Πολιτικη & Οικονομια

Ποιοι «αρμέγουν» την κρίση;

Το ζήτημα του πώς, με ποιους όρους και σε ποιους, πηγαίνουν τα χρήματα των φορολογουμένων αποτελεί μείζον θέμα πολιτικής

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το νέο παραγωγικό μοντέλο χρειάζεται εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα, αλλά και επανεξέταση των όρων πρόσβασης του ιδιωτικού τομέα σε κρατικό χρήμα.

Η Aegean εκπέμπει SOS. Η εταιρεία που θεωρήθηκε, όχι άδικα, πρότυπο επιχειρηματικότητας, βρίσκεται στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Δεν είναι βέβαια η μόνη αεροπορική εταιρεία που χρειάζεται κρατική βοήθεια για να επιβιώσει. Η Air France πρόκειται να πάρει 7 δισεκατομμύρια ευρώ από την κυβέρνηση, ενώ η Lufthansa μόλις ολοκλήρωσε τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση της κ. Μέρκελ για ανάλογη βοήθεια. Για την Aegean, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι το ποσό που θα χρειαστεί είναι της τάξεως των 400 εκατομμυρίων. Αλλά βέβαια το ζητούμενο είναι με τι όρους. Ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας έσπευσε να υπογραμμίσει ότι το αντίτιμο δεν μπορεί να είναι η «κρατικοποίηση» της εταιρείας. Με δεδομένο το προηγούμενο της Ολυμπιακής, λίγοι ασφαλώς θα υποστήριζαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Κι αυτό παρά το ότι η εταιρεία έχει ουσιαστικά το μονοπώλιο των εσωτερικών γραμμών, προκαλώντας συχνά αντιδράσεις για καθυστερήσεις και υπερβολικές τιμές. Βοήθεια ωστόσο με τι όρους;

Η εμπειρία της Lufthansa έχει ενδιαφέρον. Οι διαπραγματεύσεις που έκανε με την κυβέρνηση ήταν σκληρές και κράτησαν πολλές εβδομάδες. Ήδη στο πλαίσιο της συμφωνίας η Lufthansa έδωσε στη δημοσιότητα τα στοιχεία θυγατρικών της σε φορολογικούς παραδείσους. Στο πακέτο βοήθειας εξάλλου, ύψους 9 δισεκατομμυρίων, περιλαμβάνεται η εκχώρηση μετοχών που μπορεί να φτάσουν στο 25% του κεφαλαίου της. Ακόμα προβλέπεται η συμμετοχή δύο ανεξάρτητων μελών στο ΔΣ της εταιρείας, ενώ θα κοπούν τα μπόνους των στελεχών και δεν θα δίνεται μέρισμα στις μετοχές.

Είναι προφανές ότι η λογική της κρατικής βοήθειας είναι διπλή. Σε μια πρώτη ανάγνωση υπηρετεί τη διάσωση μιας εταιρείας που συμβάλλει στο ΑΕΠ της χώρας και προσφέρει απασχόληση σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Την ίδια στιγμή ωστόσο με τις μετοχές διασφαλίζεται η συμμετοχή του δημοσίου στα μελλοντικά κέρδη. Αναγνωρίζεται δηλαδή ότι το δημόσιο αναλαμβάνει ένα ρίσκο που είναι δίκαιο να ανταμειφτεί, ακριβώς όπως θα ανταμειβόταν ένας επενδυτής που θα έμπαινε σήμερα για να σώσει την εταιρεία. Αυτό που θεωρείται αυτονόητο όμως για έναν ιδιώτη, τα στελέχη της Lufthansa το θεώρησαν αδιανόητο για την κυβέρνηση. Έτσι ήταν τόσο δύσκολες οι διαπραγματεύσεις που κάποια στιγμή πηγές της εταιρείας άφηναν να φανεί ότι ενδεχομένως θα προτιμούσαν να προσφύγουν στην προστασία του πτωχευτικού δίκαιου! Παρόλα αυτά, τα κόμματα της αριστεράς ασκούν κριτική στη συμφωνία ζητώντας ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο του δημοσίου.

Οι αεροπορικές εταιρείες βέβαια αποτελούν μια ιδιαίτερη περίπτωση. Το ζήτημα ωστόσο του πώς, με ποιους όρους και σε ποιους, θα πάνε τα εκατομμύρια των πόρων των φορολογουμένων, αποτελεί μείζον θέμα πολιτικής. Υπάρχουν λύσεις που θα τις ονομάζαμε win-win. Η απόφαση, για παράδειγμα, της κυβέρνησης να επιδοτήσει την εργασία καλύπτοντας μέρος του μισθού των εργαζομένων πετυχαίνει ταυτόχρονα να κρατήσει τη ζήτηση ψηλά αλλά και να βοηθήσει τις εταιρείες να επιβιώσουν. Αντίθετα οι πόροι που πηγαίνουν στις τράπεζες για την παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις φαίνεται ότι φτάνουν δύσκολα, με διαρροές και επιλεκτικά αλλά όχι πάντα ορθολογικά, στην πραγματική οικονομία.

Το ζήτημα των διαρροών το έθεσε πρόσφατα σε άρθρο του ο πρώην υπουργός κ. Στέφανος Μάνος. Ξεκινώντας από τη συζήτηση για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, υποστήριξε την ανάγκη να ενισχυθεί η παραγωγή σε αντίθεση με τις ομάδες που «αρμέγουν» το σύστημα. Δυστυχώς δεν προχώρησε πολύ τη σκέψη του, έμεινε μόνο στους προνομιούχους συνταξιούχους του δημοσίου και της ΔΕΗ. Θέλει προφανώς αρκετή συζήτηση, μετά από τόσες μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού, αν και πώς πρέπει να ανοίξει ξανά ένα τέτοιο ζήτημα. Μια και μιλούμε για άρμεγμα, ωστόσο, υπάρχουν και μια σειρά άλλοι τομείς στους οποίους ο κ. Μάνος δεν αναφέρθηκε.

Σε πρώτη γραμμή είναι ασφαλώς οι τράπεζες. Όταν η τρόικα ήρθε στην Ελλάδα, ένα από τα πρώτα ζητήματα που έθεσε ήταν το άνοιγμα μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και δανεισμού. Είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Όσο γνωρίζω παραμένει τέτοιο παρά τα δισεκατομμύρια που δόθηκαν για να σωθούν οι Τράπεζες. Αν κάτι έχει αλλάξει είναι ότι στα χρόνια της κρίσης καταφέραμε να έχουμε μόλις 4 «συστημικές» τράπεζες και ελάχιστες, μετρημένες στα δάχτυλα, μικρές. Πιο ολιγοπωλιακή αγορά δεν υπάρχει σε όλη την Ευρώπη, πιθανότατα και σε ολόκληρο τον κόσμο. Κάθε επιχείρηση, κάθε ιδιοκτήτης ακινήτου που πήρε στεγαστικό και κάθε καταναλωτής που χρησιμοποιεί πιστωτική κάρτα, καταθέτει μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει τον οβολό του στη καρδάρα με το γάλα. Μετά τις αλλεπάλληλες «ανακεφαλαιοποιήσεις», η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει στο δημόσιο. Εξακολουθούν ωστόσο να λειτουργούν ως ιδιωτικές τράπεζες απολαμβάνοντας τη δεσπόζουσα θέση τους στην αγορά. Τώρα θα συνεχίσουν να δανείζουν ακριβά και μάλιστα με κρατική εγγύηση μεγάλου μέρους των δανείων.

Με την εφαρμογή των μνημονίων, μεταρρυθμίστηκε η αγορά εργασίας, έπεσαν δηλαδή οι μισθοί, αλλά δεν μεταρρυθμίστηκαν οι αγορές προϊόντων. Οι τιμές, δηλαδή, δεν κουνήθηκαν.

Μια και μιλάμε για πρωτιές, βέβαια, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τις τηλεπικοινωνίες. Όπως γνωρίζουμε είναι από τις ακριβότερες στον κόσμο, το οποίον σημαίνει ότι μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει κάθε κάτοχος κινητού καταθέτει και αυτός τον οβολό του στην καρδάρα. Και φυσικά δεν είναι μόνο οι τηλεπικοινωνίες. Το στέλεχος της τρόικας, ο Μπομπ Τράα, μας θύμισε σε μια σειρά άρθρων του ότι, με την εφαρμογή των μνημονίων, μεταρρυθμίστηκε η αγορά εργασίας, έπεσαν δηλαδή οι μισθοί, αλλά δεν μεταρρυθμίστηκαν οι αγορές προϊόντων. Οι τιμές, δηλαδή, δεν κουνήθηκαν. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων μαζικής κατανάλωσης, όπως στα τρόφιμα και στα ηλεκτρονικά, είμαστε σημαντικά πάνω από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Οι εταιρείες αυτές δεν θα πάρουν φυσικά βοήθεια, η κρίση τις ευνόησε. Ούτε σκέψη ωστόσο για μείωση τιμών.

Όσο για τις επενδύσεις που θα χρειαστούν για το νέο παραγωγικό μοντέλο, μια ματιά στα ποσά που διατέθηκαν τα τελευταία χρόνια από τα κοινοτικά ταμεία, και συνυπολογίζοντας την εθνική συμμετοχή, μας δείχνει ότι οι ιδιωτικές επενδύσεις είναι στην πραγματικότητα δημόσιες σε ποσοστά που φτάνουν ως και 50%. Με άλλα λόγια η περιπόθητη επιχειρηματικότητα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στα χρήματα των φορολογουμένων. Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα γιατί μια τέτοια πολιτική είναι κοινωνικά επωφελής. Χωρίς κρατική ενίσχυση δεν θα γίνονταν ούτε αυτές οι αναιμικές επενδύσεις. Εξίσου ισχυρά ωστόσο είναι και τα επιχειρήματα όσων θεωρούν ότι η κρατική βοήθεια πρέπει να δίνεται με ανταλλάγματα. Η συμμετοχή στο ρίσκο πρέπει να οδηγεί και σε συμμετοχή στα κέρδη. Το πώς είναι προς συζήτηση.

Κι αυτά χωρίς να συνυπολογίσουμε τα έργα και τις προμήθειες του δημοσίου όπου τουλάχιστον ως πριν από λίγα χρόνια γινόταν πάρτι. Η αύξηση των ιατρικών δαπανών, για παράδειγμα, στην επταετία Καραμανλή, μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους, σίγουρα ωστόσο ένα μεγάλο μέρος ήταν σπατάλη, φούσκωσε απλώς τα κέρδη των φαρμακευτικών εταιρειών.

Το τι σημαίνει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο σηκώνει πολλή συζήτηση. Ασφαλώς ένα μέρος του είναι ο εκσυγχρονισμός του δημόσιου τομέα, η περικοπή περιττών δαπανών. Εξίσου ή και πιο σημαντικό ωστόσο είναι να εξαλειφθούν οι εστίες στον ιδιωτικό τομέα που συμμετέχουν στο «άρμεγμα». Τα δύο φαινόμενα άλλωστε συνήθως συνδέονται, το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Η διαφορά είναι ότι στον δημόσιο τομέα τις παθογένειες τις βλέπουμε. Στον ιδιωτικό κρύβονται σε αστραφτερά γραφεία. Ενίοτε περνάνε και για ανάπτυξη.