Πολιτικη & Οικονομια

Η τελευταία ήττα του Μπέρνι Σάντερς

Για άλλη μία φορά δεν θα είναι υποψήφιος Πρόεδρος των ΗΠΑ

Άγης Παπαγεωργίου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιατί ο Μπέρνι Σάντερς απέτυχε ξανά να κερδίσει το χρίσμα του Δημοκρατικού κόμματος στις Προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.

Εν μέσω της πανδημίας, κοντέψαμε να ξεχάσουμε πως οι διαδικασίες για την ανάδειξη του Δημοκρατικού αντιπάλου του Ντόναλντ Τραμπ τον Νοέμβριο συνεχίζονταν. Όμως, μετά την 7η Απριλίου και τις προκριματικές εκλογές στο Γουϊσκόνσιν, η κούρσα για την Προεδρεία έγινε πλέον ξεκάθαρη. Ο Μπέρνι Σάντερς, ο αυτοαποκαλούμενος Σοσιαλδημοκράτης Γερουσιαστής που υποσχόταν να συνθλίψει το status quo της Ουάσιγκτον, αλλάζοντας παράλληλα τη φυσιογνωμία του Δημοκρατικού κόμματος, ανακοίνωσε πως δε θεωρεί πλέον την εκστρατεία του βιώσιμη, ανοίγοντας τον δρόμο για τον πρώην Αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν, ώστε να αναλάβει εκείνος την ευθύνη της έξωσης του Τραμπ από τον Λευκό Οίκο.

Γιατί όμως αποφάσισε τώρα ο Σάντερς να αποσυρθεί; Και αλήθεια, πόσο ειλικρινής και έντιμη είναι η στάση του; Ας το δούμε αναλυτικότερα.

Η εξίσωση πλέον δεν έβγαινε

Ομολογουμένως, ο Σάντερς ξεκίνησε την προκριματική κούρσα πολύ δυνατά. Στην Αϊόβα και το Νιού Χάμσαϊρ ήρθε ισόπαλος με τον φέρελπι Πιτ Μπούτιτζατζ, ενώ στη Νεβάδα κέρδισε με μεγάλη διαφορά. Κυρίως όμως, και στις τρεις πολιτείες ο μεγάλος εσωκομματικός και ιδεολογικός του αντίπαλος—και φαβορί μέχρι να ξεκινήσει η διαδικασία—Τζο Μπάιντεν περιορίστηκε σε τεταρτο-πέμπτες θέσεις, με τους περισσότερους αναλυτές να θεωρούν πως ήταν θέμα χρόνου για τον μετριοπαθή Αντιπρόεδρο να αποχωρήσει, δίνοντας στον Σάντερς την ευκαιρία που έχασε το 2016, και «τρομοκρατώντας» τους δημοκρατικούς ψηφοφόρους μπροστά στην πιθανή «υποχρέωση» τους να στηρίξουν έναν τόσο διχαστικό υποψήφιο.

Όμως, αρχής γενομένης από τη Νότια Καρολίνα, ο Μπάιντεν ξεκίνησε μια ρελάνς που θα μείνει στην εκλογική ιστορία των ΗΠΑ, επικρατώντας σχεδόν σε κάθε πολιτεία μέχρι σήμερα—πλην της Αμερικανικής Σαμόα, την οποία κέρδισε ο «πολύς» Μάικλ Μπλούμπεργκ. Έτσι, η 7η Απριλίου βρήκε τον Σάντερς να υπολείπεται κατά 300 περίπου εκλέκτορες του Μπάιντεν (914 έναντι 1.217), με τον δεύτερο να θεωρείται βέβαιο πως θα φτάσει εκείνος πρώτος στους απαιτούμενους 1991 για τη νίκη.

Ο Σάντερς λοιπόν σωστά διέγνωσε πως δε θα μπορούσε πλέον να επικρατήσει και έπραξε αυτό που τον καλούσαν κάθε μέρα και περισσότεροι παράγοντες της πολιτικής ζωής στις ΗΠΑ: να αποχωρήσει ώστε να μη βλάψει άλλο τον Μπάιντεν. Ο Σάντερς το έκανε μεν, όχι όμως απαραίτητα γι’ αυτό τον λόγο—αν μάλιστα αποχώρησε οριστικά.

Η γλώσσα έχει σημασία

Στην ανακοίνωση του προς τους υποστηρικτές του, ο Σάντερς ήταν προσεκτικός όσον αφορά την επιλογή των λέξεων του. Συγκεκριμένα, χρησιμοποίησε τον όρο «suspend» αντί για το καθιερωμένο «drop out of the race» και η διαφορά έχει σημασία. Στη δεύτερη περίπτωση, ο Σάντερς θα είχε ξεκάθαρα αποχωρήσει από την κούρσα, στηρίζοντας από τον πάγκο την προσπάθεια του Μπάιντεν—ένθερμα η μη. Όμως, ως άλλος Πόλ Τσόνγκας—ο οποίος προσπάθησε να κάνει την ίδια τρίπλα το 1992—ο Σάντερς απλά ανέστειλε την καμπάνια του, αφήνοντας ουσιαστικά ανοιχτό το ενδεχόμενο να επανέλθει στην κούρσα αν οι συνθήκες του το επιστρέψουν. Αυτές οι συνθήκες παραμένουν ασαφείς και, όπως στην περίπτωση του Πολ Τσόγκα, είναι μάλλον αδύνατο μια τέτοια κίνηση να βγει. ‘Ομως το υπόβαθρο αυτής της απόφασης είναι το ουσιώδες. Αναστέλλοντας αντί να τερματίσει την εκστρατεία του, ο Σάντερς αρνείται να αποδεχτεί με τιμή τη δεύτερη αποτυχία του να κερδίσει το χρίσμα—η οποία αυτή τη φορά είναι μεγαλύτερη.

Μάλιστα, στο διάρκειας δεκαπέντε λεπτών διάγγελμα του, ο Σάντερς αφιέρωσε στον αντίπαλο του—και μελλοντικό υποψήφιο Πρόεδρο—μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα, αποκαλώντας τον απλώς ως έναν «πολύ σεβαστό άνθρωπο». Τον υπόλοιπο χρόνο του, ο Σάντερς τον αξιοποίησε μνημονεύοντας την προσπάθεια των υποστηρικτών του τόσο το 2016 όσο και το 2020, προβαίνοντας σε ορισμένες, καθιερωμένες για τον ίδιο, ακροβασίες. Ενδεικτικά, ο Σάντερς μας είπε πως «το κίνημα του άλλαξε τη συνείδηση των Ηνωμένων Πολιτειών» και πως «κερδίζει στον χώρο των ιδεών». Η εύλογη απορία είναι, εφόσον αυτές οι παράμετροι ισχύουν, τότε γιατί έχασε τη μία πολιτεία μετά την άλλη; Προφανώς, δεν υπήρξε απάντηση επ’ αυτού, παρά μόνο ορισμένα ευχολόγια για το μέλλον—και τη σιγουριά του πως οι νέοι που τον στήριξαν θα καταφέρουν να εκπληρώσουν τον σκοπό του «κινήματος». Είναι μάλλον πιθανότερο πως απλώς θα μεγαλώσουν.

Το παιχνίδι είχε χαθεί πριν ξεκινήσει

Το πρόβλημα με την υποψηφιότητα του Σάντερς είχε αναλυθεί από νωρίς. Ο Γερουσιαστής από το Βερμόντ δε θα μπορούσε να κερδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ, καθώς στις πολιτείες που συνήθως κρίνουν το αποτέλεσμα υστερούσε σημαντικά—λόγω της ακραίας, για τα Αμερικανικά δεδομένα, στάσης του υπέρ ενός «σοσιαλδημοκρατικού» μοντέλου. Η ιστορία μας έχει δείξει πως οι Αμερικάνοι δεν αγοράζουν «σοσιαλδημοκρατία» και αυτή η τάση δεν αποτελεί κάποιου είδους παραξενιά, αλλά αποτέλεσμα της εξέλιξης της ιστορίας που γαλούχησε την εθνική συνείδηση της Αμερικής. Άλλωστε, ο Σάντερς—που τόσο μνημόνευσε τις Σκανδιναβικές χώρες—δε μας είπε ποτέ πώς ακριβώς θα κατάφερνε μέσα σε τέσσερα χρόνια να μετατρέψει τις ΗΠΑ σε Σουηδία.

Επί του πρακτέου, δεν είναι δυνατόν να κατεβαίνεις υποψήφιος για την Προεδρεία και να λες παράλληλα πως «το καθεστώς του Κάστρο στην Κούβα είχε αξιόλογο κοινωνικό πρόγραμμα». Γιατί δε γίνεται; Γιατί είναι αδιανόητο να μην καταλαβαίνεις πως μια τέτοια δήλωση θα σου στερήσει τη Φλόριντα και τους 29 εκλέκτορες που δίνει—όπου οι εξόριστοι Κουβανοί αποτελούν ισχυρότατο λόμπι. Ενδεικτικά, ο Τραμπ γνωρίζοντας πως θα χάσει τη Νέα Υόρκη, μετέφερε την κατοικία του στη Φλόριντα ώστε να αυξήσει τις πιθανότητες να την κερδίσει. Αν λοιπόν αντιμετώπιζε τον Σάντερς—που τόσο ήθελε—θα ξεκινούσε με γκόλ, αν όχι χατ τρικ, από τα αποδυτήρια.

Η υπεροψία της ιδεολογικής υπεροχής

Μέχρι πρότινος, ο Σάντερς παρουσιαζόταν παντού ως ο ανεξάρτητος Γερουσιαστής με τη μεγαλύτερη σε διάρκεια θητεία. Πράγματι, αξίζει να είναι περήφανος που ως ανεξάρτητος κατόρθωσε να εκπροσωπεί το Βερμόντ στη Γερουσία, καθώς τα πολιτικά και εσωκομματικά πάρα-δώσε αποτελούν καθοριστικό παράγοντα σε τόσο υψηλό επίπεδο. Όμως, δε γίνεται να κατεβαίνεις για το χρίσμα ενός εκ των δύο κομμάτων που διεκδικούν την Προεδρεία και να κηρύσσεις αυτάρεσκα όπου σταθείς και όπου βρεθείς πως είσαι ανεξάρτητος—και πέρα από το προφανές παράδοξο, ο λόγος δεν είναι άλλος από την πιθανότητα να κερδίσεις. Πόσο εύκολο θα ήταν άραγε για τον Πρόεδρο Σάντερς να δουλέψει με τους Δημοκρατικούς Γερουσιαστές και Βουλευτές, οι οποίοι στο πρώτο του λάθος θα έπαιρναν απόσταση από εκείνον—και μάλιστα δικαίως.

Για τον «Μπέρνι», η πίστη του στον δημοκρατικό σοσιαλισμό ήταν πάντα αρκετή για να στέκεται ένα βήμα πιο πέρα—ή πιο μπροστά από τους άλλους. Πράγματι, θέλει άντερα να πιστεύεις τόσο πολύ στις ιδέες σου και να μη σε διαφθείρει η πολιτική πραγματικότητα. Όμως, η πραγματικότητα έχει την τάση να είναι αδυσώπητη και η πολιτική συχνά απαιτεί γενναίους συμβιβασμούς. Πολλοί πολιτικοί άνδρες, εξαιρετικά μεγαλύτερου διαμετρήματος από τον Σάντερς, είδαν την καριέρα και τους στόχους τους να καταστρέφονται, ακριβώς γιατί δεν είχαν τη δυνατότητα να συμβιβαστούν. Μεγαλύτερο παράδειγμα αποτελεί ο Πρόεδρος Γουίλσον, ο οποίος πεισματικά αρνήθηκε οποιονδήποτε συμβιβασμό με τους Ρεπουμπλικάνους ώστε να ψηφιστεί η ένταξη των ΗΠΑ στην Κοινωνία των Εθνών, με αποτέλεσμα η συνθήκη να ηττηθεί και ο ίδιος να αποχωρήσει ντροπιασμένος από τον Λευκό Οίκο. Οι αγκυλώσεις της ιδεολογίας είναι εξαιρετικές στις αναλύσεις των πανεπιστημιακών αμφιθεάτρων, όμως η πρακτική πλευρά της πολιτικής επιστήμης απαιτεί να γνωρίζεις την τέχνη του συμβιβασμού. Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπαράκ Ομπάμα που τόσο έχει λείψει στους περισσότερους, ως υποψήφιος το 2008 δήλωνε πως δε στήριζε τον θεσμό του γάμου των ομοφυλοφίλων ενώ ως Πρόεδρος τον στήριξε ένθερμα. Ιδεολογία και ρεαλισμός, σημειώσατε Χ—με αυτή την ισοπαλία κερδίζεις την Προεδρία.

Η καθολική ήττα του όψιμου προοδευτισμού

Συμπωματικά, η αναστολή της εκστρατείας του Σάντερς ήρθε μόλις ελάχιστες μέρες μετά την ανάδειξη του μετριοπαθούς Κιρ Στάρμερ στην ηγεσία των Εργατικών του Ηνωμένου Βασιλείου. Όπως οι Αμερικάνοι Δημοκρατικοί, έτσι και οι Βρετανοί Εργατικοί αποφάσισαν πως το πείραμα του «προοδευτισμού» που ανέδειξε τόσο τον Σάντερς όσο και τον Τζέρεμι Κόρμπιν—που τόσο ρεζιλεύτηκε και ρεζίλεψε το κόμμα του—δεν αποτελεί τον ενδεδειγμένο δρόμο για το μέλλον. Στις ιαχές της άλλης πλευράς, όπου ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπόρις Τζόνσον (για τον οποίο όλοι ευχόμαστε ταχεία ανάρρωση και επιστροφή στα καθήκοντα του) παραμένουν αδιαφιλονίκητοι ηγέτες, η απάντηση δείχνει να είναι ο μετριοπαθής, σοβαρός, βασισμένος στην πραγματικότητα λόγος που κεντρώοι και φιλελεύθεροι πολιτικοί όπως ο Μπάιντεν και ο Στάρμερ πρεσβεύουν.

Ο Σάντερς, ο Κόρμπιν και οι λοιποί «προοδευτικοί» ίσως σύντομα αποτελέσουν μια μικρή παράγραφο της εξέλιξης της Ιστορίας, που τόσο επικαλέστηκαν—μα και που δεν κατάλαβαν ποτέ.