Πολιτικη & Οικονομια

Συριζώσες, Συριζαμένη, Παιδί Φάντασμα και Κουφοντίνας

Διακόπτουμε πρόσκαιρα την ποταμολογία, που έχει αιφνιδιάσει πολλούς ευχάριστα και περισσότερους δυσάρεστα. Αφορμή μας έδωσε το βιβλίο Κουφοντίνα και ο πρόλογος με τον οποίο το τίμησε ο κ. Γιαννόπουλος, που είναι και δεν είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Το ξέρετε καλά, μας είναι πολύ ντάρλινγκ το θέμα του αντιμνημονιακού ανεξυριζαυγιτισμού, πόσω μάλλον όταν διανθίζεται και με ολίγη από τρομοκρατία.

Σακελλάρης Σκουμπουρδής
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Διακόπτουμε πρόσκαιρα την ποταμολογία, που έχει αιφνιδιάσει πολλούς ευχάριστα και περισσότερους δυσάρεστα. Αφορμή μας έδωσε το βιβλίο Κουφοντίνα και ο πρόλογος με τον οποίο το τίμησε ο κ. Γιαννόπουλος, που είναι και δεν είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ. Το ξέρετε καλά, μας είναι πολύ ντάρλινγκ το θέμα του αντιμνημονιακού ανεξυριζαυγιτισμού, πόσω μάλλον όταν διανθίζεται και με ολίγη από τρομοκρατία.

Τα έχουμε ξαναπεί, τρομοκρατικό κόμμα δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, απλώς έχει μια θαυμαστική και σεβαστική ροπή προς κάποιου ερυθρού είδους ακροδεξιά παρέκβαση της δημοκρατικής νομιμότητας. Και ο κ. Γιαννόπουλος έχει δομική σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ κι ας μην είναι τώρα μέλος του. Γιατί είναι μέλος της «Ρόζας» και αυτή είναι ζυμωμένη εντός του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς από την ανέγερση του έως τώρα.

Τσακώνονται συχνά Ν.Δ. και Κουμουνδούρου, χωρίς αποτέλεσμα. Η σκληρή αλήθεια για τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, είναι ότι αυτή τη φορά η προσπάθεια της Ν.Δ. έγινε σοβαρότερη και αποκαλυπτική (Βλέπε «Ο Κουφοντίνας είναι ένας κανονικός άνθρωπος»). Έτσι κατάφερε και αποστομωτικά εξανάγκασε την Κουμουνδούρου σε φλύαρες, αλλά μη πειστικές εξηγήσεις.

Παρόμοια με τον κ. Γιαννόπουλο σκέφτονται και δρουν πολλοί σύντροφοί του, που τελικά είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος προσπαθεί να τους αποκρύψει, αλλά για πόσο και ως πότε. Κάθε Κωσταλέξι έχει τη λύτρωσή του σε αυτή τη ζήση. Ο γενικής αποδοχής Μαρξισμός Λενινισμός ως βάση σκέψης έχει χωνευτεί στην σκέψη του Σλάβοϊ Ζίζεκ κυρίαρχη εν ΣΥΡΙΖΑ, όπου ενδιαιτώνται και λίγες ιριδίζουσες πινελιές από σταλινικές και όχι μόνο ριπές. Ας αναφέρουμε μεταξύ πολλών άλλων εξωτικών και τις τροτσκιστικές.

Γιατί και ο τροτσκιστής ηγέτης της «Διεθνιστικής Εργατικής Αριστεράς» Αντώνης Νταβανέλος, κατά δήλωσή του, χωρίς να διαλύσει την ΔΕΑ παραμένει στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με τον κ. Γιαννόπουλο. Σήμερα και ο κ. Νταβανέλος, ερωτηθείς αν θα έγραφε και αυτός τον πρόλογο στο βιβλίο του Κουφοντίνα, δήλωσε στον ΣΚΑΪ «πιθανόν όχι!». Δηλαδή (τουλάχιστον εξ ίσου) πιθανόν θα ήταν και το ναι… Πού να το μάθει και η κυρία Μισέλλ.

Αυτό το γενναιόδωρο ευρύ πλαίσιο επιτρέπει σε πολύ κόσμο να κουρνιάσει στην αγκαλιά του κόμματος Τσίπρα. Όποιος θέλει μπορεί να βρει παντού δημοσιευμένα στοιχεία για την βιοποικιλότητα του «αριστερού» ΣΥΡΙΖΑ, που από χτες αιτείται και την αποκατάσταση των αγάμων θυγατέρων… Στην ολοκληρωμένη του μετασυνεδριακή μορφή αποτελεί ένα συνονθύλευμα πολλών διαφορετικών τάσεων και ιδεολογημάτων που αποκαλούνταν Συριζώσες. Αυτές όλες μαζί συναποτελούν μια συνθετική Συριζαμένη, η οποία τις συγκολλάει στη βάση ενός κοινού χαρακτηριστικού.

Της λατρείας σε κάποιο απροσδιόριστο αγαθό, που λέγεται αγωνιστικό ντιριντάχτα και κατέρχεται ανά τις γενεές όσων λάκισαν την ώρα των πραγματικών αγώνων. Μην ξαναλέμε τώρα, πώς γέμισε το «αγωνιστικό» στρατόπεδο από πρώην χουντικούς. Και που κατόπιν με αγωνία λάτρεψαν το «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Και γίνανε σταδιακά αυριανιστές, μακεδονισμένοι, χριστοδουλίστας, δεν θα γίνεις έλληνας ποτέ, δεκεμβριανίστας και εσχάτως αντιμνημονιακοί ανεξυριζαυγιτισταί και πάσης Ελλάδος.

Η αγωνολογία κρατεί καλά, γιατί δίνει παλμό και εγρήγορση στους οπαδούς μας. Και δεν είναι μόνο η «αριστερότητα», είναι μαζί και ο εθνολαϊκισμός που συνθέτουν ένα ακαταμάχητο χαρμάνι εξωτικό, ιδεών (που λέει ο λόγος) και προθέσεων. Το «τι είναι και τι θέλει» ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει θολό, γιατί χίλιοι δεκατρείς λαλούν και χίλιοι δυο χορεύουν. Αυτή η μυθολογία περί αγώνων κανοναρχείται από τα πλέον κορυφαία χείλη. Το ντοκιμαντέρ (των Αλέξανδρου Παπανικολάου και Έμιλυς Γιαννούκου) «Στο Νήμα» (), θα προβληθεί στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Εδώ αποκαλύπτεται ο κ. Τσίπρας να λέει: «Ο λαός μας έχει τις λαμπρότερες παραδόσεις στον αγώνα. Έχει εγγράψει στη συλλογική του συνείδηση αυτούς τους αγώνες και αυτές τις θυσίες».

Βέβαια, όπως και άλλοι θιασώτες του αγωνιστικισμού, έχει χάσει το παιγνίδι από την αρχή του. Ξεχνά ότι αυτή η παράδοση αφορά σε πραγματικούς εξωτερικούς εχθρούς, στους οποίους εναντιώνεται ο λαός μας, μόνο αφού πρώτα έχει φαγωθεί από μόνος του καταντώντας εύκολη λεία για τα δόντια τους. Και το κίνητρο για να αυτοφαγωθεί του το δίνει αυτός ο φαιδρός αγωνιστικισμός, το πάθος του αγώνα για τον αγώνα της εκτός θέματος αλληλοφαγωμάρας.

Επί της ουσίας, δεν καλεί σε αγωνιστική επαγρύπνηση κατά φανταστικών κακών ιπποτών που κατά βάθος είναι αθώοι ανεμόμυλοι, ο κ. Τσίπρας. Δεν πάσχει από δονκιχωτισμό. Μας καλεί να πάμε σε αγώνες κατά εξωτερικών ανύπαρκτων εχθρών, αποκρύπτοντας τους πραγματικούς εσωτερικούς εχθρούς, το Πελατειακό Παρακράτος και το ανακατωσούρικο Ποικιλόχρουν Ακροδεξιό Φαινόμενο. Έτσι, κατά βάθος μας κλείνει το ματάκι για παλινόρθωση (με ένα νόμο και ένα άρθρο) του πελατειακού παρακράτους στα προ 2009 μεγέθη του και όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά.

Κατά τούτο μόνο, λοιπόν, διαφοροποιείται από τον Κουφοντίνα και τους οπαδούς του. Αυτοί δεν θέλουν πελατειακό παρακράτος, θέλουν ένα στρατόκαυλο ολοκληρωτικό κράτος σταλινικού τύπου, βλέπουν την κοινωνία με όρους εργατικής τάξης και αυτό τους αρκεί. Αυτοί θα αποφασίζουν ποιος πού πόσο πώς θα υπάρχει και ποιος όχι. Η σκέψη Κουφοντίνα αποκαλύπτεται στο βιβλίο του από την πρώτη στιγμή, όπως την παρουσιάζει θαυμαστικά και ο κ. Γιαννόπουλος (εδώ). «Γιατί έτσι ακριβώς είναι ο Κουφοντίνας: Ένας απολύτως κανονικός και, παράλληλα, εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Για του λόγου το αληθές, μια χαρακτηριστική σκηνή από την πλούσια «αστυνομική» δράση που ξετυλίγεται παράλληλα με το πολιτικό στοιχείο: «Οι αστυνομικοί από τη μεριά της Ρόδου πήγαν να ξεμυτίσουν. Τους φώναξα: “Ρίχνω κι άλλη χειροβομβίδα”. Ξαναλούφαξαν. Πρώτος αυτός με το αυτόματο (…) Ακούσαμε σειρήνα πίσω μας. Είπα να πετάξουν χειροβομβίδες. Δεν μας κυνηγούσαν, μετέφεραν τους τραυματίες τους. Όταν άκουσαν τις εκρήξεις, εξαφανίστηκαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα».

Μα τον Τουτάτις! Πω, πω, μιλάμε για μεγάλα γέλια! Δεν είναι αυτή η γραφή φτυστή με του «Μικρού Ήρωα» του Στέλιου Ανεμοδουρά; Αυτή, όπου πρωταγωνιστούσε ο Γιώργος Θαλάσσης ή Παιδί φάντασμα, κάνοντας άνω κάτω τους γερμανούς κατακτητές; Πού να νοιώσει βέβαια ο κ. Γιαννόπουλος την τραγικότητα της μεγάλης παρεξήγησης. Ότι τόσο ο κανονικός άνθρωπος Κουφοντίνας, όσο και η κραταιά πλειονότητα του βαθιού ανεξυριζαυγιτισμένου μας ισλάμ, έχει μπερδέψει τη γερμανική κατοχή με την τωρινή μπανανολαϊκισμένη δημοκρατία…

Τον Μεγαλέξανδρο με τον Καραγκιόζη, το κραχ με τον πατισάχ, τη λεκάνη με το τουλπάνι. Ο καθένας μας κάποτε διάβασε «Μικρό Ήρωα» λοιπόν και βλέπει από πού είναι επηρεασμένο το λογοτεχνικό και αγωνιστικό ύφος του κανονικού ανθρώπου Κουφοντίνα. Και γιατί τώρα αφηγείται καμαρωτός πώς είχε απασφαλιστεί η στουκαρισμένη «αριστερότητα» της νόησής του και νόμιζε ότι σκότωνε κακούς, παίζοντας τον «Δικαστή» Ρόυ Μπην του Φαρ Ουέστ.

Και ο Γιαννόπουλος είναι ένας κανονικός άνθρωπος του καθ’ ημάς ισλάμ, όπως οι περισσότεροι τσιφτετέλληνες. Υπάρχει ένας πιστοποιημένος πλειονοτικός εθνολαϊκισμός, που κρύβει πίσω του την αειφόρα άνθηση του Ποικιλόχρου Ακροδεξιού Φαινομένου στην καθ’ ημάς φοβική καφενειακή εσωστρέφεια. Όλοι τους αδυνατούν να συλλάβουν την τραγικότητα από την οποία διέπεται σήμερα ο άρρωστος τόπος μας. Όσοι γελάνε πικρά με όλη αυτή την κωμικοτραγωδία, είναι ελάχιστοι. Δεν ζει ανάμεσά μας ο κανονικός άνθρωπος Κουφοντίνας, λένε. Εμείς οι αντικανονικοί άνθρωποι ζούμε ανάμεσά τους.

Και ο κ. Δρίτσας έχει πει ότι ο Κουφοντίνας δεν είναι δολοφόνος του κοινού ποινικού δικαίου, υπονοώντας ότι οι δολοφονίες του είχαν μια ηθική χροιά λόγω πολιτικού κινήτρου, ήτανε εκτελέσεις ένα πράμα ας πούμε. Κάπως έτσι άλλωστε, από μια παρόμοια παρανοϊκή σημαία δεν παίρνουν άδεια και οι ναζί, για να καθαρίσουν την κοινωνία από αυτό που θεωρούν βρωμιά; Έχει νόημα να πεις ότι αυτή η διαδεδομένη στο εθνικό μας ισλάμ ανάλυση έχει στοιχεία κενού δημοκρατικής νομιμότητας; Πόσο διαφέρει από την άποψη του ίδιου του Κουφοντίνα ότι «το μόνο λάθος που κάναμε ήταν η δολοφονία Αξαρλιάν»; Δηλαδή οι άλλες δολοφονίες ήταν σωστές, ήταν δίκαιες εκτελέσεις κακών.

Και όμως άντε να πεις του κ. Δρίτσα ότι όλες οι δολοφονίες από κόκκινο ή μαύρο τρομοκράτη πάντα είναι λάθος. Γιατί είναι απλές μορφές χυδαίας και αυθαίρετης αυτοδικίας στο όνομα της εργατικής τάξης (ή της ελληνικής φυλής), το καλό της οποίας διερμηνεύω εγώ. Αφού εγώ έχω πάρει το χρίσμα από το ιερό ευαγγέλιο του εθνικού μας ισλάμ, όποιο κι αν είναι αυτό. Γιατί είμαι αγωνιστής γνήσιος και καραμπουζουκλής και εκφράζω τα συμφέροντα του λαού, οπότε επιβάλλεται να σκοτώσω εκείνους που εγώ κρίνω ότι πρέπει να φύγουν από τη μέση. Και μόλις τους εξοντώσω, πάραυτα θα έχω κατακτήσει το Μέγα Κουραδόκαστρο για λογαριασμό του λαού που εκπροσωπώ. Και όποιος διαφωνεί είναι εχθρός μου, άρα και εχθρός του λαού και θα τον φάει και αυτόν το μαύρο φίδι.

Στο βαθύ ισλάμ, ο αδελφός μιας «ατιμασμένης» δεκαπεντάχρονης την δολοφονεί και δικαιώνεται στη συνείδηση της κοινωνίας, αφού αποκατέστησε την τιμή της φαμίλιας. Έτσι και εδώ στην σαρία του δικού μας κουφοντινικού ισλάμ φρονούμε παρομοίως. Συναινούμε κάτω από τα μουστάκια μας όταν «εκτελείται» ένας κακός, ας πούμε ένας (γίνεται να μην είναι κακός;) μεγαλοεπιχειρηματίας. Αντί για την οικογένεια, βάζουμε μια ψεκασμένη εθνολαϊκιστική αντίληψη περί εθνικής αξιοπρέπειας κατά των τοκογλύφων κατακτητών ή κατά των αστών που πίνουνε το αίμα της εργατικής τάξης και να σου ο νέος πατριωτισμός.

Και όλοι μαζί στήνουμε ένα απέραντο Τρελοκομείο της Αυτοδικίας. Και αυτό, που κάποτε τα ελληνόπουλα μεγάλωναν με τα όμορφα νάματα του Γιώργου Θαλάσση, τώρα έχει μεταστοιχειωθεί. Τόσο, όσο απέχει η Λούτσα από την Βούρτσα. Ένας από τους δέοντες μάρτυρες αυτής της Τζιχάντ είναι και ο μυθικός Μικρός Ήρως Κουφοντίνας.

Έχουμε επανειλημμένα επισημάνει ότι κουβέντα ουσιώδης περί τρομοκρατίας δεν γίνεται στον κήπο μας. Γι αυτό τίθεται ζήτημα και για τα κίνητρα του εκδοτικού οίκου που μας χάρισε το βιβλίο του Κουφοντίνα. Καλώς το εξέδωσε, αλλά τι άλλο έχει εκδώσει ως αντίλογο στις ιδέες Κουφοντίνα; Ο ίδιος οίκος πάντως πριν είκοσι χρόνια είχε απορρίψει μετά επαίνων δικό μας βιβλίο χαρντ κορ αντιπαπανδρεϊκού περιεχομένου… Δοκιμάστε να διαβάσετε τις επικολυρικές περιπέτειες με το Παιδί Φάντασμα στο βιβλίο του Κουφοντίνα και μετά διαβάστε αντιπαραθετικά τα τρία πρόσφατα σχετικά κείμενά μας: «Χρόνια πολλά, καλέ μου Τρομοκράτορα!», «Απόλυτη Αλήθεια, Άκρα και Τρομοκράτορες» και «Και Μ-Λ και Ανάρχες; Τραγωδίες και φάρσες».

Ίσως δείτε πόσο πίσω βρίσκεται η κυρίαρχη ελληνική «αριστερή» σκέψη που δονείται από τα επί της ουσίας ακροδεξιά κουφοντινικά νάματα. Πόσο κούφος είναι ο λόγος της «αριστερότητας» που μας έχει αποσυντονίσει / αποδιαρθρώσει / κάψει το εθνικό λογισμικό.

Μέσα από αυτή την «αριστερότητα» ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει κύρια την πανδημική αρρώστια της κοινωνίας μας, τη βαρειά αδυναμία κατανόησης της σημερινής πραγματικότητας, διαβάζοντάς την μέσα από χτεσινά φίλτρα. Υπάρχουν εκατομμύρια ψεκασμένοι τσιφτετέλληνες που τους πνίγει το δίκιο και νομίζουν ότι υπάρχει ένα πεδίο αγωνιστικότητας, μέσα στο οποίο θα καταφέρουν να κάνουν το χοντρό ψιλό.

Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, με τις συριζώσες και την συριζαμένη τους, είναι ότι δεν συνιστά σοβαρό κόμμα για να αναλάβει την εξουσία. Πάσχει από τον κοινότοπο καθ’ ημάς ασίγαστο ακατάσχετο χαλκέντερο πριαπικό μπανανολαϊκισμό, που δεν επιτρέπει στον ασθενή να σκεφτεί με σύνεση και νηφαλιότητα. Είναι κακός σύμβουλός του και η βεβαιότητα ότι ο ριζοσπαστισμός είναι εξ ορισμού προοδευτικός, ανεξαρτήτως ηθικού προτάγματος. Αγνοεί τη γνωστή παροιμία, το πολύ το ντιριντάχτα κάνει το παιδί νωθρό.

Πίσω από όλη αυτή την άγονη φιλολογία της κόντρας μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ, σχετικά με την υπόθεση Κουφοντίνα – Γιαννόπουλου, υποκρύπτεται, λοιπόν, ένα πραγματικό πολιτικό ζήτημα. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια συνομοσπονδία από διάφορα μπουλούκια αρχειομαρξιστών και παλαιοημερολογιτών, η σύνθεση των οποίων (μετά την καλοκαιρινή ενοποίησή τους) οδηγεί σε μια πολιτική ό, τι να ‘ναι. Του τύπου ντιριντάχτα αγώνες εθνολαϊκοί, για σοσιαλιστική προοπτική, μέσω βίας και μη βίας και πιθανόν ναι και πιθανόν όχι…

Εν μέσω της παγκοσμιοποίησης, η ηθική και αισθητική συγκρότηση του Κουφοντίνα είναι ακριβώς η ίδια με εκείνη του Άρη Βελουχιώτη, ο οποίος είναι το εικόνισμα συμπάσης της νεοελληνικής μπαλκάν κομμουνίστ κανγκουριάς. Αυτό συμβαίνει μόνο στο καθ’ ημάς εθνικό ισλάμ, γιατί στη Δύση πλέον η αναγκαιότητα της βίας έχει μπει στο στόχαστρο της περίσκεψης με πολύ σοβαρούς όρους κριτικής. Και αντιμετωπίζει τους θιασώτες της «αριστερής» βίας, όπως αντιμετώπιζε ο Μαρξ τους νεολιθικούς προγόνους μας στην εποχή του.

Ιδιαίτερα στο ΣΥΡΙΖΑ αυτή η κανγκουριά της προβειάς και του ρόπαλου, άντε και του μεσαιωνικού αρκεβούζιου ή έστω μιας ηρωικής ρουκέτας κλεμμένης από το Συκούριο, είναι κυρίαρχη. Πέρα από την γνωστή πιπερολογία του προέδρου του, κάτι αναφορές περί αγωνιστικιστικού ντιριντάχτα περισσεύουν παντού. Όταν ο κ. Διαμαντόπουλος μας έδινε ραντεβού στα γουρουνάδικα, ποιος είχε απορίες περί του ποιο αξιακό σύστημα δονεί την σκέψη της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης;

Όλοι μας έχουμε φίλους Συριζαίους, που κάνουνε έρωτα ακούγοντας «βροντάει ο Όλυμπος αστράφτει η Γκιώνα… στ’ άρματα στ’ άρματα εμπρός στον αγώνα» και λοιπά τσαχπίνικα αφροδισιακά. Κάτι τέτοιο υπονοεί ο κ. Τσίπρας στην προαναφερθείσα ρήση του περί αγώνων του ελληνικού λαού. Γιατί να υπολείπονται οι κ.κ. Γιαννόπουλος, Νταβανέλος, Δρίτσας, Διαμαντόπουλος και άλλες προοδευτικές φωνές του ελαφρολαϊκού και ασίκικου ρεπερτορίου;

Πέρα από την πρεμούρα της Ν.Δ. που ξεμπουρλιάζει καθημερνώς τις «αριστερές» πομπές του ΣΥΡΙΖΑ, καταλαβαίνουμε ότι αυτή η ντιριντάχτα Αξιωματική Αντιπολίτευση που έχουμε είναι ψιλοπροβληματική. Δείχνει την θλιβερή ποιότητα του ό, τι να ‘ναι καραπελατειακού δικομματισμού, που μας αξίζει (και απαυτώ την ατυχία μας). Και το δέον της άρσης του.