Πολιτικη & Οικονομια

Λαός νυχτωμένος, πάντα νικημένος

Σακελλάρης Σκουμπουρδής
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με το πρωινό ξεκίνημα της Τρίτης, απεργιακής μέρας για τους δημοσιογράφους, σε γνωστό αξιοπρεπή ραδιοσταθμό ακούστηκε: «Οι εργαζόμενοι στον τύπο απεργούν… …Κάτω τα Μνημόνια της φτώχειας!». Business as usual ήταν αυτό, βέβαια. Δεν υπάρχει πιο συνηθισμένη κλαψομουρμούρα από το να πεις άτιμη κοινωνία, άτιμο μνημόνιο… Από την εποχή της αγανάκτησης παραμένει ακέραιη η διάχυτη εθνική βεβαιότητα που το λέει καθαρά. Ε-ε-ε, ο-ο-ο, πάρτε το μνημόνιο και φύγετε από δω! Και αυτή η βεβαιότητα χαλκεύτηκε από τη συνέργεια δύο κορυφαίων παραγόντων της δημόσιας σφαίρας. Της κυρίαρχης πολιτικής καθοδήγησης του μείζονος ευρύτερου αντιμνημονιακού (χε,χε) ανεξυριζαυγιτισμού (που παλιότερα συμπεριείχε και τον κ. Σαμαρά) και της δραματικά ενιαίας αντίστοιχης δημοσιογραφικής μας φωνής.

Πάλης ξεκίνημα, νέοι αγώνες για τους Έλληνες δημοσιογράφους. Γιατί; Η κακιά η τρόικα και η μνημονιακιά η κυβέρνηση, που εφαρμόζει τις ιδέες του κακού ΟΟΣΑ, προχωρούν στο αυτονόητο που θα έπρεπε να σκεφτεί κάθε αριστερός διανοούμενος. Ότι δεν λέει να πληρώνει όλη η φορολογούμενη κοινωνία τα απαυτιάτικα ολίγων προνομιούχων συντεχνιών. Η κατάργηση 93 «φόρων υπέρ τρίτων» δεν είναι αδικία κατά των εργαζομένων. Είναι η άρση μιας αδικίας εις βάρος κάποιων εργαζομένων, που πλήρωναν ως τώρα τα προνόμια ορισμένων άλλων εργαζομένων. Ένας από αυτούς τους φόρους ήταν και το αγγελιόσημο, φόρος πολύ καλά κρυμμένος από την κοινή γνώμη, που αν τον μάθαινε, μπορεί και να εκνευριζόταν.

Το αγγελιόσημο που τώρα καταργείται, ήταν το σήμα κατατεθέν της υπεροχής των δημοσιογράφων απέναντι στους υπόλοιπους εργαζόμενους. Τους εξασφάλιζε κορυφαίες συντάξεις και αντίστοιχη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Δηλαδή, ας το πούμε απλοϊκά, για κάθε διαφήμιση αξίας ενός ευρώ που πουλιόταν σε ένα ΜΜΕ, τα είκοσι λεπτά πήγαιναν στα ταμεία των δημοσιογράφων. Όχι στα ταμεία των διάφορων εργαζομένων που μόχθησαν, για να παραχθεί αυτή η διαφήμιση, αλλά των δημοσιογράφων.

Βέβαια, υπάρχει ένας αντίλογος που δεν πρέπει να κρυφτεί. Ότι αυτή η αντιπαροχή δινόταν στα δημοσιογραφικά ασφαλιστικά ταμεία από τους εργοδότες μηντιάρχες, έναντι της εργοδοτικής εισφοράς την οποία όφειλαν και τους χάριζε το πολιτικό σύστημα (δες και «Αγγελιόσημο, ο αγαπημένος φόρος των εκδοτών»). Όμως, αυτό το παραπάνω δεν το έβαζαν οι μηντιάρχες από την τσέπη τους. Απλώς υπερτιμολογούσαν την διαφημιστική συναλλαγή εις βάρος των φορολογουμένων καταναλωτών, κατά το ποσό του αγγελιόσημου.

Εδώ οι δημοσιογράφοι την πάτησαν όπως και άλλες συντεχνίες που δεχόντουσαν δωράκια ως παραπανίσιες παροχές, αλλά όχι κανονικά θεσμισμένα. Και όταν ήρθε η ώρα η δύσκολη, τους τα παίρνουν πίσω με απότομο τρόπο. Όπως κάτι επιδόματα έγκαιρης προσέλευσης κάποιων υπαλλήλων που δόθηκαν κάποτε αντί αύξησης μισθού και εσχάτως κόβονται. Έτσι και το αγγελιόσημο είχε μια αντικανονικότητα, που αγέρωχα δεχόταν χρόνια τώρα η δημοσιογραφική συντεχνία. Τώρα όμως που ήρθαν τα χρόνια τα δίσεκτα, τίθεται ζήτημα εξορθολογισμού των στρεβλώσεων και αίρονται οι στραβομάρες.

Τι κάνει, λοιπόν, η μνημονιακιά κυβέρνηση κατοχής, με βαριά καρδιά, βεβαίως, βεβαίως, γιατί ξέρει ότι η πελατεία της θα την εκδικηθεί; Τίποτε άλλο από την άρση των στρεβλώσεων, που συντηρούν τις βάρβαρες ανισότητες μεταξύ των δικών μας και των άλλων παιδιών. Γιατί, με τη ματιά του κοινού νου, αυτό που φωνάζουν κάποιοι «αριστεροί» «Κάτω τα χέρια από το Πελατειακό Ιδιωτικό Παρακράτος» είναι η δεξιά συντήρηση.

Και αυτό που ζητάει ο ΟΟΣΑ είναι η λογισμένη απορρύθμιση του υπερρυθμισμένου δεινόσαυρου, που διέλυσε το ελληνικό σύμπαν. Και που δημιούργησε την κοινωνία των προνομιούχων δύο τρίτων εις βάρος του εξαθλιωμένου ενός τρίτου, που έχουμε επανειλημμένα εδώ περιγράψει. Ο «νεοφιλελεύθερος» ΟΟΣΑ είναι επί της ουσίας αριστερός, λοιπόν. Ενώ, ο «αριστερός» συνδικαλιστής είναι η αριστερόλογη, πλην δεξιά, αντιδραστική, αντικοινωνική συντήρηση. Είναι η αφρόκρεμα, η ελίτ της Κοινωνίας των Δύο Τρίτων, η οποία ζει παρασιτικά εις βάρος του Ενός Τρίτου των μη πελατών που ξέμειναν εκτός του Πελατειακού Ιδιωτικού Παρακράτους. Και αυτή την αντικοινωνική στρέβλωση προσπαθεί να διορθώσει ο ΟΟΣΑ. Τι δεν καταλαβαίνεις;

Αυτή η ελίτ, απολαμβάνει το κατιτίς παραπάνω από τους μουζίκους και μπράβο της. Είτε από τα αγγελιόσημα, είτε από τραπεζικά δάνεια που για χατίρι της παίρνουν τα αφεντικά. Αλλά δυστυχώς, τελικά, τα δάνεια τα πληρώνουν οι μουζίκοι (ακριβώς σαν τα δανεικά τα αγύριστα των κομμάτων, που καταπίπτουν και τα αναλαμβάνει ο εγγυητής γίγαντας έλληνας φορολογούμενος).

Φίλος παιδικός κι αγαπημένος δούλευε για πολλά χρόνια σε κορυφαία εφημερίδα. Αρχές του 2011, που κουβεντιάζαμε για την κρίση, ήταν έξω φρενών γιατί του είχανε κόψει τρία εκατοστάρικα από τον μισθό του. Πόσα παίρνεις τώρα δηλαδή; Τον ρώτησα. Από 4.400, τώρα παίρνω μόνο 4.100! Τι λες, ρε φίλε, του απάντησα. Μάλιστα! Μακάρι να σου κόψουν κι άλλα τόσα μόνο. Και έτσι να έχεις του χρόνου δουλειά! Δυστυχώς, η ΕΣΗΕΑ δεν δέχτηκε να του κόψουν κι άλλα. Και πριν περάσει χρόνος, η εφημερίδα έκλεισε και ο δικός μου έμεινε χωρίς δουλειά. Το γιατί είναι απλό, όσο και αν οι κατά συρροή πλειοψηφικοί «αριστεροί» δημοσιογράφοι κάνουν πως δεν το βλέπουν. Όταν μοναδικός πόρος των εφημερίδων είναι τα διαρκώς ελαττωμένα έσοδα από τις λιγότερες πωλήσεις φύλλων και οι δραματικά μειούμενες λόγω ύφεσης διαφημίσεις, τότε το ταμείον είναι μείον. Έλα όμως που η συνδικαλιστική μαγκιά λέει ούτε φράγκο μείωση μισθών, ούτε κιχ απόκλιση από τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (Σ.Σ.Ε.). Δηλαδή, δεν υποχωρούμε από τις τριετίες και τις ωριμάνσεις. Αυτό σημαίνει ότι είτε κάθεσαι και κωλοβαράς είτε είσαι φιλότιμο αστέρι, κάθε τρεις και λίγο με την επετηρίδα ο μισθός σου θα ανεβαίνει, δεν πάει να πέφτουν τρελά οι πωλήσεις της εφημερίδας.

Κάποια στιγμή που οι αγελάδες άρχισαν να γίνονται ισχνές, αυτός ο παραλογισμός, που στον καιρό των παχειών αγελάδων έμενε αφανής, άρχισε να τίθεται σε αμφισβήτηση. Τα αφεντικά ευλόγως ζητούσαν συνεννόηση, αλλά σπανίως την εύρισκαν από την άκαμπτη ΕΣΗΕΑ. Θυμάστε κάτι καραμπινάτες σκληρές γενικές συνελεύσεις στις εφημερίδες και απεργίες της ΕΣΗΕΑ την τελευταία τριετία; Θυμάστε και κάποιους που έλεγαν ότι αυτές οι απεργίες θα φέρουν μεγάλη ανεργία στους δημοσιογράφους… Αυτό ακριβώς συνέβη κανονικότατα. Το γιατί το εξηγεί η απλή αριθμητική. Μια εφημερίδα που, ας πούμε, δαπανά τρία εκατομμύρια, από τα οποία τα δύο είναι μόνο για μισθούς, ενώ έχει διαρκώς μειούμενα έσοδα, πλέον ούτε πεντακόσιες χιλιάδες, από πώληση φύλλων και κυρίως από μειωμένα διαφημιστικά έσοδα, τι θα κάνει;

Θα ζητήσει να βάλουν πλάτες οι εργαζόμενοι, γιατί δεν αντέχει να μπαίνει μέσα συνεχώς, χωρίς προοπτική ανάκαμψης σε μια κλιμακωτά φθίνουσα υφεσιακή οικονομία. Άρα, χρειάζεται μείωση εξόδων παντού και κυρίως μισθών, που είναι το κύριο έξοδο. Αλλιώς θα κλείσει. Η ΕΣΗΕΑ δεν έκανε την παραμικρή υποχώρηση, «υπηρετώντας» τα οιονεί δημοσιοϋπαλληλικά συντεχνιακά συμφέροντα των μελών της. Οπότε, αρχικά λοιπόν η ιδιοκτησία με την πολιτική μεσολάβηση, την και διαπλοκή λεγόμενη, πήρε κάποιο θαλασσοδάνειο από κάποια Τράπεζα, αλλά σύντομα και αυτό δεν φτούρησε. Η κατάληξη ήταν το κλείσιμο της εφημερίδας.

Εδώ υπάρχει και μείζον ηθικό ζήτημα για την υπέρμαχο των Σ.Σ.Ε. «αριστερή» δημοσιογραφία. Ήξεραν ότι η διαπλοκή συνομολογείται, ακριβώς επειδή η δημοσιογραφική συντεχνία ζητάει παπάδες, που η εργοδοσία αδυνατεί να δώσει. Και όμως, πίεσε να συνομολογηθεί αυτή η διαπλοκή. Άλλως ειπείν, η δημοσιογραφία υπήρξε ενεργό μέρος της διαπλοκής και για χάρη της πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή αυτής της διαπλοκής. Για να διασωθούν τα παράλογα δημοσιοϋπαλληλικού τύπου αιτήματα της διατήρησης των τριετιών, των ωριμάνσεων και των λοιπών προνομίων, που ουδέποτε έσωσαν (σε καθεστώς ύφεσης) οι λοιποί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα. Έτσι, η ΕΣΗΕΑ που είχε έκπαλαι ως δόγμα το ρητό «Η δημοσίευση είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης», από καιρό το έχει αλλάξει σε «δώστε μας τριετίες και ωριμάνσεις και πάρτε μας την ψυχή».

Δεν είναι νόμος της Αγοράς, αλλά της απλής λογικής, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Κανένα σπίτι, κανένα μαγαζί, δεν σώζεται μακροπρόθεσμα με δανεικά, αν δεν κάνει νοικοκύρεμα και εξοικονόμηση όταν υπάρχει κρίση και ανοίγματα όταν υπάρχει καλοκαιριά. Αυτά όμως είναι για τα κορόιδα. Αφήστε που η «αριστερή» δημοσιογραφία θεωρεί ότι η δική της εφημερίδα είναι θεσμός και δικαιούται εσαεί επιδότηση από το σοβιετικού τύπου Πελατειακό Ιδιωτικό Παρακράτος.

Όλη η κοινωνία πονάει από την ύφεση που απέφερε η καθολική πολυδιάστατη χρεωκοπία μας (και όχι τα μνημόνια). Όφειλε και η δημοσιογραφία να πληρώσει το μερδικό της στη ζημιά. Όχι γιατί ουδέποτε ανέλαβε την βασική ευθύνη για το ότι, αποχαυνωμένη στην βυθιότητά της, δεν πήρε χαμπάρι και έχασε την μεγάλη είδηση της επελαύνουσας κατάρρευσης. Ούτε επειδή στη συνέχεια έπαιξε δραματικά αποπροσανατολιστικό, πάλι βασικό, ρόλο στην κοινωνία, την οποία κράταγε αποβλακωμένη, μιλώντας της την γλώσσα των ψεκασμένων, για το τι ακριβώς πάθαμε και πώς θα το ξεπεράσουμε. Έπρεπε να πληρώσει και η δημοσιογραφία, απλώς και μόνο γιατί, όταν όλοι οι άλλοι πλήττονται από τον κατακλυσμό, δεν υπάρχουν πονηροί που δεν θα βρέξουν τα ποδαράκια τους.

Κανείς δεν θα ξεχάσει ότι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Συντακτών (ΠΟΕΣΥ), όταν μας επισκέφθηκε φθινόπωρο του 2012 η Μέρκελ, καλούσε τις ενώσεις της «να απόσχουν από την κάλυψη των κινήσεων και δηλώσεων της Γερμανίδας».

Και «αποδοκιμάζει εκείνους τους δημοσιογράφους οι οποίοι, με τη στάση και την πρακτική τους, μετατρέπονται συνειδητά σε «παπαγαλάκια» των Μνημονίων, των αντιλαϊκών πολιτικών…». Είναι αδιανόητο πώς το κορυφαίο συνδικάτο των δημοσιογράφων έπαιρνε τέτοιες μονόπλευρες θέσεις, διπλά ανεκδιήγητες (ωραία λέξη!), τόσο λόγω έλλειψης τακτ, όσο κυρίως λόγω ελλειμματικής έρευνας προς άγρα της αλήθειας…

Είναι δυνατόν, κοτζάμ δημοσιογραφία να μην έχει πάρει χαμπάρι στην αναλυσάρα της ότι υπήρχε τόσα χρόνια ένα Πελατειακό Ιδιωτικό Παρακράτος, που έπνιξε την οικονομία και την κοινωνία; Ιδίως όταν θρυλείται, αλλά και τεκμαίρεται, ότι αυτή η δημοσιογραφία ήταν κορυφαίος παράγοντας της διαμόρφωσης του ηθικού περιεχομένου, όπως και του όγκου αυτού του Πελατειακού Παρακράτους; Ενώ ξεσάλωνε στην καταγγελία του «Δόγματος του Σοκ» και των νεοφιλελεύθερων λαιλάπων και δράκων;

Όθεν, μπορεί να εγερθεί και ζήτημα δόλου, ως προς την απόκρυψη αυτού του παρακράτους, από εκείνους που ωφελούνταν από αυτό και δεν ήθελαν να πάψει να ευνοείται από τις καταστροφικές για το σύνολο προνομίες. Η παραπλάνηση της κοινωνίας σχετικά με την αναγκαιότητα των μνημονίων δεν έγινε μόνο από τους ψεκασμένους πολιτικούς δημεγέρτες, αλλά και από την δημοσιογραφία μας. Δεν είναι τυχαίο ότι όπως (για παρόμοιους λόγους) στο Μακεδονικό το 95% των Ελλήνων έλεγε «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα», έτσι και τώρα πάλι το 95% έλεγε «κάτω τα μνημόνια». Οι διαμορφωτές γνώμης την κανονίζουνε αυτή τη δουλειά…

Θυμάστε τι λέγαμε προχτές για τον πλάστικ κ. Σπηλιωτόπουλο, που θέλει δημοσκοπήσας να κανακέψει όσους ψηφοφόρους δεν θέλουνε τζαμί; Άρχισε να κάνει Χριστοδουλιές. Και να επικαλείται την αλήθεια των πολλών. Όμως, δημοκρατία δεν σημαίνει ότι αυτό που λέει το 95% είναι αλήθεια και αυτό που λέει το 5% είναι τρελό. Παρομοίως και ο Γιάννης Πρετεντέρης ειρωνευόταν προχτές το ελάχιστο 5% των Ελλήνων που θέλουν ένα νέο μνημόνιο, όπως κι εμείς, που θέλουμε Νέο Μνημόνιο Εθνικό, φτιαγμένο από εμάς.

Να τα λέμε κι αυτά, γιατί στο καθ’ ημάς ισλάμ νομίζουμε ότι στη δημοκρατία, η γνώμη των πολλών είναι η Αλήθεια. Όχι. Δεν είναι η αλήθεια αυτό που κατέχει η πλειοψηφία στη δημοκρατία. Κατέχει απλώς την διαπιστευμένη από το σύνολο ευθύνη να υλοποιήσει τη γνώμη της. Δεν έχει καμιά κατοχή της αλήθειας. Συχνά στη Δημοκρατία δικαιώνεται η αλήθεια του 5%. Ειδικά στις λαϊκισμένες μπανανέ δημοκρατίες. Και σε τέτοιες περιστάσεις η δημοσιογραφία πρωταγωνιστεί, θετικά ή αρνητικά. Αφού, αν υπήρχε μαζική σοβαρή δημοσιογραφία, ουδέποτε θα κάρπιζε λαϊκισμός στο εθνικό χωράφι και δεν θα χρεωκοπούσαμε. Αφού το ξέρουν κι οι κότες. Λαός κακο-ενημερωμένος, μακριά νυχτωμένος, δηλαδή λαός λαϊκισμένος, πάντα νικημένος.