Πολιτικη & Οικονομια

Μακροβιότητα και σκιώδεις φιγούρες στον τομέα της φροντίδας

Πού βρισκόμαστε τώρα; Γιατί έχει αξία να θυμηθούμε τι συνέβη πριν από 25 περίπου χρόνια;

Αντιγόνη Λυμπεράκη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αφιέρωμα από το Δίκτυο για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη: Ο θησαυρός των 60+

Η μακροβιότητα θέτει δύο θέματα και ένα δίλημμα: Πρώτον, τη συρρίκνωση του ποσοστού ατόμων εργάσιμης ηλικίας. Και δεύτερον, τις αυξημένες ανάγκες για φροντίδα. Το δίλημμα είναι ότι για να αυξηθεί ο αριθμός των εργαζομένων (προσελκύοντας περισσότερες γυναίκες στην απασχόληση), θα πρέπει να μειωθεί η παροχή δωρεάν φροντίδας προς τους ηλικιωμένους (και όσους έχουν ανάγκη αυξημένης φροντίδας) από τις ίδιες γυναίκες. Ακριβώς το ίδιο δίλημμα αντιμετωπίστηκε στη δεκαετία του 1990 με τους μετανάστες και τις μετανάστριες. Στη δεκαετία του 2020 περιμένουμε να λυθεί με ένα θαύμα.

Στη δεκαετία του 1990 και για μερικά χρόνια μετά τη στροφή της χιλιετίας, η Ελλάδα έκανε μεγάλα πανηγυρικά βήματα προς την ευημερία και προς τη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Τα μακροοικονομικά επιτεύγματα είναι γνωστά και πολλοί βιάστηκαν να τα παρουσιάσουν σαν δική τους επιτυχία. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι σημαντικό μοχλός για τις κατακτήσεις εκείνης της εποχής ήταν μια πολυπληθής ομάδα που οι πολιτικοί προσπαθούσαν συστηματικά να σπρώξουν κάτω από το χαλί του δημόσιου διαλόγου: οι μετανάστες και οι μετανάστριες από την Ανατολική Ευρώπη (περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι, τρεις στους πέντε από την Αλβανία). Τόνωσαν τη ζήτηση, αναζωογόνησαν της αγορά κατοικίας, δημιούργησαν πολλές νέες θέσεις εργασίας, διευκόλυναν την αύξηση της παραγωγικότητας. Το αναγνώρισαν και οι διεθνείς οργανισμοί -το ΔΝΤ υπογράμμισε τον σημαντικό τους ρόλο, υπολογίζοντας μόνο τις πρωτογενείς οικονομικές συνέπειες του αναπτυξιακού σοκ που προκάλεσε η μετανάστευση στην Ελληνική οικονομία. Το τεκμηρίωσαν διάφορες επιστημονικές έρευνες και μελέτες. Η πολιτική τάξη, όμως, ποτέ δεν το παραδέχτηκε ευθέως και ευθαρσώς...

Τι συνέβη τότε; Μια διδακτική ιστορία από τον τομέα της φροντίδας.

Η αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών στην απασχόληση αποτελεί το μεγαλύτερο success story του 20ού αιώνα. Στην Ελλάδα ξεκινήσαμε με καθυστέρηση, αλλά μετά τη μεταπολίτευση έγινε ταχύρρυθμη νομοθετική προσαρμογή, φέρνοντας τη χώρα στην ίδια γραμμή με το πλαίσιο που ίσχυε στην Ευρώπη. Η εξέλιξη, όμως, της απασχόλησης των γυναικών δεν ακολούθησε γραμμική πρόοδο. Η δυναμικότερη ανάπτυξη σημειώθηκε στη δεκαετία γύρω από το 2000, ενώ πριν και μετά υπήρχε μάλλον στασιμότητα. Η ερμηνεία της «φωτεινής διαδρομής» δεν μπορεί να γίνει με πειστικό τρόπο αν δεν βάλουμε στην εικόνα τη μεγάλη αύξηση της προσφοράς εργασίας στον τομέα της φροντίδας προς τα νοικοκυριά από τις μετανάστριες.

Επισήμως 762.200 μετανάστες, 7% του πληθυσμού και 10% της αγοράς εργασίας στη στροφή της χιλιετίας (απογραφή 2001). Από αυτόν το πληθυσμό, εκτιμάται ότι περίπου 200.000 (κυρίως γυναίκες) εργάζονταν στην παροχή υπηρεσιών φροντίδας προς τις οικογένειες. Αυτή η μεγάλη και σχετικά απότομη αύξηση της προσφοράς εργασίας δεν επηρέασε καθόλου την ανεργία ούτε τους μισθούς των ανδρών. Αύξησε όμως κατά 2.5 ποσοστιαίες μονάδες τη συμμετοχή των γυναικών στην απασχόληση.

Ο τομέας παροχής υπηρεσιών προς τα νοικοκυριά (φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, καθώς και γενικότερα οικιακά καθήκοντα) αποτέλεσε σημείο εισόδου στην απασχόληση για πολλές από τις μετανάστριες –άλλοτε σε σχέση πλήρους απασχόλησης και άλλοτε μερικής. Άλλωστε η φροντίδα αποτελούσε το κατ’ εξοχήν πεδίο ευθύνης που η οικογένεια ανέθετε στις γυναίκες της- μαμάδες και γιαγιάδες (σπανιότερα πλέον αδελφές), εργαζόμενες και μη. Αυτό το βάρος, (ακριβέστερα, μέρος αυτού του φορτίου) μεταβιβάστηκε στις μετανάστριες, ανεβάζοντας το αμειβόμενο μερίδιο της παιδικής φροντίδας  από 23% σε 38% του συνόλου μέχρι το 2001 (Eurostat/ECHP). Στη φροντίδα ηλικιωμένων το κενό ήταν ακόμα εντονότερο: η άτυπη φροντίδα από την οικογένεια προς τους ηλικιωμένους εμφανίζει 9 φορές μεγαλύτερη συχνότητα από τη φροντίδα που προσφέρεται από το κράτος ή την αγορά.

Αυτές οι αλλαγές που αποτυπώνονται στις στατιστικές της μεγάλης εικόνας συμπυκνώνουν μικρές και μεγαλύτερες αλλαγές στην καθημερινότητα των ανθρώπων και των οικογενειών τους. Η διαδρομή ανάμεσα σε μια κατάσταση που όλη η «καλή» φροντίδα παρέχεται αποκλειστικά από την οικογένεια προς ένα περισσότερο ανοιχτό σύστημα φροντίδας περνάει από τον ενδιάμεσο σταθμό: φροντίδα στο σπίτι για λογαριασμό της οικογένειας. Σε αυτόν τον σταθμό, η διαθεσιμότητα μεταναστριών ήταν κομβικής σημασίας.

Συνοψίζοντας: η καθημερινότητα δεν αλλάζει μόνο με νόμους για την ισότητα. Οι ευκαιρίες ζωής και εργασίας έχουν και άλλες προϋποθέσεις: λύσεις στα πιεστικά προβλήματα της φροντίδας όσων έχουν ανάγκη. Οι γυναίκες, μέχρι να αλλάξουν οι νοοτροπίες, θα ανοίγουν την πόρτα της οικονομικής ανεξαρτησίας τους όταν οι δικοί τους άνθρωποι είναι φροντισμένοι. Τόσο απλό. Και αφού την ανοίξουν, φέρνουν ταχύτερη ευημερία στο σπίτι τους και ανάπτυξη στην κοινωνία.

Πού βρισκόμαστε τώρα; Γιατί έχει αξία να θυμηθούμε τι συνέβη πριν από 25 περίπου χρόνια;

Για τέσσερις (τουλάχιστον) λόγους:

Πρώτον, επειδή η μακροβιότητα έχει χαρίσει (και ) την κοινωνία μας περισσότερα χρόνια ζωής. Όχι μόνο έχει παρατείνει το τελευταίο στάδιο του γήρατος, αλλά έχει παρατείνει ουσιαστικά τη μέση ηλικία. Αυτό σημαίνει τουλάχιστον δύο πράγματα:

  • ότι αυξάνουν οι ανάγκες για φροντίδα των πολύ ηλικιωμένων και
  • ότι αυξάνει η διαθεσιμότητα περισσότερων ανθρώπων μέσης ηλικίας για εργασία.

Δεύτερον, επειδή το δημογραφικό ισοζύγιο (μείωση ποσοστού νέων ανθρώπων και φυγή στο εξωτερικό σε αναζήτηση καλύτερης τύχης) συνεπάγεται σημαντικά μικρότερη προσφορά εργασίας, σε μια εποχή που η οικονομία έχει εναποθέσει τις ελπίδες της σε μια δυναμική επιστροφή στην ανάπτυξη.

Τρίτον, επειδή συμβαίνει να έχουμε σημαντικές αναξιοποίητες δεξαμενές εργασίας:

το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών στη χώρα μας παραμένει από τα χαμηλότερα στην ΕΕ. Αυτό αφορά περισσότερο τις γυναίκες μέσης ηλικίας.

Το ποσοστό απασχόλησης (και η ετοιμότητα να ξεκινήσουν εργασία) ανάμεσα στους πληθυσμούς που έφτασαν στη χώρα με το προσφυγικό κύμα από το 2015, είναι εξαιρετικά χαμηλό.

Τέταρτον, επειδή οι υπηρεσίες φροντίδας του «επίσημου (κρατικού) συστήματος» έχουν φτάσει στο ναδίρ: ήταν «φτωχές» στην εποχή της αφθονίας, απέγιναν ακόμα πιο ανεπαρκείς με τη λαίλαπα της κρίσης και της δημοσιονομικής προσαρμογής. Άλλωστε ουδέποτε θεωρούνταν σημαντικές στο χρηματιστήριο των πολιτικών προτεραιοτήτων του πελατειακού μας κράτους: πάντα η προτίμηση ήταν σε επιδόματα προς «έχοντες» (φωνή και ψήφους), παρά σε ανακούφιση των ανώνυμων ηλικιωμένων γυναικών σε κίνδυνο αποκλεισμού... Σύμφωνα με τα επίσημα ευρωπαϊκά στοιχεία (Ageing Working Group) το ποσοστό δημόσιας δαπάνης για μακροχρόνια φροντίδα στην Ελλάδα είναι 0,01% του ΑΕΠ, όταν στην Ολλανδία είναι 3,5%. Το κενό της φροντίδας προσπαθεί να το καλύψει η οικογένεια (και κυρίως οι γυναίκες μέσα σε αυτήν).

Η αυτονόητη λύση

Τα δεδομένα αυτά διαγράφουν μια διαδρομή αυτονόητης λύσης. Έχουμε περίπου 150.000 πρόσφυγες και μετανάστες, ίσως και περισσότερους. Οι άνθρωποι αυτοί αναζητούν να χτίσουν τη ζωή τους σε συνθήκες ομαλής κανονικότητας και οικονομικής αυτάρκειας. Πολλοί από τους μετανάστες και τις μετανάστριες του προηγούμενου κύματος έχουν φύγει από την Ελλάδα και έχουν στήσει τη ζωή τους αλλού (στις χώρες τους ή αλλού στην Ευρώπη). Εν τω μεταξύ, οι ανάγκες της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας αυξάνουν συνεχώς. Αν οι ανάγκες αυτές δεν συνδεθούν με όσους και όσες βρίσκονται δίπλα μας, θα καταλήξουμε να ισορροπήσουμε σε ένα φτωχό και μίζερο ισοζύγιο.

Οι άνθρωποι που βρίσκονται κοντά μας ίσως ξεκίνησαν για αλλού. Εμείς όμως πρέπει να ξέρουμε ότι αν δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τους εφεύρουμε. Αποτελούν μια πολύτιμη δεξαμενή ανθρώπινης εργασίας και διάθεσης για προσπάθεια. Μπορούμε, για το καλό όλων μας, να συνδυάσουμε τις ανάγκες μας και να ευημερήσουμε δίπλα-δίπλα. Μπορούμε, βέβαια, αν προτιμάμε, να χαραμίσουμε κι άλλες ευκαιρίες - πετώντας την μπάλα στην εξέδρα και κάνοντας πως δεν καταλάβαμε τίποτα ούτε από τα «καλά χρόνια» αλλά ούτε και από τα χρόνια της κρίσης.