Πολιτικη & Οικονομια

Η πλακέτα στη Μαρφίν θα θυμίζει για πάντα την εποχή του μίσους και του διχασμού

Η τριπλή δολοφονία που έμεινε ατιμώρητη αφορά όλη την κοινωνία

Κατερίνα Παναγοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

10 χρόνια από την τραγωδία της Marfin: Η Κατερίνα Παναγοπούλου γράφει για τους συμβολισμούς της πλακέτας που θα τοποθετηθεί με το μήνυμα «Ποτέ πια».

Αργά το βράδυ τo facebook μου εμφανίζει ανάμνηση με όσα έγραφα για τη δολοφονία στη Μαρφίν. Κοιτάζω την ημερομηνία. 5 Μαΐου 2010. Δύο χιλιάδες δέκα; Πέρασε κιόλας, λοιπόν, μία δεκαετία. Μία δεκαετία χαμένη από τη ζωή μας. Μια δεκαετία με χαμένες ζωές. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Η κοινωνία πείστηκε να μισεί, σύρθηκε σε ανύπαρκτα διλήμματα, οδηγήθηκε σε διχασμό, η βία και η ανομία βαφτίστηκαν δικαίωμα. Κοιτάζω τις αντιδράσεις κάτω από εκείνη την ανάρτηση και βλέπω να αποτυπώνεται όλη η παθογένεια των χρόνων του μνημονίου. 3 αθώοι άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί τόσο αποτρόπαια και από κάτω κάποιοι συζητούσαν εάν είναι σωστό κανείς να εργάζεται σε μέρα απεργίας. Ο «εκτσογλανισμός» της κοινωνίας είχε αρχίσει να προχωρά και οι θλιβερές αναλύσεις περί «δικαιολογημένης βίας» είχαν ήδη ξεκινήσει. Ήταν λίγους μήνες πριν υπουργός οδηγηθεί στο νοσοκομείο μετά από ξυλοδαρμό λίγα μέτρα πιο κάτω από τη Βουλή, 1 χρόνο ακριβώς πριν η πάνω και η κάτω πλατεία αρχίσουν τον Μάιο του 2011 να μουντζώνουν τη Βουλή φωνάζοντας «η Χούντα δεν τελείωσε το 73» και 2 χρόνια πριν καούν ολοσχερώς οι ιστορικοί κινηματογράφοι Αττικόν και Απόλλων σε άλλη αντίστοιχη αντιμνημονιακή διαδήλωση.

Για το έγκλημα της Μαρφίν δεν πλήρωσε κανένας. Αλλά είναι κέρδος ότι πλέον μπορούμε να μιλάμε για αυτό και να συμφωνούμε όλοι πως ήταν μία τριπλή δολοφονία. Ένα έγκλημα για το οποίο για χρόνια οι περισσότεροι αναφέρονταν με συστολή, διότι στον δημόσιο διάλογο κυριαρχούσαν κραυγές και οιμωγές για τις «αυτοκτονίες λόγω μνημονίου» για τις οποίες στοχοποιούνταν ως ηθικοί αυτουργοί βουλευτές και υπουργοί. Η πυροδότηση θυμικών αντανακλαστικών έγινε εργαλείο άσκησης πολιτικής, θριάμβευσε ο νόμος του Λιντς, το ταξικό μίσος και ο διχασμός καλλιεργήθηκαν μεθοδικά και η κοινωνία χωρίστηκε σε πατριώτες και γερμανοτσολιάδες, σε αγωνιστές και Πηλιογούσηδες. Σε ένα δίπολο λαός και ελίτ, όπου στο δεύτερο σκέλος κατέτασσαν τον αστυνομικό των 700 ευρώ που προσπαθούσε να σταματήσει όσους έκαιγαν την Αθήνα, ενώ στο πρώτο σκέλος του «λαού» αυτοτοποθετούνταν πολύ «επαναστάτες» βουλευτές με τα εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και τον διψήφιο αριθμό ακινήτων. Η πόλη καιγόταν 2 φορές την εβδομάδα σε ζωντανή μετάδοση στα δελτία ειδήσεων, το χάιδεμα του τραμπουκισμού έγινε τέχνη και η ηθική εξόντωση όσων προσπαθούσαν να ψελλίσουν ότι «δεν υπάρχει δικαιολογημένη βία» έγινε επάγγελμα που πληρωνόταν με 0.60/ tweet.

Και όσο βυθιζόμασταν στο εμφυλιοπολεμικό κλίμα τόσο κάποιοι έριχναν νερό στον μύλο του μίσους φτιάχνοντας έτσι το πολιτικό τους αφήγημα. Γιαουρτώματα, απειλές στοχευμένο cyber- bullying, συστηματική δολοφονία χαρακτήρων, σπασμένα αυτοκίνητα, καμένες εφημερίδες, επιθέσεις και ξυλοδαρμοί. Αξίζουν συγχαρητήρια όχι μόνο στον Κυριάκο Μητσοτάκη που υλοποιεί την προ 2 ετών δέσμευσή του, αλλά και στην Κατερίνα Σακελλαροπούλου την πρώτη Πρόεδρο της Δημοκρατίας που σήμερα είπε ξεκάθαρα «τρεις ανθρώπινες ζωές στον βωμό της μισαλλοδοξίας και του διχασμού. Να μην ξαναζήσουμε στην χώρα μας εκδηλώσεις ακραίας πόλωσης και τυφλής βίας»... Αυτή την τυφλή βία για την οποία ποτέ δεν έγιναν ονοματοδοσίες δρόμων, ούτε διοργανώθηκαν συναυλίες από «ευαίσθητους καλλιτέχνες» με κόκκινα γάντια.

Η πλακέτα που θα τοποθετηθεί στην Μαρφίν με το μήνυμα «Ποτέ πια» δεν θα αφορά μόνο στην τριπλή δολοφονία. Δεν θα θυμίζει μόνο ότι κάποιοι εκείνο το βράδυ φώναζαν «να πεθάνετε που.... δουλεύετε μέρα απεργίας» πετώντας εύφλεκτα υλικά ώστε να επεκταθεί πιο γρήγορα η φωτιά και ότι κάποιοι άλλοι λίγο πιο πέρα εμπόδιζαν τα πυροσβεστικά οχήματα να προσεγγίσουν. Η πλακέτα αυτή θα θυμίζει τη σκοτεινή δεκαετία του διχασμού, των ψεύτικων διλημμάτων και του μίσους. Την δεκαετία που οφείλουμε να θυμόμαστε για πάντα. Όσα έγιναν, ένα, ένα. Αλλά και που πρέπει να αφήσουμε πια αμετάκλητα πίσω. Ίσως αυτό πρέπει να είναι το στοίχημα για την επόμενη δεκαετία.