Πολιτικη & Οικονομια

Η άρρωστη κόρη

Άνθρωποι απέναντι στην πανδημία

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετακίνηση 6: Ο Γιώργος Παναγιωτάκης μοιράζεται στιγμιότυπα και σκέψεις για τον περιορισμό κυκλοφορίας στη χώρα εν μέσω πανδημίας κορωνοϊού.

Κυριακή βράδυ με βροχή και στο κινητό να γράφει ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ 6. Θα μπορούσε να είναι στίχος από -κακό- έντεχνο τραγούδι. Είναι όμως μια τυπική βραδιά της πρόσφατης καθημερινότητάς μας. Στους δρόμους έχει ερημιά. Συναντώ μόνο λίγα μουσκεμένα σκυλιά που έχουν βγάλει βόλτα τα αφεντικά τους  (η σύνταξη είναι μάλλον πιο σωστή έτσι). Ένα από αυτά τα ζευγάρια το ξέρω, το έχω συναντήσει και σε προηγούμενες «μετακινήσεις 6». Είναι ένα μικρό γκόλντεν ριτρίβερ και στην άλλη άκρη του λουριού μια γυναίκα που μιλάει σχεδόν πάντα στο κινητό της.

Το κάνει και σήμερα. Περιγράφει στον συνομιλητή της έναν τσακωμό στο Facebook για το αν το κολύμπι πρέπει ή δεν πρέπει να απαγορευτεί. Η ίδια είναι υπέρ της καθολικής απαγόρευσης γιατί «έτσι όπως πάμε, θα παίζουμε και ρακέτες στην παραλία». Την προηγούμενη φορά, μιλούσε για μια κυριακάτικη οικογενειακή βόλτα στο Αττικό Άλσος «για να πάρει λίγο αέρα το παιδί». Να όμως που γινόταν χαμός από αυτοκίνητα και κόσμο εκεί πάνω. «Μα είναι τελείως ηλίθιοι;» αναρωτιόταν -δίχως καν να της περνάει από το μυαλό ότι μπορεί και οι άλλοι να είχαν την ίδια απορία για εκείνη.

Δεν δικαιούμαι, πάντως, να την κατηγορώ. Ανάλογες σκέψεις κάνω και εγώ όταν διασταυρώνομαι με περιπατητές στο πεζοδρόμιο ή όταν έχει κόσμο στο σούπερ μάρκετ. «Μα τώρα βρήκαν να έρθουν;» αναρωτιέμαι, καθώς ορμάω σαν καταδρομέας για να συλλέξω τα απαραίτητα πριν με προλάβει ο ιός που πιθανόν να παραμονεύει στον διάδρομο με τα δημητριακά. Σε μια τέτοια καταδρομική μου ενέργεια, πέτυχα και την κυρία Ελένη, μια μεγαλόσωμη αρχοντογυναίκα της γειτονιάς, γύρω στα ογδόντα, η οποία ρωτούσε μεγαλόφωνα τους υπαλλήλους: «Εκείνα τα ωραία κουλουράκια με το γλυκάνισο που είχατε, δεν τα φέρνετε πια;». «Επιμένει να έρχεται κάθε μέρα, δεν καταλαβαίνει» μου είπε με ένα καλοσυνάτο, κουρασμένο χαμόγελο ο ιδιοκτήτης στο ταμείο  –το σούπερ μάρκετ είναι μικρό, συνοικιακό. «Τι να κάνει και αυτή η καψερή; Μονάχη της είναι» συμπλήρωσε.   

Το σούπερ μάρκετ δεν είναι το μοναδικό κατάστημα στη γειτονιά που έχει -πάρα- πολλή δουλειά τελευταία. Το ίδιο συμβαίνει και με το περίπτερο της μεγάλης πλατείας, το οποίο τείνει να μετατραπεί σε παντοπωλείο. Πουλάει μέχρι και χειρουργικά γάντια, κλεισμένα σε αυτοσχέδιες συσκευασίες που κρέμονται σαν τσαμπιά στην πρόσοψη. Στο τζάμι, όμως, είναι κολλημένο ένα χαρτί που με γνήσια, παλαιού τύπου περιπτεράδικη αμεσότητα, κάνει σαφές πως «ΜΑΣΚΕΣ ΔΕΝ ΕΧΩ. ΜΗ ΡΩΤΑΤΕ». Σήμερα, και ενώ η ώρα κοντεύει έντεκα, υπάρχει μια αραιή ουρά πέντε έξι ανθρώπων που περιμένουν να ψωνίσουν. Το περίπτερο έχει φέρει και φάβα Σαντορίνης, το γράφει και αυτό σε ένα σημείωμα κολλημένο στο ψυγείο με τα ισοτονικά.

Τη μουσική την ακούω όταν φτάνω στην άλλη πλευρά της πλατείας, την κατηφορική. Είναι πνιχτή, σαν να βγαίνει δυνατά από την πηγή αλλά να τη φιμώνει κάποιο τεράστιο χέρι. Πλησιάζοντας, καταλαβαίνω ότι έρχεται από ένα παλιό ακινητοποιημένο στέισον βάγκον, με μπαλώματα από φαναρτζίδικο στις πόρτες. Είναι ηπειρώτικα. Από τα θολά τζάμια, διακρίνεται λίγο και ο οδηγός. Πενηντάρης, μάτια κλειστά, τα χέρια στο τιμόνι. Η βροχή στο καπό σιγοντάρει το κλαρίνο και ξαφνικά, αν και Αθηναίος με καταγωγή από την Κρήτη και την Εύβοια, νιώθω ένα σκάλωμα στο στήθος, μια γλυκιά νοσταλγία για τα ηπειρώτικα βουνά.

Λίγο αργότερα, αφού έχω διασχίσει τις χαράδρες των αθηναϊκών στενών και έχω υπερπηδήσει τα ορμητικά ρέματα στα ρείθρα, φτάνω στο σπίτι και γκουγκλάρω τους στίχους που πρόλαβα να συγκρατήσω. Είναι λοιπόν το «Κάτω στα έξι μάρμαρα», από τα Μαστοροχώρια της Κόνιτσας. Και μιλά για μια κόρη που έχει πέσει άρρωστη, επειδή δεν θέλει τον γαμπρό που της προξενεύουν. Έτσι, όταν έρχονται οι συμπέθεροι να την πάρουν, προτείνει πολύ απλά στη θέση της τη μικρότερη αδερφή της.

Στρώσ' τους βελέντζες πράσινες, προσκέφαλα γαλάζια
φτιάξ' τους κ' έναν πικρό καφέ και κέρνα τους να πίνουν.
Και βάλτε το χεράκι σας, στην αργυρή μου τσέπη
κι αδράξτε το κλειδάκι μου κι ανοίξτε το σεντούκι
κι αλλάξτε την μικρότερη και δώστε τους να πάρουν.