειαστεί) και τη μακρινή Δυτική Κίνα με τους Ουιγούρους της. Το ανθρώπινο αυτό δυναμικό το αντλεί τοπικά από τα πεδία αντιπαράθεσης στο Ιράκ και τη Συρία αλλά και τον Καύκασο. Δημιούργημα της νέας τάξης πραγμάτων στον τουρκικό στρατό αλλά και στο πολιτικό παρασκήνιο, η αιχμή του δόρατος της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας βασίζεται στη συμμαχία ισλαμιστών του Ερντογάν με την Άκρα Δεξιά και τους Εθνικιστές του Μπακτσελί καθώς και με τους Γκρίζους Λύκους. Το σκεπτικό εκπορεύεται από τη ΜΙΤ, την ανώτατη ηγεσία του Στρατού, την πολεμική βιομηχανία των Τίγρεων της Ανατολίας και βεβαίως από τον ιδιωτικό στρατό - εργαλείο του Ταγίπ Ερντογάν και των φίλων του. Όλα αυτά χρειάζονται λεφτά. Πολλά λεφτά. Παρά τα όσα λέγονται και διασπείρονται, η τουρκική οικονομία και άντεξε και αντέχει. Δεν θα υπάρξει προσφυγή στο ΔΝΤ και η ανάπτυξη το 1ο  τρίμηνο ήταν της τάξης του 4,3%, ενώ η ανάπτυξη στην Τουρκία το 2019 έκλεισε με ρυθμό 6,5%. Και βεβαίως δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι η Τουρκία δεν έχει να εξυπηρετήσει Δημόσιο Χρέος. Το χρέος της χώρας προς τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς θεσμούς είναι ιδιωτικό. Είναι προφανές και πως αυτό το ιδιωτικό χρέος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εξυπηρετείται προς το παρόν. Βεβαίως αυτή είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Η άλλη πλευρά αφορά τη δραματική επιδείνωση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων αφού το 25% της κοινωνίας, αρχής γενομένης προ κορωνοϊού, ζούσε ήδη κάτω από το όριο της φτώχειας όπως καταδεικνύουν τα επίσημα στοιχεία και οι έρευνες στις οποίες βεβαίως η ελίτ της εξουσίας δεν δίνει καμία απολύτως σημασία.

Εντός αυτού του πλαισίου υποδομών, δικτύων και δομών αρθρώνεται η εξωτερική πολιτική της γειτονικής χώρας η οποία εφαρμόζει ήδη, και μάλιστα σχολαστικά, τακτικές περιφερειακής δύναμης τουλάχιστον σε τρία μέτωπα εμπλοκής. Τη Συρία, τη Λιβύη και την Ανατολική Μεσόγειο με επίκεντρο την Κύπρο. Στόχος αυτών των τακτικών είναι να αδρανοποιήσει όσο το δυνατόν την Αίγυπτο, αφού αδυνατεί να συνεργαστεί μαζί της, να «φιλανδοποιήσει» το Αιγαίο και το Λιβυκό, να εξαναγκάσει τις ΗΠΑ να αποδεχθούν τον ημιαυτόνομο ρόλο της Τουρκίας στην Εγγύς Ανατολή, να επαναφέρει το Ισραήλ σε τροχιά συνεννόησης με την Άγκυρα. Δεν αναφέρθηκε πουθενά παρά μόνο στην εξειδικευμένη ιστοσελίδα Debka  οποία αναπαράγει πληροφορίες και αναλύσεις από το δίκτυο των υπηρεσιών ασφαλείας του Ισραήλ, πως η αεροπορική εταιρεία Elal εξυπηρετεί εκ νέου πτήσεις Cargo στο δρομολόγιο Τελ Αβίβ - Κωνσταντινούπολη μετά από διακοπή δέκα ολόκληρων ετών. Κάτι πρέπει να σημαίνει αυτή η πληροφορία. Γιατί ξαφνικά χρειάζεται η εμπορική επαναλειτουργία μιας αεροπορικής γραμμής Cargo η οποία προφανώς μεταφέρει εξειδικευμένα προϊόντα που βεβαίως δεν είναι ούτε ισραηλινές μπανάνες, ούτε ισραηλινά αγγουράκια, όταν μάλιστα οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών είναι εδώ και χρόνια υποβαθμισμένες;

Ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν κλιμακώνει την επιθετική ρητορική του έναντι των αντιπάλων της Τουρκίας μιμούμενος τον Ντόναλντ Τραμπ. Προσωποποιεί τον εχθρό. Επέλεξε σε αυτή την αντιπαράθεση να εργαλειοποιήσει ένα σύμβολο αιώνων που ξεπερνά την παραδοσιακή αντιπαλότητα με την Ελλάδα. Η Αγία Σοφία είναι το  σύμβολο της Χριστιανοσύνης στη μάχη της με το Ισλάμ. Ο λόγος είναι προφανής. Επιδιώκει να εμφανιστεί ως αυτόνομος παίκτης και ηγέτης περιφερειακής δύναμης η οποία ενεργεί χωρίς να ζητά την άδεια κανενός. Αρκεί να λειτουργεί συναινετικά με δύο βασικούς μεγάλους παίκτες: τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Φαίνεται πως προς το παρόν τα καταφέρνει και στη Λιβύη και στη Συρία και στην Ανατολική Μεσόγειο.

Συμπερασματικά, λοιπόν, τίθεται ένα υπαρξιακό ερώτημα: Πώς αντιδρά, αν αντιδρά, και αν διαθέτει τη δυνατότητα αντίδρασης η Ελλάδα. Προφανώς η πολεμική αναμέτρηση δεν εντάσσεται στις εναλλακτικές. Μόνο τα τρωκτικά του ακροδεξιού εθνικισμού και της απόλυτης υποκρισίας (ακόμη και εντός κυβερνητικών μηχανισμών) μηρυκάζουν τα περί πολέμου.

Αυτό που μετρά είναι πάντα η κατάληξη μιας λογικής ακολουθίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που θα μετρήσει είναι το πώς η Αθήνα θα καθίσει στο τραπέζι για να συζητήσει και να διαπραγματευθεί εφ’ όλης της ύλης με την Τουρκία. Η τακτική του Ερντογάν είναι να σύρει την Αθήνα σε διαπραγματεύσεις υπό πίεση. Η τακτική της Ελλάδας είναι να συζητήσει σε περιβάλλον ίσων δυνατοτήτων. Αργά ή γρήγορα το ζήτημα των υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο θα επανέλθει όταν και εφόσον οι διεθνείς τιμές και οι προοπτικές της διεθνούς αγοράς το επιτρέψουν ή και το επιβάλουν. Τότε ίσως και να είναι πολύ αργά και οι τοπικές συμμαχίες να έχουν ανατραπεί δραματικά. Η Τουρκία επείγεται να «θησαυροποιήσει» τα κέρδη της στη Λιβύη και εν μέρει στη Συρία. Επιδιώκει δηλαδή την άμεση αναγνώριση του ρόλου της στην περιοχή αλλά και την επισημοποίηση συγκεκριμένων αποκτημάτων. Ένα εξ αυτών είναι η συμμετοχή της στο παιγνίδι υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου και το άλλο αφορά τη  συμμετοχή της στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην έρημο της Συρίας που ελέγχονται προς το παρόν από τις ΗΠΑ. Η Αθήνα επιδιώκει θεωρητικά την ελαχιστοποίηση της τουρκικής συμμετοχής στο παίγνιο των υδρογονανθράκων τόσο όσον αφορά την άντλησή τους όσο και τη διακίνηση και την εμπορία τους.  Το παιγνίδι αυτό εξαρτάται από δύο πολύ σημαντικούς παράγοντες. Από τις προεδρικές εκλογές στην Αμερική και το ενδεχόμενο ήττας του Τραμπ αλλά και από το κατά πόσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα εξακολουθήσει να ελέγχει πλήρως και χωρίς αντίπαλο το πολιτικό σκηνικό στη Ρωσία. Επισημαίνεται πως οι Δημοκρατικοί διατηρούσαν παραδοσιακά πολύ καλές σχέσεις με το βαθύ κράτος της Τουρκίας, πολύ καλύτερες από εκείνες των Ρεπουμπλικανών. Αυτή τη στιγμή ο Ερντογάν «τα βρίσκει» με τον Λευκό Οίκο και όχι με το βαθύ κράτος των ΗΠΑ. Υπενθυμίζεται πως ποτέ στην ιστορία δεν υπήρξε μακράς πνοής συνεννόηση μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Το αντίθετο συνέβαινε.

Η αμέσως επόμενη περίοδος είναι εξαιρετικά ρευστή, ασταθής και εξ αντικειμένου απρόβλεπτη.

Άρα πρόκειται για την επιτομή της επικινδυνότητας. Ενδεχομένως, λοιπόν, να είναι η στιγμή να ενεργοποιηθεί δίαυλος επικοινωνίας (δεν υφίσταται πλέον) μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας μέσω διαμεσολαβητή. Πρέπει να εκτονωθεί η συσσώρευση έντασης στις τεκτονικές πλάκες των ελληνοτουρκικών εκκρεμοτήτων. Πρέπει να αφαιρεθεί από τα χέρια των επιτηδείων πατριωτών ένθεν κακείθεν της διαχωριστικής γραμμής η δυνατότητα αιφνιδιασμού ή και η πιθανότητα να παρασυρθούν κάποιοι σε λάθος εκτιμήσεις.