Πολιτικη & Οικονομια

Τζόρτζ Φλόιντ: Φωτιά στις ΗΠΑ

Η δολοφονία του λειτούργησε σαν θρυαλλίδα αλλά και άλλοθι.

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 743
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ (George Floyd) στη Μινεάπολη και η κατάσταση στις ΗΠΑ μετά το ρατσιστικό έγκλημα.

Ενδεχομένως μία νέα ανάγνωση του Στάινμπεκ θα ήταν χρήσιμη για να αντιληφθούμε τι ακριβώς συμβαίνει στις ΗΠΑ σε αυτή την πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα. Μήπως μας λείπει αυτή τη στιγμή ένα διεισδυτικότερο εργαλείο ανίχνευσης της αμερικανικής κοινωνικής πραγματικότητας από το  Facebook ή το Twitter. Η δολοφονία του George Floyd στη Μινεάπολη λειτούργησε σαν πυροκροτητής. Η γόμωση που θα προκαλούσε την έκρηξη φαίνεται πως ήταν εκεί και περίμενε, κρυμμένη στα βάθη της ψυχής μιας μερίδας Αμερικανών οι οποίοι δεν ακολούθησαν την κακοχωνεμένη τροφή που τους πρόσφερε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός που ανέβασε τον Τραμπ στην εξουσία. Οι αρχιτέκτονες της επικοινωνιακής αναρρίχησης του Τραμπ μίλησαν για επιστροφή στην πραγματική ζωή. Οι ψηφοφόροι του Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν εφεξής οι «πραγματικοί άνθρωποι» και ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα ασχολούταν πια με τα «πραγματικά προβλήματα» εκείνων των Αμερικανών οι οποίοι είχαν εξοστρακιστεί από την κοινωνική και πολιτική ζωή. Λίγοι τότε επιχείρησαν να παραλληλίσουν το πολιτικό - επικοινωνιακό οικοδόμημα που έστησαν οι επιτελείς του Ντόναλντ Τραμπ με ανάλογα πολιτικά οικοδομήματα του Μεσοπολέμου.

Η Αμερική του Τραμπ τέσσερα χρόνια μετά είναι μία διαφορετική χώρα. Ο ακραίος - ακροδεξιός πολιτικός λόγος είναι πλέον τόσο αποδεκτός όσο οι άλλες πολιτικές εκφράσεις. Νομιμοποιείται δηλαδή ο κάθε πολίτης να εκφράζει απόψεις και ιδέες οι οποίες στο πρόσφατο παρελθόν κρίνονταν ως απαράδεκτες, επικίνδυνες, φοβικές, ρατσιστικές, εγκληματικές κ.λπ. Με αυτό τον τρόπο νομιμοποιείται ο πρόεδρος των ΗΠΑ να ομιλεί ανοιχτά πλέον για «ακροαριστερές» ενέργειες πολιτών στους δρόμους των αμερικανικών πόλεων ή να απειλεί να χαρακτηρίσει το αντιφασιστικό κίνημα στις ΗΠΑ  (ANTIFA) τρομοκρατική οργάνωση. Το ειδησεογραφικό δίκτυο FOX και το underground network του μηχανισμού που κατάφερε να οικοδομήσει το «Σύστημα Τραμπ» με τοπικο ύς τηλεοπτικούς και κυρίως ραδιοφωνικούς σταθμούς, με μαχητικές ιστοσελίδες αναπαραγωγής αποκλειστικά ψευδών ειδήσεων, με την ένταξη σε οργανωτικό σχήμα παραγωγής ιδεολογίας περιθωριακών λεσχών και συλλόγων που κινούνται στις παρυφές της νομιμότητας, όλος αυτός ο «Ιστός του Τραμπισμού» κατάφερε να αναβαθμιστεί σε κυρίαρχη ιδεολογική αναφορά στις ΗΠΑ μετά την εκλογική νίκη του 2016. Λειτούργησε δε στα χνάρια αντίστοιχων μηχανισμών που κυριάρχησαν σε άλλες χώρες, όπως στη Ρωσία, την Τουρκία αλλά και τη Μεγάλη Βρετανία (Brexit - Jonson) ή πολύ πιο πρόσφατα στην Ινδία.

Ο Covid-19 άλλαξε τα δεδομένα, προκάλεσε ανατροπές και δημιούργησε νέες συνθήκες στην αμερικανική κοινωνία. Τα 40 εκατομμύρια άνεργοι που καταγράφηκαν στις επίσημες λίστες των γραφείων ευρέσεως εργασίας και σε εκείνες των επίσημων κοινωνικών υπηρεσιών, μέσα σε τρεις μόνο μήνες, συγκροτούν ένα ιδιαίτερο και εξαιρετικά εύφλεκτο κοινωνικό στρώμα, που κινείται μεταξύ των ήδη κατεστραμμένων από την κρίση του 2008 φτωχών μικροαστών και των εκτός κοινωνικού συστήματος αρωγής ανθρώπων που εντάσσονται στο ομιχλώδες για την Αμερική σύνολο της εργατικής τάξης. Πολλοί από αυτούς ψήφισαν Τραμπ το 2016. Πάρα πολλοί από αυτούς δεν θα ψηφίσουν Τραμπ στις εκλογές του Νοεμβρίου 2020.

Το εκρηκτικό κοκτέιλ ήταν λοιπόν εκεί και ανέμενε το φυτίλι που θα πυροδοτούσε μία γενικότερη αντίδραση. Η δολοφονία στη Μινεάπολη λειτούργησε σαν θρυαλλίδα αλλά και άλλοθι. Το ρατσιστικό έγκλημα κατέβασε στους δρόμους και εξοργισμένους πολίτες λόγω οικονομικών αδιεξόδων. Άρχισαν να διαδηλώνουν πολίτες που κάθε πρωί είναι αναγκασμένοι να περνούν από τα κοινωνικά παντοπωλεία των συνοικιών τους και από τα συσσίτια των ενοριών τους. Στους δρόμους βρέθηκαν χέρι-χέρι όχι μόνο Αφροαμερικανοί ή Λατίνοι-Ισπανόφωνοι. Τις ομάδες διαδηλωτών συμπλήρωσαν λευκοί, νεαροί μαθητές και φοιτητές, άνθρωποι που μέχρι χθες θα προτιμούσαν να κάθονται μπροστά στην τηλεόρασή τους. Οι δήμαρχοι αναγκάστηκαν να ευθυγραμμιστούν με τη λαϊκή επιταγή και να καταδικάσουν την αστυνομική βία. Μετά τις πρώτες φωτιές στα αστυνομικά τμήματα ορισμένες τοπικές αστυνομικές δυνάμεις, από φόβο προφανώς, ανέκρουσαν πρύμναν και «γονάτισαν» με σεβασμό μπροστά στους διαδηλωτές. Κεντρικά, ωστόσο, η αντίδραση των δυνάμεων καταστολής ήταν μία διαφορετική υπόθεση. Οι δήμαρχοι των μεγάλων αστικών κέντρων κατέφυγαν σε ένα μέτρο που για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες ακούγεται ακραίο, ακόμη και αδιανόητο. Στην απαγόρευση κυκλοφορίας. Επιβλήθηκε στην Ουάσινγκτον και την Ατλάντα. Ακούστηκε πως θα επιβαλλόταν στη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες. Το μέτρο ίσχυσε στο Σικάγο. Τη Δευτέρα, μετά επί έξι ημέρες απόλυτης σιωπής και απουσίας, ο Τραμπ απευθύνθηκε με διάγγελμα στους πολίτες. «Είμαι ο πρόεδρός σας του Νόμου και της Τάξης» είπε, υιοθετώντας το γνωστό του τηλεοπτικό ύφος. Απείλησε να κατεβάσει τον Στρατό, όχι την Εθνοφρουρά, αλλά τις τακτικές δυνάμεις όπως προβλέπει συνταγματική πράξη του 1807. Τελευταία φορά που χρησιμοποιήθηκε ήταν το 1992 στο Λος Άντζελες. Ο Τραμπ ανέμενε 6 ολόκληρες ημέρες κρυμμένος στο Μπούνκερ του Λευκού Οίκου, όπου μεταφέρθηκε επειγόντως όταν διαδηλωτές πολιόρκησαν το προεδρικό μέγαρο. Ήξερε τι έκανε. Ανέμενε να «ξεχειλώσει» η κατάσταση έτσι ώστε να φοβηθεί ο μέσος φιλήσυχος αμερικανός πολίτης. Κάπως έτσι είχε έρθει στην εξουσία και ο Νίξον, μετά τις αιματηρές συγκρούσεις και τις εξεγέρσεις του 1968, με τον πόλεμο του Βιετνάμ, αλλά κυρίως μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Το Αμερικανικό Πεντάγωνο αντέδρασε αρνητικά. Δεν θα ήθελε να αμαυρώσει την εικόνα του στέλνοντας τακτικό στρατό στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις. Δεν του πέφτει λόγος, όμως. Ο Τραμπ είναι και πρόεδρος και αρχιστράτηγος και ό,τι άλλο θέλεις, και το Σύνταγμα του δίνει το δικαίωμα να πράττει αναλόγως. Αδιανόητα πράγματα για τους ευρωπαίους πολίτες. Εξαιρετικά αυτονόητα για τους καουμπόηδες των μεσοδυτικών πολιτειών και του Τέξας.

Οι κοινωνικές εκρήξεις αυτού του τύπου έχουν πάντα ημερομηνία λήξης. Συνήθως την  εκτόνωση της έντασης ακολουθεί μία πολιτική τραγωδία. Ο Μάης του ’68 τελείωσε με μία θριαμβευτική διαδήλωση των οπαδών του Ντε Γκολ. Ο τότε πρωθυπουργός του, Ποπιντού, έτριβε τα παχουλά δάχτυλά του από ευχαρίστηση. Στους δρόμους τότε ένα εκατομμύριο γάλλοι νοικοκυραίοι φώναζαν συνθήματα υπέρ του στρατηγού την ώρα που ο επικεφαλής των γαλλικών δυνάμεων κατοχής στη Γερμανία, ο Μασί, είχε δώσει εντολή να ανάψουν οι μηχανές των τεθωρακισμένων και σε μία ταξιαρχία να κάνει πως διασχίζει τη γέφυρα του Κολμάρ στην Αλ σατία.

Εκείνη την περίοδο, στην άλλη άκρη του κόσμου οι αμερικανοί συντηρητικοί, κατατρομοκρατημένοι από τις εικόνες στο Μπέρκλεϊ, ψήφισαν τον Νίξον και τον Κίσινγκερ. Μια περιπέτεια που έληξε πολύ αργότερα με το Γουότεργκεϊτ. Σε λίγους μήνες, τον Νοέμβριο, οι Αμερικανοί θα επιλέξουν πρόεδρο. Οι δημοσκοπήσεις είναι αμφισβητήσιμες. Το «feeling» έχει την τάση να επιβεβαιώνει πως η αμερικανική κοινωνία έχει για τα καλά υιοθετήσει την υπερσυντηρητική της στροφή. Όλα θα κριθούν όταν στις αρχές του φθινοπώρου, εκεί κατά τον Σεπτέμβριο, θα ελεγχθούν τα ανακλαστικά της αμερικανικής κοινωνίας απέναντι στην ανεργία, την ύφεση και την κρατική καταστολή. Συνήθως στην αμερικανική ιστορία στις κρίσεις επικρατεί ο Τζον Γουέιν. Το ίνδαλμα του αμερικανικού συντηρητισμού και μακαρθισμού. Το σύμβολο της αμερικανικής αμορφωσιάς αλλά και της αμερικανικής προτεσταντικής ηθικής. Πολύ άσχημα τα μαντάτα.