Πολιτικη & Οικονομια

Ο ΣΥΡΙΖΑ, η αυτοκριτική και οι ευνούχοι

Υπάρχουν κάποια σημεία που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει την παραμικρή αυτοκριτική. Είναι φυσικό. Αν την έκανε θα έπαυε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ερώτημα της «αυτοκριτικής» τίθεται εκ των πραγμάτων από το κείμενο που θα τεθεί προς συζήτηση την Κυριακή στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος.

Θα ήταν άδικο, και προφανώς λάθος, να θεωρήσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα είναι ίδιος με τον ΣΥΡΙΖΑ του 2012 ή του 2015. Τότε, για παράδειγμα, πριν αναλάβουν τη διακυβέρνηση, ο κ. Τσακαλώτος ονειρευόταν ένα μεγαλεπήβολο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για την ανάπτυξη της οικονομίας. Κατέληξε να φορολογήσει ό,τι πετά και ό,τι κινείται για να παραδώσει υπερπλεονάσματα. Η ανάπτυξη ήταν παράπλευρη απώλεια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την επόμενη φορά, αν υπάρξει επόμενη φορά, θα είναι περισσότερο ρεαλιστής. Το πραγματικό ερώτημα ωστόσο είναι τι έμαθε, αν έμαθε, τόσο αυτός όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, από το στραπάτσο της πρώτης διακυβέρνησης. Το ερώτημα τίθεται εκ των πραγμάτων και από το κείμενο «αυτοκριτικής» που θα τεθεί προς συζήτηση την Κυριακή στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος.

Η σύντομη απάντηση θα μπορούσε να είναι «όχι πολλά». Μπορεί βέβαια να διαπίστωσαν ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων στην Ευρώπη δεν ευνοεί τα σχέδιά τους. Ότι η «μεσαία τάξη» έχει πολύ βαθύτερες ρίζες στην ελληνική κοινωνία και δεν έχει καμιά διάθεση να αυτοχειριασθεί στο όνομα του «σοσιαλισμού». Ότι το «νόμος και τάξη» έχει απήχηση επειδή οι πολίτες κουράστηκαν από την ανοχή στην ανομία. Ότι η Κίνα και η Ρωσία δεν είναι αξιόπιστοι εταίροι και πάντως δεν είναι σε θέση, ούτε έχουν τη διάθεση, να χρηματοδοτήσουν την ελληνική οικονομία. Πόσο μάλλον να υποκαταστήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ή ακόμα ότι ο Τραμπ είναι «διαβολικός» αλλά «για το καλό» και ότι συμφέρει να είμαστε πιστοί σύμμαχοι των «ιμπεριαλιστών». Όλα αυτά εντάσσονται στο κεφάλαιο ρεαλισμός. Σίγουρα ένας ρεαλιστής ΣΥΡΙΖΑ είναι προτιμότερος από τον ΣΥΡΙΖΑ της παλαβομάρας και του Βαρουφάκη του πρώτου εξαμήνου. Ή όχι;

Πριν από μερικούς μήνες είχα ρωτήσει ένα κορυφαίο στέλεχος του κόμματος και υπουργό, αν είναι κομμουνιστής. Περίμενα ότι θα μου έλεγε κάτι ασαφές, έστω ευρωκομμουνιστικό, κάπως επικριτικό τέλος πάντων. Αμ δε. Αισθάνθηκα ότι τον διαπέρασε ένα ρίγος και μου είπε, γεμάτος ταπεινότητα, ότι δεν μπορεί να αποκαλέσει έτσι τον εαυτό του. Το κομμουνιστής, εξήγησε, είναι ένα ιδεώδες που θα ήταν τιμή του να το φτάσει! Κι εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ του 4% δεν πιστεύουν στην αστική δημοκρατία και δεν ντρέπονται να το πουν. Δεν πιστεύουν στους θεσμούς της και δεν πιστεύουν στην ελεύθερη αγορά. Έκαναν και θα εξακολουθήσουν να κάνουν ό,τι μπορούν για να τους υπονομεύσουν. Είτε μιλάμε για τη δικαιοσύνη, είτε για τα μέσα ενημέρωσης, για τον ιδιωτικό τομέα είτε ακόμα και για τα δικαιώματα των πολιτικών τους αντιπάλων.

Η αναφορά Πολάκη σε φυλακές, αν και ακραία ως προς τη διατύπωσή της, δεν ήταν ούτε τυχαία αντίληψη ούτε περιθωριακή. Όπως δεν είναι τυχαία η ανοχή στους «αντιεξουσιαστές» που κινούνται στις παρυφές της τρομοκρατίας. Όσο για τον ρεαλισμό τους είναι απλώς η κατανόηση ότι δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν την ανατροπή που διακαώς επιθυμούν. Να πάρουν την αληθινή εξουσία, όπως οι ίδιοι λένε. Σε μας, όταν τα κάνουν πλακάκια με ολιγάρχες, όταν συμπλέουν με τον Καμένο ή όταν υποκλίνονται στην εκκλησία, φαίνεται ότι υποκρίνονται. Όμως για τους ίδιους όλοι αυτοί οι συμβιβασμοί είναι απολύτως δικαιολογημένοι, ακριβώς στο όνομα του βασικού στόχου, της πραγματικής εξουσίας. Τι τους έμαθε ο Λένιν;

Κι αυτή η προοδευτική συμμαχία τι είναι, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς; Παλιά μου τέχνη κόσκινο. Ένα ιδανικό προκάλυμμα στελεχών ευνουχισμένων πολιτικά. Μια βιτρίνα που τους επιτρέπει να απευθυνθούν με μεγαλύτερη πειθώ στον κόσμο της κεντροαριστεράς. Γιατί, βέβαια, όσοι προσχωρούν στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν ουσιαστικά απολέσει την πολιτική τους αυτονομία. Για να το πούμε παραστατικά, ο Ραγκούσης πηγαίνοντας στον ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να συνυπάρξει πολιτικά με τον Θύμιο Λυμπερόπουλο. Ο έσχατος εξευτελισμός. Υπάρχει ποτέ περίπτωση να ξαναμιλήσει για μεταρρυθμίσεις, εκσυγχρονισμό ή πόλεμο στις συντεχνίες;

Θα μπορούσε βέβαια κάποιος να ισχυριστεί ότι έστω κι έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη εναλλακτική λύση στη Νέα Δημοκρατία. Κι ότι ο ρεαλισμός του τον κάνει ακίνδυνο. Θα λένε τα δικά τους, αλλά στην πράξη θα κινηθούν όπως κινήθηκαν στη δεύτερη τετραετία. Σωστό, με δύο όμως μεγάλες επιφυλάξεις.

Η πρώτη έχει σχέση με τις μεγάλες τομές που έχει ανάγκη η χώρα. Ο ΣΥΡΙΖΑ της γραφειοκρατίας, των συντεχνιών και των επιδομάτων έχει αλλεργία σε κάθε εκσυγχρονιστικό εγχείρημα. Σε βάθος χρόνου είναι επιλογή στασιμότητας.

Η δεύτερη έχει να κάνει με τον πολιτικό λόγο που υιοθέτησε. Η μισαλλοδοξία, το ταξικό μίσος, η στοχοποίηση και η προσπάθεια απαξίωσης των αντιπάλων του δεν είναι περιστασιακά χαρακτηριστικά. Είναι ακριβώς απόρροια της πεποίθησής του ότι το σύστημα και όσοι το υπηρετούν είναι διεφθαρμένο. Δεν επιδιορθώνεται, γκρεμίζεται μαζί με όσους το υπηρετούν. Πρόκειται ασφαλώς για φαινόμενο της εποχής, δεν περιορίζεται στην Ελλάδα. Αν στην Ευρώπη όμως αυτού του είδους η αμφισβήτηση προέρχεται από την άκρα δεξιά, τον Σαλβίνι και τη Λεπέν, στην Ελλάδα τον ρόλο αυτό τον ανέλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σε όλα αυτά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κάνει την παραμικρή αυτοκριτική. Είναι φυσικό. Αν την έκανε θα έπαυε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.