Πολιτικη & Οικονομια

Πράσινη ανάπτυξη ή οικολογικός λαϊκισμός;

Το ευρωπαϊκό φαινόμενο των Πράσινων δεν βρίσκει αναλογία στην ελληνική πραγματικότητα

Σταύρος Κωνσταντινίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με αφορμή την ημέρα Περιβάλλοντος, ο Σταύρος Κωνσταντινίδης κάνει μια ιστορική σύνοψη των πράσινων κινημάτων και ακτινογραφεί τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα

Πριν λίγους μήνες είδαμε στις τηλεοράσεις φιγούρες μοντέρνες, εναλλακτικές, ιντελεκτσουέλ να πανηγυρίζουν. Πρόσωπα που δεν έμοιαζαν ακριβώς με πολιτικούς. Αλλά ούτε με τους πολιτικούς προγόνους τους, των χειροποίητων πουλόβερ και των ρομαντικών σανδαλιών. Ήταν οι Πράσινοι της Ευρώπης. Σύγχρονοι, κομψοί και ρεαλιστές. Η σημειολογία έχει τη σημασία της. Στη Γερμανία αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η μεγάλη έκπληξη των πρόσφατων ευρωεκλογών ήταν οι Πράσινοι. Ξεπέρασαν σε ποσοστά παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και εμφανίζουν μια φρέσκια δυναμική εξαιτίας της εικόνας, του περιεχομένου του λόγου τους, που υπερασπίζεται τον ορθολογισμό και το αυτονόητο.

Η πολιτική οικολογία γεννήθηκε μαζί με τα νέα κοινωνικά κινήματα στην Ευρώπη μετά τον Μάη του '68 και την πετρελαϊκή κρίση του '73. Εξέφρασε κατ' αρχήν πρωτοπόρα στη θεωρία τη σημασία της αλληλεπίδρασης φυσικού περιβάλλοντος και ανθρώπινων κοινωνιών. Υπήρξε, μέσω δύο βασικών τάσεών της, επικριτική στην οικονομία της νεωτερικότητας και παρεμβατική απέναντι στην κοινωνική οργάνωση και τις σχέσεις εξουσίας. Μαζί με το εργατικό κίνημα, το φεμινιστικό, το δικαιωματικό, δημιούργησαν ελκυστικά πεδία για μια νέα πολιτική έκφραση της αριστεράς, κυρίως της ανανεωτικής, που έψαχνε εναγωνίως να απαγκιστρωθεί απο τις περίκλειστες ορθοδοξίες των μαρξιστικών - λενινιστικών δρόμων. Το κίνημα αποκτά σταδιακά δημοφιλία και οι εκφραστές της πολιτικής οικολογίας αυτονομούνται σιγά-σιγά στον πολιτικό χάρτη ως μικρά κόμματα, που επιδιώκουν συμμετοχή στις τοπικές και εθνικές εκλογές.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι στην Ελλάδα τις δεκαετίες '80 και '90 είχαν μια αξιοσημείωτη και αρχικώς ελκυστική παρουσία, ακόμη και εκλογική, αλλά βρέθηκαν γρήγορα στο περιθώριο και, ειδικά τα τελευταία χρόνια, σχεδόν στα αζήτητα. Οι αιτίες πολλές. Η ανεδαφική εμμονή για απόλυτα αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, η ασυγκράτητη ελευθεριότητα της πολιτικής έκφρασης και ο έντονος αυτοϋποκειμενισμός τους, διέλυσαν την οργανωτική συνοχή τους. Οι εμφυλιοπολεμικοί σπαραγμοί ακολούθησαν τις πεπατημένες και τις αυτοκτονικές παραδόσεις των μικρών εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων της αριστεράς. Οι πυρήνες που συγκρότησαν τον χώρο είχαν κουλτούρα κατά βάση αντικαπιταλιστική με ισχυρές ροπές προς μία αριστερίστικη κοσμοθεώρηση. Έτσι η επικράτηση στην Ελλάδα της ριζοσπαστικής πτέρυγας της οικολογίας, που προέταξε την απο-αναπτυξιακή αντιδραστικότητα ακόμη και σε καθαρά φιλοπεριβαλλοντικά έργα, επέφερε τον μαρασμό τους, σε αντίθεση με την Ευρώπη. Εκεί το οικολογικό κίνημα αναπτύχθηκε εξαιτίας της τελικής ηγεμονίας των δυνάμεων του οικολογικού ρεαλισμού, τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά. Τα πάθη της κινηματικής αριστεράς είχαν υποχωρήσει εξάλλου έγκαιρα στην Ευρώπη από τις αρχές της δεκαετίας του '90, και αυτό προσέφερε ζωτικό χώρο σε νέες προσεγγίσεις. Να θυμίσουμε ότι οι Πράσινοι της Γερμανίας συμμετείχαν στην κυβέρνηση την περίοδο 1998- 2005, και με βασικό εκφραστή την εμβληματική μορφή του Γιόσκα Φισερ στο τιμόνι του Υπουργείου Εξωτερικών σήμαναν την απόλυτη στροφή απο την οικολογία του αρνητισμού στη ρεάλ πολιτίκ. Σήμερα οι τελευταίες επιτυχίες των Πρασίνων ερμηνεύονται από ένα στρατηγικό άνοιγμα στις πλειοψηφίες του εκλογικού σώματος, αντί της παραδοσιακής εσωστρέφειας και ζύμωσης στις παγιωμένες μειοψηφίες. Δηλαδή επικέντρωση στην πεμπτουσία της πολιτικής. Προϋπόθεση υπήρξε η στροφή στο κοινωνικό κέντρο, με απενοχοποιημένες αλλά πραγματιστικές θέσεις μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής. Σταθερά υπέρμαχοι της ψηφιακής οικονομίας αλλά και της κοινωνικής συνοχής συμβόλισαν τη δυνατότητα μίας συναμφότερης προόδου. Ξεκινώντας από την ψύχραιμη και προνομιακή έμφαση στην κλιματική κρίση, εμφανίζονται φιλοευρωπαϊστές αντί για ευρωσκεπτικιστές. Έχοντας φιλομεταναστευτικές θέσεις, δεν δίστασαν να περιλάβουν στην ενεργή ατζέντα τους τον εκσυγχρονισμό της αστυνομίας και της αναγκαιότητας αυξημένης χρηματοδότησης για την ασφάλεια. Απεκδύθηκαν δηλαδή το ενοχικό σύνδρομο της διαπραγμάτευσης θεμάτων ασφαλείας, καθιστώντας τα, όπως εξάλλου είναι, κεντρικούς πυρήνες της ατομικής ελευθερίας και της δημοκρατικής συνύπαρξης. Κατάφεραν ακόμη και τον πατριωτισμό, μια λέξη ταμπού για την αριστερή οπτική, να τον οικειοποιηθούν και να τον ενσωματώσουν στο πολιτικό λεξιλόγιό τους μέσα απο την ευφυή σύλληψη της φιλοπεριβαλλοντικής αντίληψης και προστασίας του τόπου τους. Νοιάζομαι για το φυσικό περιβάλλον, θέλω τη βιώσιμη ανάπτυξη, άρα είμαι πατριώτης είναι το σύνθημα.

Πού βρίσκεται η δική μας χώρα; Πράσινοι δεν υπάρχουν βέβαια, αλλά τα κόμματα επιχειρούν, το καθένα με τον δικό του τρόπο, να ενσωματώσει τη μεγάλη πρόκληση της κλιματικής αλλαγής και της περιβαλλοντικής συνοχής

Ο καιρός που η ΝΔ βρισκόταν βαθιά νυχτωμένη με χαμηλή περιβαλλοντική ενσυναίσθηση και χαμηλή ανάγνωση των αναπτυξιακών έργων, φαίνεται να έχει τελειώσει. Οι νέες προγραμματικές θέσεις του κόμματος καλύπτουν σε πολύ αποτελεσματικό βαθμό τη σύνδεση της αειφορίας και της τεχνικής ανάπτυξης. Αν και είναι βέβαιο πως η ρητορική του Υπουργείου Περιβάλλοντος είναι κάπως αμήχανη, είναι βέβαιο ότι ως κουλτούρα τουλάχιστον της ηγεσίας υπερισχύει πλέον η σύγχρονη άποψη ότι η πράσινη ανάπτυξη είναι ένας κεντρικός πυλώνας της οικονομικής πολιτικής.

Το ΚΙΝΑΛ διαθέτει ένα πληρέστατο πρόγραμμα στους τομείς του Περιβάλλοντος, της Ενέργειας, της αστικής κινητικότητας και της βιωσιμότητας. Πέραν αυτού, δικαίως μπορεί να επαίρεται για την καλύτερη ίσως θητεία Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Ενέργειας την περίοδο 2010-2014, αυτή του καθηγητή Γιάννη Μανιάτη.

Υπάρχει πολύς δρόμος όμως για τη σημερινή κυβέρνηση. Προτεραιότητες είναι τα θέματα των απορριμμάτων στα αστικά κέντρα, η βιώσιμη κινητικότητα και το κυκλοφορικό στις πόλεις, ο εκσυγχρονισμός και η απλοποίηση της νομοθεσίας για τη διαχείριση των δασών, η εποικοδομητική σύνδεση και συνεργασία αγροτικής παραγωγής, αλιείας, ενέργειας, τουρισμού, η ορθολογική σύμπνοια με το πνεύμα των ευρωπαϊκών οδηγιών για να τερματιστεί η «οικολογική» αυθαιρεσία των αντιδράσεων, αλλά και ταυτόχρονα κάθε αναπτυξιακό έργο να μπορεί να παράγει ένα αειφόρο περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015 είχε ενσωματώσει ως συνεργαζόμενο το μεγαλύτερο οργανωμένο πυρήνα των Οικολόγων-Πράσινων, οι οποίοι αισθάνονταν προνομιακή την εκλεκτική συγγένεια της αριστερής προέλευσης και του κινηματικού ριζοσπαστισμού. Ενσωματώθηκαν όλες οι προγραμματικές προτάσεις της από ανάπτυξης και της οικονομικής στασιμότητας των επενδύσεων, τις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ τήρησε σε όλη την κυβερνητική θητεία του. Παρ' όλα αυτά βρέθηκε σε κόντρα ακόμη και με αυτούς τους αριστερούς Οικολόγους, καθώς η υπέρτερη ανάγκη να ικανοποιήσει πελατειακά αιτήματα μέσω νομοσχεδίων, διαφόρων ομάδων πίεσης οδήγησαν σε πρόσφατο διαζύγιο μίας σημαντικής μερίδας.

Ωστόσο, το ευρωπαϊκό φαινόμενο των Πράσινων δεν βρίσκει αναλογία στην ελληνική πραγματικότητα. Και δεν βρίσκει γιατί τα τελευταία χρόνια η Πολιτική Οικολογία αναπτύχθηκε στη χώρα ως απόφυση της ριζοσπαστικής αριστεράς, με αποτέλεσμα να υπερισχύσει περισσότερο πολιτικά και κοινωνικά ο οικολογικός λαϊκισμός, παρά μια σύγχρονη οικολογία του ρεαλισμού.