Πολιτικη & Οικονομια

Vegan «θαύμα» ή ο Covid-19 έσωσε 500.000 αρνάκια

Ένα πασχαλινό χρονογράφημα

Νίκος Καραχάλιος
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σκέψεις και αναμνήσεις με αφορμή την ημέρα μιας διαφορετικής Κυριακής του Πάσχα

Ο μέσος άνθρωπος σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες κάνει (πάνω κάτω) 60 με 80.000 σκέψεις την ημέρα, ~2.500-3.500 την ώρα (ή ~50 το λεπτό). Από τις πιο απλές, που έχουν να κάνουν με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης «τι θα φάω» ως τις πιο σύνθετες «πώς θα νικήσουμε τον Covid-19».

Για ό,τι γράφουμε ή σκεπτόμαστε υπάρχει ένα ερέθισμα (φαντάζομαι). Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς σκεπτόμαστε εν κενώ (θα το ψάξω όμως στην πρώτη ευκαιρία). Υπάρχουν πολλά «ντουβάρια» ανάμεσά μας, αλλά και αυτά διψάνε 20 φορές κάθε μέρα και αναρωτιούνται που θα βρουν «ένα ποτήρι νερό;»…

Έχω αρχίσει να φοβάμαι πως με το αχαλίνωτο μυαλό μου ξεπερνάω τις 100.000… και μην νομίζετε πως μου βγαίνει πάντα σε καλό. Στη γειτονιά μου υπήρχαν ακόμη  2χρονα –πιο εκρηκτικά και ατίθασα μηχανάκια. Όσοι τρακάρανε με αυτά την είχαν ακόμη πιο άσχημα. Το ΚΑΤ δεν τους ήταν αρκετό. Και δεν υπάρχει περίπτωση να ζεις  «επικινδύνως» και να μην βρεις σε τοίχο».

Anyway, θεωρώ πως είμαι ένας ακόμη, απλός, «μέσος» άνθρωπος. Σήμερα όμως δεν είναι μια συνηθισμένη ημέρα. Είναι η Κυριακή του Πάσχα του 2020. Και μάλιστα όχι οποιαδήποτε Κυριακή του Πάσχα, αλλά του «Πάσχα του Κορωνοϊού». Ένα Πάσχα που θα μείνει αξέχαστο σε όλους. Δεν θα υπάρχει ελληνικό σπίτι, που δεν θα έχει μια ιστορία να διηγηθεί. Δεν θα υπάρξει Ελληνίδα ή Έλληνας, που δεν θα το θυμάται ως την κορυφαία αντίστιξη που θα ξεχωρίζει ανάμεσα στις δεκάδες Κυριακές που έχει περάσει είτε ως παιδί, είτε ως ενήλικας με την οικογένεια και τους κολλητούς του.

Σίγουρα δεν είμαι ο Έλληνας Αϊνστάιν. Σίγουρα –αν υπήρχε– θα ήθελα να τον έχω γνωρίσει. Και αυτός πιθανότατα θα πείναγε κάποια στιγμή, αλλά δεν θα σκεφτόταν όλη την ημέρα πίτσες, σουβλάκια και στοιχήματα ποδοσφαίρου όπως κάνουν οι φίλοι μου στον Μαραθώνα.

Υπάρχει μόνο μία ημέρα από τις 365 του χρόνου, που ακόμη και ο πραγματικός Άλμπερτ απομακρυνόταν από τη θεωρία της Σχετικότητας και θα εστίαζε το υπέροχο μυαλό του στην εξεύρεση της πιο νόστιμης και συμβολικής τροφής. (λέμε τώρα γιατί, ως Εβραίος, μάλλον την έβγαζε με νερόβραστα κόσερ).

Τις μέρες αυτές πρώτες-πρώτες μας ξυπνάνε οι αόρατες μυρωδιές των φαγητών, που σε συνδυασμό με αυτές της φύσης δεσπόζουν στις αισθήσεις μας. Οι επιστήμονες λένε ότι η πιο «ανεξίτηλη» αίσθηση από τις 5 είναι η όσφρηση. Ποιoς μπορεί να ξεχάσει ποτέ τις ευωδίες από τις λεμονιές, τα χαμομήλια και τις τριανταφυλλιές που μας επισκέπτονται την Άνοιξη  και ξυπνάνε τη φύση όταν τη βρίσκουν ξαπλωμένη στο μαγικό πράσινο λιβάδι της;

Μετά έρχεται η ανάμνηση του «ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ». Θέλουμε δεν θέλουμε ήταν το ετήσιο υποχρεωτικό reunion  της οικογένειας. Απόδωσέ το όπου θες, στο Λουκούλλειο γεύμα, στην έντονα ανθρώπινη ανάγκη συνύπαρξης. Γονείς, παππούδες, αδέλφια, ξαδέλφια, θείες και παιδιά γινόμασταν ένα. Καθόμαστε στα πόδια του μπάρμπα-Γιώργου, χωρίς να διακατέχει τη μάνα μας η υποκριτική υστερία των σύγχρονων «Marie Claire Μανάδων», που διαβλέπουν παντού κινδύνους, όπως έναν επίδοξο παιδεραστή, πίσω από κάθε τυχαίο άγγιγμα ή μια αθώα -γεμάτη από τη χαρά της συνεύρεσης - αγκαλιά.

Οι μικρές αλληλοβοήθειες στο σπίτι παραμένουν αξιομνημόνευτες. Ήταν ίσως η μόνη φορά που το επιτακτικό «τρέχα να βοηθήσεις τη μάνα σου» των μεγαλυτέρων δεν το αντιμετωπίζαμε με γκρίνια. Γινόταν με προθυμία, σχεδόν αγόγγυστα. Άλλωστε, η «ανταμοιβή» μας γύρναγε ήδη στη σούβλα μπροστά στα μάτια μας. Το κίνητρο ήταν άμεσο, γευστικότατο, μυρωδάτο  και ως εκ τούτου πανίσχυρο!

Τι άλλο θυμόμαστε; Τις επισκέψεις στα βαφτιστήρια ως νονές/οί με τις λαμπάδες, τα τσουρέκια και το αντίστροφο, όσο ήμαστε (ή όσοι αισθανόμαστε ακόμη παιδιά) τα σχετικά δώρα που ανταλλάσαμε με τους δικούς μας. Το «δώρο του Πάσχα» δεν ήταν μόνο το +50% στο μισθό των γονιών μας ή στη σύνταξη των γιαγιάδων μας (δυστυχώς δεν γνώρισα ποτέ γιαγιά και ελάχιστα θυμάμαι τον παππού Νικόλα τον Σταθμάρχη). Το έξτρα χαρτζιλίκι για τον κουμπαρά (ως μικρότεροι) ή για κόμικς (μεγαλύτεροι), δεν ξεχνιέται. Και βέβαια ούτε ο άνηθος και τα φρέσκα  κρεμμυδάκια, που έβαζαν οι μαμάδες στην αχνιστή μαγειρίτσα. Όσο για τα τσουρέκια της θείας Ελευθερίας και αργότερα του Τερκενλή δεν μιλάω καθόλου γιατί θα πρέπει να σταματήσω το γράψιμο και να οδηγήσω είτε 500 χλμ ως τη Θεσσαλονίκη ως την Τσιμισκή, είτε καλύτερα 20 χλμ. ως το Χαλάνδρι, αν επιβεβαιώσω το καλύτερο νέο που έμαθα τελευταία πως δηλαδή άνοιξε πρόσφατα ένα «αδελφάκι» του ως «στάση» για γλυκό «ανεφοδιασμό».

Αφορμή για αυτούς τους δικούς μου συνειρμούς, ήταν ένα πανέμορφο, όπως πάντα, κείμενο της Αμάντας Μιχαλοπούλου στο ένθετο «Κ» της Καθημερινής αυτής της Κυριακής με ομώνυμο σχεδόν τίτλο: «Οι ιστορίες της Κυριακής».

Η φράση-κλειδί, αν και όλο το κείμενο είναι «μνημοπροκλητικό», ακούγεται «κάπως». Σίγουρα στις μέρες μας μπορεί να χαρακτηριστεί από μη politically correct, έως όχι τόσο vegan friendly, που σε αναγκάζει να σταματήσεις την ανάγνωση και να «δεις» την εικόνα που σχηματίζεται.

«Οι άντρες περνούσαν το αρνί δεμένο χειροπόδαρα στη σούβλα, ενώ στο μεταξύ τα κάρβουνα σιγόκαιγαν. Δεν σκεπτόμασταν το σφαχτό σαν κάτι που έζησε, ούτε μας αγρίευε το παλούκωμα».

Η ίδια η Αμάντα με τις λέξεις «δεν σκεφτόμασταν» μας κατευθύνει στο να σκεφθούμε πώς σήμερα κάνουμε το αντίθετο. Ποιοί όμως, πόσοι και γιατί;

Ας ξεκινήσουμε με ανάποδη σειρά, από το γιατί, που –εν προκειμένω– είναι εύκολο: γιατί ο σύγχρονος «καθωσπρεπισμός» θεωρεί μάλλον βαρβαρική συνήθεια το «σούβλισμα».

Ισχύει κάτι τέτοιο;

Μάλλο εν μέρει.

Γίνεται αποδεκτό;

Αν πάρουμε ως δείκτη την παρακμή στα γνωστά στέκια της Χασιάς, της Αγίας Μαρίνας, της Βάρης και του Καλεντζίου, που προσέφεραν ψητό αρνί και κοκορέτσι 24/7 365 days year round, τότε ναι. Αφού μαζί σήμερα όλες-όλες δεν ξεπερνάνε τις 10, τα ένδοξα μεταπολιτευτικά χρόνια οι δεκάδες χασαποταβέρνες που μας έβρισκαν να στάζει λίπος από τα χείλη μας και να μυρίζουμε το σκόρδο απ’ το τζατζίκι. Ο στερημένος νεοέλληνας με οξεία και άγρια τη χαρά του τέλους της πολυετούς στέρησης, ανακάλυψε μία ακόμη σύγχρονη «αξία», αυτή της υπερκατανάλωσης και του «παιδί, φέρε κι άλλο», τελευταίος και «έπεσε με τα μούτρα στο φαΐ», όχι μεταφορικά αλλά στην κυριολεξία.

Ο «veganισμός» στην Ελλάδα είναι σαν τους φανατικούς νεοφιλελεύθερους, που ακούγονται πολύ περισσότεροι από όσοι είναι, ενώ σύμφωνα με επίσημες έρευνες στην πραγματικότητα δεν ξεπερνούν το 1%. Για να το επιβεβαιώσω, πήρα τηλέφωνο δύο “true green” φίλες μου στη Θεσσαλονίκη και τις ανέκρινα για να «τσεκάρω» αν η εκπεφρασμένη πίστη τους στο «Πράσινο» Κίνημα, ήταν απλώς μόδα και χαριτωμενιά. Μια παλαιοπασοκική τύπου «διακήρυξη – κολωτούμπα», όπως το ιστορικό «Φεύγουν οι Βάσεις που Μένουν», ή είχε στοιχεία σταλινικού δογματισμού τύπου 80s ΚΚΕ. (Ο Κουτσούμπας, μεταξύ μας, μου φαίνεται πως «το σουβλίζει το αρνάκι του». Είναι «δικός μας», “heavyweight carnivore”).

Από τις δύο η πρώτη, η πιο μικρή, η Αθηνά μια ξανθούλα debidante με γαλανές λίμνες ματάκια απάντησε σχεδόν προσβεβλημένη με ένα: «Είσαι καλά; Αφού ξέρεις πως δεν τρώω τίποτα που έχει μάτια!».

Ενώ η «Νορβηγοαναθρεμένη» Ηρώ, πιο ευγενική και ήρεμη με επανέφερε στην τάξη του νεοviganισμού, υποδεικνύοντάς μου πως «για όλα υπάρχουν έξυπνες λύσεις. «Εγώ π.χ. έφτιαξα μαγειρίτσα με μανιτάρια». Εφευρετική η Ηρώ, αλλά enough is enough.

Ενισχύουν επιπλέον τον αγέραστο «μύθο της Πασχαλιάς» τα τελευταία γνωστά και με μεγάλες δυσκολίες επιβιώνοντα έθιμα της ελληνικής παράδοσης. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το παμπάλαιο εκκλησάκι μέσα στη φύση, στο Κλιματάκι των Γρεβενών. Οι γυναίκες αριστερά και πίσω στον γυναικωνίτη, οι άντρες δεξιά και εμείς τα παιδιά στη μέση. Μόλις παίρναμε το φως αρχίζαμε το παιχνίδι. Ψάχνουμε για τα αυγά που είχαν κρύψει για εμάς  νωρίτερα οι μεγαλύτεροι στις πρασινάδες, γύρω-γύρω από τις ξεχασμένες ταφόπλακες, που περιτριγύριζαν άκακες το ναό. Ούτε που μας περνούσαν ιδέες για τα φαντάσματα  των αδικοχαμένων του Εμφυλίου, που βρισκόντουσαν από κάτω επί μισό αιώνα και μας κοίταζαν από ψηλά. Και αφού κοιμόμαστε αποκαμωμένοι, ξυπνούσαμε όσο πιο πρωί μπορούσαμε την επομένη για να παίξουμε τη δική μας Μακεδονική εκδοχή του Bowls, στο γρασίδι του αγρού με «συγκρουόμενα αυγουλάκια». Τους δίναμε φόρα για να πέσουν με δύναμη και να σπάσουν των άλλων από κεραμίδια «εκτοξευτήρες». Τους είχαμε μαζέψει από «χάμω» όταν τους είχε ρίξει καταγής ο άγριος χειμώνας από τις στέγες των φτωχικών χωριατόσπιτων.

Τέλος, αναπολώ πόσο ισχυρά συναισθήματα γεννούσε η μετάβαση από την λατρευτική θρησκευτική κατάνυξη στη διονυσιακή χαρά του «Δεύτε Λάβετε Φως» και το επακόλουθο παιχνίδι με τις λαμπάδες. Ακόμη και οι κομμουνιστές γονείς μου (πουλούσαν Ριζοσπάστη τις Κυριακές όσο άντεχαν τα πόδια τους, άλλη πλάνη αυτή -άλλο χρονογράφημα αυτό- υπέκυπταν). Η μητέρα μου με πήγαινε και στον Επιτάφιο και στη Λειτουργία της Αναστάσεως από νωρίς. Δεν ξέρω αν βαθιά μέσα της υπήρχαν περισσότερα ψήγματα πίστης στο Ευαγγέλιο απ’ ότι στο Κεφάλαιο του Μαρξ, αλλά το έκανε. Μάλιστα, η μετέπειτα «αναθεωρήτρια» «Κυρία « άκουγε live στο ραδιόφωνο και το Τροπάριο της Κασσιανής και δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι τη συγκινούσαν οι Βυζαντινές μελωδίες. Ο στοχασμός της πιστεύω πως πήγαζε από μια βαθύτερη υπαρξιακή αναζήτηση που προερχόταν πέρα από τις ψαλμωδίες και επανερχόταν ως παράδοση και αυτή κάθε Πάσχα.

Όμως, φέτος πια στη «χρονιά του κορωνοϊού» (δεν ακούγεται σαν το Age of Aquarians hit των 89s;) η νέα «ορθόδοξη επιταγή» του social distancing επιτρέπει στο βωμό του πρωταθλητισμού να είναι ανοιχτά, χωρίς αυστηρούς περιορισμούς, τα μικρά ΕΒΓΑ της γειτονιάς, τα τεράστια Super Markets και οι τράπεζες, αλλά όχι και οι εκκλησίες…

Πιστεύω «μέσα μου», αλλά δεν τολμώ να το ομολογήσω στο «έξω μου», πως επειδή μας «άρπαξαν» τη θετική «δημοσιοϋγεινομική πρωτιά» με «λιγότερα θύματα» ανά εκατομμύριο πληθυσμού οι Βαλκάνιοι και  «λοιποί» γείτονες (Σλοβακία 1, Μαυροβούνιο 3, Μολδαβία 7, Αλβανία – Βουλγαρία 8, Σερβία 8, Κύπρος 8), κάποιος «παγκαλίζων» της πανίσχυρης «συνομοταξίας βαρέων βαρών» των «υπέρβαρων» Ελλήνων (66% του πληθυσμού μας), βρήκε τον Covid-19, ως αφορμή για να αρπάξουμε το «Χρυσό Μετάλλιο της Χοληστερίνης» από τις ΗΠΑ, που λόγω του junk food και των burgers κρατούσαν τα «σκήπτρα»της παχυσαρκίας! Ο Κυριάκος πάντως αποκλείεται να έχει αντιληφθεί αυτή τη συνωμοσία. Ούτε η ΕΥΠ να του είχε παραδώσει σχετικό φάκελο. Άλλωστε τον ξέρω καλά -και ήμαστε φίλοι- από παιδιά. Είναι μετρημένος στο φαγητό (δεν πίνει ποτέ αλκοόλ), αθλείται ακόμη και τώρα που έχει τόσες υποχρεώσεις συστηματικά και δεν υποπίπτει ούτε σε γαστρονομικές πιέσεις, όσο haute cousine και να είναι. Άλλωστε, ούτε η  «mini μαραθωνοδρόμος» Μαρέβα μου φαίνεται ικανή να τον προκαλεί με ξεροτήγανα και αντικριστά, όπως έκανε η αείμνηστη Μαρίκα στο φιλόξενο σπίτι των Μητσοτάκηδων, στο Ακρωτήρι (βέβαια, τη χανιώτικη παράδοση της μητέρας της στα πλούσια κεράσματα ακολουθεί πιστά η Ντόρα. Ίσως γι’ αυτό ο Ισίδωρος ανήκει πλέον στη δική μας «τάση των +100 kg», παρότι μέλος της Ε.Ο.Ε.).

Να είναι καλά λοιπόν ο Πρωθυπουργός μας, γιατί εξαιτίας του (και του ιού βεβαίως), σώθηκαν φέτος αθροιστικά «μια Πάτρα, μία Τρίπολη και μια Καλαμάτα μαζί αρνιά». Τι εννοώ; Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ)  (κάτι που επιβεβαιώνει και ο Πρόεδρός του κ. Τάκης Πεβερέτος), αλλά και πολύ πιο αξιόπιστη πηγή, ο φίλος μου ο «Τσιγκέλιος» -μεγαλοχασάπης και γείτονας- που «μυρίζει πιάτσα» εφέτος δεν θα θυσιαστούν στο βωμό της σφαγής τόσα τετράποδα καλοκάγαθα ζωάκια, όσο τα περυσινά 2.000.000, 500.000 γλυκούλικα, άσπρα, καλοκάγαθα  αρνάκια και κατσικάκια θα τη γλυτώσουν και δεν θα γίνουν τσίκνα. Πάλι καλά…

Είναι δηλαδή σαν ολόκληρη η επί αιώνες «εριφιοκτόνος» Πελοπόννησος, να μην έβαλε ούτε μία σούβλα. Ούτε λοιπόν στα Σάλωνα σφάζουν φέτος τόσα αρνιά, ούτε στο Χρυσό τόσα κριάρια, όταν στου Covid-19 την ποδιά, χάνονται παλικάρια.

Το λαϊκό άσμα «θα πιω και ένα ποτάκι παραπάνω» είναι άλλη μια συμβολική ανάμνηση των Πασχαλιάτικων γλεντιών. Όταν άνοιγαν οι νταμιτζάνες με το τσίπουρο είτε φλασκοί με το κρασί και μαζευόμασταν στη Νέα Μάκρη με Ρετσίνα Κουρτάκη (όχι του αδελφού Γιάννη), ή Μαλαματίνα αν ήμαστε στα Γρεβενά δεν υπήρχε γονιός που δεν τα «έτσουζε» λιγάκι, όσο εμείς -στα κρυφά πάντα βέβαια- βρίσκαμε την ευκαιρία για μία ακόμη σκανταλιά και ξεπερνάγαμε την κόκκινη γραμμή του «ενός ποτηριού (της Tupperware) Coca Cola».

Οι «συγγενείς» άρχιζαν να παραπατάνε χωρίς να το πολυκαταλαβαίνουν και να χαζογογελάνε με αφελή καλαμπούρια. Οι διχαστικές πολιτικές κουβέντες εξαφανιζόντουσαν ως διά μαγείας από το τραπέζι της Λαμπρής και το ράδιο  τους παρέσυρε να φέρουν μια ακόμα «μερακλίδικη» βόλτα.

Η «αμαρτία» της εποχής (κάτι σαν το chat με αγνώστους σήμερα) ήταν οι στίχοι του Χριστάκη «από κανάρα σε κανάρα θα πετάω» που τους σιγοτραγουδούσαν δήθεν «μικροεπαναστατώντας» όλο νόημα, αλλά κοιτάζοντας όλο ξαναμμένη -από το πιοτό-  λαχτάρα τις συζύγους τους.

Βρισκόμαστε ακόμη τότε στα 60s, τα 70s και τα early 80s, όταν η συζυγική απιστία ήταν λιγότερο «αυτονόητη» και οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις έμοιαζαν πιο πολύ με τις γραφικές εκρήξεις του Γιώργου Κωνσταντίνου –του «Αντωνάκη»– στη δήθεν καταπίεση της Μάρως Κοντού, «διά ασήμαντον αφορμήν» γιατί «δεν του σιδέρωσε καλά το πουκάμισο» ενώ εκείνη έσπευδε μετανιωμένη να του φτιάξει «τα αγαπημένα του σουτζουκάκια» για να τον κατευνάσει. Σκηνές τελικά τόσο κλασσικές και όμορφες που δεν βαριέσαι ποτέ να τις βλέπεις ξανά και ξανά. Πόσο μάλλον εγώ που δεν είχα -ίσως και καλύτερα τελικά- την ευκαιρία να ζήσω, αφού ο πατέρας μου έφυγε από το σπίτι και μας άφησε μόνους μας, όταν ήμουν μόλις 6 μηνών. Φαντάζομαι παρασυρμένος –λέω εγώ- από τις μελωδίες της Μπάντας του Κόκκινου Στρατού και της 3ης Διεθνούς (Χούντα ήταν άλλωστε το ’70). Ας πούμε τώρα που μεγαλώσαμε και οι δύο πως τον δικαιολογώ (;) εξαιτίας του ιστορικού και πολιτικού περιβάλλοντος της εποχής.

«Με αυτά και μ’ αυτά», με βρήκε γεμάτο όμορφες αναμνήσεις το Πάσχα του 2020 στο καταπράσινο Ζούμπερι της Βορειοανατολικής Αττικής. 19 Απριλίου απόγευμα, στην πίσω βεράντα του «φοιτητικού» ακόμη σπιτιού. Ακαταστασία παντού, τόνοι από βιβλία και σημειώσεις δεσπόζουν σε κάθε γωνιά του παλιού εξοχικού, που βλέπει σε ένα «επιμελώς ατημέλητο» κήπο με 3 λεμονιές και 2 κρίνους, και (ω!), τί ωραία έκπληξη 5-6 σπουργίτια και -για να συμπληρωθεί η εικόνα- την  απαραίτητη ασπρόμαυρη γάτα.

Η ώρα έχει πάει πια 4.30 μμ. Είναι λίγο αργούτσικα, αλλά καλύτερα καθώς επικρατεί απόλυτη ησυχία.  Όλοι οι ήχοι από τα γλεντοκόπια και τραπέζια των γειτόνων –που φέτος ήταν και αυτά πιο συγκρατημένα από ποτέ– έχουν κοπάσει. Οι παιδικές θύμισες του Πάσχα δεν με εγκαταλείπουν εύκολα, ούτε όμως όπως φαίνεται και τα οικογενειακά πρότυπα που με «οδήγησαν» (ως αντίδραση;) ή με «εγκλώβισαν» στην γλυκιά εργένικη ζωή.

Το τραπέζι είναι στρωμένο με ένα καταλευκό τραπεζομάντηλο. Να είναι πάντα καλά η «μανούλα», που πέρασε και άφησε διακριτικά μια γάστρα με κριτσανιστό κατσικάκι (σταλμένο από τα ορεινά Ζωνιανά και τον κρητίκαρο αδελφό Πάνο). Είμαι μόνος μου με το κινητό για παρέα. Είχα αρνθεί ευγενικά να πάω στον Σπύρο, τον Κώστα και την Εύη τους τρεις καλούς φίλους που με προσκάλεσαν να περάσουμε τη γιορτή μαζί.

Το είχα πάρει απόφαση εδώ και καιρό. Ήθελα να έχω συντροφιά τις όμορφες αναμνήσεις από τις Λαμπρές των τελευταίων ετών στο φιλόξενο σπίτι των Μαυροσκότηδων. Μόνο που πια λείπει ο Γιώργος μας… Με πρωταγωνίστρια την αρχόντισσα και πάντα χαμογελαστή Άϊντα να πηγαινοφέρνει λιχουδιές, ανάμεσα σε διαλείμματα τα πιο τέλεια εσπρεσάκια του κόσμου. Τον Μιχάλη να ψήνει με μαεστρία πεντανόστιμα κατσικάκια, μεγαλωμένα μα θαλασσινό νερό στα βράχια της Κάσου. Και βέβαια, τα τρία παλληκαράρια του Γιώργου, τα «3Α» «αγγελούδια» τους τον Αντρέα, τον Αντώνη και τον Άγγελο, να κυριαρχούν στο νησιώτικο σπιτικό με την προθυμία, την ευγένεια και τη φυσική εξυπνάδα τους. Μια σπάνια και μοναδικά αληθινή οικογένεια που φέτος μου έλειψε πολύ ένας πραγματικά ξεχωριστός μεγαλόψυχος φίλος. Είναι πια εκεί «ψηλά» και θα μου λείπει για πάντα…

Η ζωή πρέπει να προχωρά και άλλη μια φορά η Κυριακή βλέπει τον ήλιο να δύει.

Μη νομίζετε πως παραπονιέμαι για μοναξιές και τέτοια. Έχω κάνει συνειδητά τις επιλογές μου. Υπάρχει τίμημα στην απόλυτη ελευθερία. Αν θες να ζεις σαν Πειρατής, σαν «Ξένοιαστος Καβαλάρης», θα περάσεις και στιγμές μόνος σου, χωρίς να σημαίνει πως είσαι μοναχικός. Αλλά αυτό το γαμημένο το κόκκινο αυγό, με ποιον θα το τσουγκρίσεις;


*για τον Γιώργο Μαυροσκώτη