Πολιτικη & Οικονομια

Ιδιωτικά κολέγια: θόρυβος κι αλήθειες

Η ενίσχυση του υγιούς «επιχειρείν» είναι διαφορετικό διακύβευμα από την προώθηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης με ταξικό πρόσημο

Στέλιος Στυλιανίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ακαδημαϊκή και επαγγελματική ισοτιμία των ιδιωτικών κολεγίων με τα ΑΕΙ: Υπάρχουν κριτήρια αξιολόγησης;

Η δημόσια συζήτηση για κάθε μεταρρύθμιση, με ή χωρίς εισαγωγικά, ιδιαίτερα στον χώρο της δημόσιας παιδείας, αναδεικνύει, σχεδόν αδιαφοροποίητα, κομματικές ατζέντες, ιδεολογικές η ψευδο-ιδεολογικές συγκρούσεις, κρυφές συντεχνιακές στοχεύσεις, καχυποψία μέχρι παράνοια, ανορθολογισμό και αρκετές στρεβλώσεις ή συσκοτίσεις της πραγματικότητας.

Πίσω από τις έννοιες αναβάθμιση της ποιότητας εκπαίδευσης-πρόσβαση σε όλους-εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση-καινοτομία-ερευνητική πολιτική-σύνδεση με αγορά εργασίας- επαγγελματική ένταξη-συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα-προσαρμογή στα ευρωπαϊκά δεδομένα-ανάγκες φοιτητών και ανάγκες εκπαιδευτικής κοινότητας, κρύβονται γκρίζες ζώνες, λανθάνουσες συγκρούσεις, κάθε είδους αντιστάσεις και δομικές παθογένειες της χώρας απέναντι σε κάθε απειλητική αλλαγή, αλλά κυρίως πολύς συγχυτικός θόρυβος και διχοτομήσεις της σκέψης (καλό-κακό) και της ψυχικής λειτουργίας των εμπλεκομένων.

Στόχος αυτού του άρθρου είναι η συρρίκνωση του θορύβου, επικεντρώνοντας την συζήτηση στο πρόσφατο άρθρο 50 για την ακαδημαϊκή και επαγγελματική ισοτιμία των ιδιωτικών κολεγίων με τα ΑΕΙ.

Προκειμένου να φωτίσουμε ορισμένες γκρίζες πτυχές της «μεταρρύθμισης», θα χρησιμοποιήσουμε ως εμπειρικό πεδίο παρατήρησης, λόγω πανεπιστημιακής ταυτότητας, τα τμήματα Ψυχολογίας των ΑΕΙ και αυτά των Ιδιωτικών κολεγίων, όπως λειτουργούν σήμερα.

Αυτονόητες παραδοχές

Οι στόχοι μιας σύγχρονης ποιοτικής εκπαίδευσης με τη μεγαλύτερη δυνατή πρόσβαση για όλους, τον 21ο αιώνα, πρέπει να είναι η εξωστρέφεια, η αναβάθμιση του επιπέδου των προγραμμάτων σπουδών, οι συμπράξεις με μη κρατικούς φορείς (ιδρύματα, ινστιτούτα κοκ), η σύνδεση, επιλεκτικά, με τις ανάγκες της αγοράς, η διαφάνεια, η νομιμότητα ως προς το εθνικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο προσόντων, η συστηματική έρευνα, η ορατότητα μέσω δημοσιεύσεων-ετεροαναφορών-επιστημονικών συνεδρίων για την προαγωγή των επιστημονικών δεξιοτήτων και της επαγγελματικής ένταξης, η πραγματική άμιλλα στις κατατάξεις των ΑΕΙ στις διεθνείς λίστες αξιολόγησης.

Τα βασικά εργαλεία για την επίτευξη αυτών των στόχων πρέπει να είναι:

α) η ουσιαστική και ανεξάρτητη λειτουργία της  εθνικής αρχής δημόσιας εκπαίδευσης, μακριά από κομματικές-πολιτικές σκοπιμότητες όπως και από πελατειακά-συντεχνιακά συμφέροντα, ώστε να κατοχυρώνεται η θεσμική διαφάνεια στα εργαλεία και τις διαδικασίες αξιολόγησης και αυτοαξιολόγησης.

β) ο διαρκής διάλογος  μεταξύ των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας για την αναβάθμιση της ποιότητας εκπαίδευσης και την ανάδειξη καινοτόμων ερευνητικών και εκπαιδευτικών πρακτικών.

γ) η προσπάθεια για τον περιορισμό των ανισοτήτων στην ανώτατη παιδεία μέσα από την καταπολέμηση του ψηφιακού αναλφαβητισμού ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.

Αντί ενός νηφάλιου και συστηματικού διαλόγου για την επίτευξη αυτών των στόχων έχουμε μια διαρκή κομματική-ιδεολογική-συντεχνιακή διελκυστίνδα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αλλά και την αποδόμηση στην πράξη καινοτόμων νομοθετικών πρωτοβουλιών που έχουν ήδη αναληφθεί (π.χ. η κακοποίηση και ταυτόχρονα υπερεπικοινωνιακή εκμετάλλευση του νόμου Διαμαντοπούλου).

Χαρακτηριστικό (αρνητικό) παράδειγμα είναι ο «θρίαμβος» της «αριστεράς» για την προάσπιση της δημόσιας παιδείας μέσα από στρεβλές πολιτικές όπως η εξίσωση ΑΕΙ-ΤΕΙ, η δημιουργία 37 νέων σχολών χωρίς πανεπιστημιακό αίτημα και χωρίς ευρύ κοινωνικό διάλογο και ο θρήνος για τη  βάση του 10.

Οι αριστερές στρεβλώσεις διευκολύνουν την προσπάθεια απαξίωσης και υποβάθμισης του δημόσιου πανεπιστημίου μέσω της υποχρηματοδότησης, της ανεπαρκούς στελέχωσης, των φτωχών έως άθλιων υποδομών και της σύνδεσης της αξιολόγησης με τις χρηματοδοτήσεις, όχι στη λογική της επιβράβευσης αλλά στη λογική της τιμωρίας.

Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση των 28 χωρών της ΕΕ στην κατάταξη ευρωπαϊκού δείκτη δεξιοτήτων, όπως και σε χαμηλότατη θέση στον δείκτη απασχόλησης-εργατικού δυναμικού 20-34 ετών.

Κατάσταση τμημάτων Ψυχολογίας

Οι πανεπιστημιακές σχολές Ψυχολογίας ήδη υπερκαλύπτουν τις ανάγκες της αγοράς. Zητούμενο είναι να αναβαθμιστεί η λειτουργία τους μέσα από επαρκή στελέχωση, συστηματικότερη αξιολόγηση, επάρκεια εκπαιδευτικών μέσων και υποδομών, ακόμη μεγαλύτερη αναβάθμιση της κλινικής πρακτικής των φοιτητών με συστηματική και εξειδικευμένη εποπτεία, δικτύωση με πρότυπα προγράμματα εκπαίδευσης του εξωτερικού προκειμένου να ανελιχθούν στις διεθνείς λίστες αξιολόγησης. Αντίθετα, έχουμε υποχρηματοδότηση και στην έρευνα και στην εκπαίδευση, υποστελέχωση και απαξίωση. Λόγω της μη πλήρωσης κενών οργανικών θέσεων μελών ΔΕΠ πολλά εκπαιδευτικά αντικείμενα καλύπτονται ανεπαρκώς ή με την φιλότιμη και εξαντλητική προσπάθεια του διδακτικού προσωπικού, συχνά με την προαιρετική συνδρομή στελεχών από συναφείς δημόσιες δομές.

Ωστόσο, παρά τον υπερβολικό αριθμό φοιτητών και τα συρρικνωμένα εκπαιδευτικά μέσα και σε συνθήκες κρίσης, τα πανεπιστημιακά τμήματα Ψυχολογίας παράγουν πρωτογενές επιστημονικό έργο, ερευνητικά προγράμματα, κοινοτικές δράσεις επιμόρφωσης πληθυσμού, υψηλού επιπέδου εποπτεία πρακτικής άσκησης σε χώρους που αντιπροσωπεύουν πραγματικές συνθήκες εργασίας ψυχιατρικής φροντίδας και παροχής υπηρεσιών στο πλαίσιο της δημόσιας ψυχικής υγείας.

Ιδιωτικά κολέγια - άρθρο 50

Τα ιδιωτικά κολέγια δεν είναι όλα ίδια. Ωστόσο, είναι το ίδιο ανεξέλεγκτα. Δεν υπάρχουν μηχανισμός και κριτήρια αξιολόγησης με αποτέλεσμα η εξίσωση των πτυχίων κολεγίων-ΑΕΙ να είναι εντελώς αυθαίρετη.

Τα κριτήρια επιλογής διδακτικού προσωπικού είναι αδιαφανή. Γνωρίζουμε ότι διδάσκουν καθηγητές χωρίς διδακτορικό και σε ορισμένες περιπτώσεις χωρίς καν μάστερ.

Τα κολέγια δεν παράγουν πρωτογενώς έρευνα, δεν έχουν θεσμοθετημένη κλινική πρακτική άσκηση για τους φοιτητές τους παρά μόνο σε μη δημόσιους φορείς και σε ορισμένες περιπτώσεις σε αμφιλεγόμενους φορείς. Συμβαίνει μάλιστα κάποιες φορές η πρακτική άσκηση να γίνεται στα ιδιωτικά γραφεία ψυχιάτρων ή ψυχολόγων που συνδέονται επαγγελματικά με τα κολέγια.

Παρά την εντυπωσιακή υλικοτεχνική υποδομή και την ακόμη πιο εντυπωσιακό διαφήμισή τους, η ένταξη των κολεγίων σε μια πραγματική ακαδημαϊκή συνθήκη (έρευνα, δημοσιεύσεις, πιστοποίηση περιεχομένου σπουδών, εκπαιδευτικές-διδακτικές μονάδες, εξωτερική εποπτεία, αξιολόγηση) είναι από ισχνή έως ανύπαρκτη ακόμη και από τα διαφημιζόμενα πανεπιστήμια-μήτρες του εξωτερικού.

Φαίνεται ότι -και μέσα από πρακτικές πελατειασμού- όλοι οι εγγεγραμμένοι στα κολέγια κάποια στιγμή, εφόσον το θέλουν, αποφοιτούν ανεξαρτήτως του κόστους στο οποίο τελικά φτάνει η απόκτηση πτυχίου.

Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι στη διεθνή ταξινόμηση κανένα κολέγιο δεν υπερτερεί κανενός πανεπιστημίου.

Αυτή η εικόνα αδικεί πρωτίστως εκείνα τα κολέγια που πληρούν κάποιες προϋποθέσεις ποιότητας και αλέθονται στο μύλο της αδιαφάνειας και της απουσίας ελέγχου μαζί με τα άλλα που δεν θα άντεχαν ακόμη και στην επιεικέστερη αξιολόγηση.

Συμπερασματικά

Το άρθρο 50 του πρόσφατου νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας υποβαθμίζει το εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο των ΑΕΙ, απαξιώνοντάς τα πλήρως, στο βαθμό που τα εξομοιώνει με ιδιωτικά κέντρα πώλησης εκπαιδευτικών υπηρεσιών χωρίς κριτήρια και χωρίς αξιολόγηση από τον ΔΟΑΤΑΠ.

Τα δημόσια πανεπιστήμια, παρά τις ιστορικές στρεβλώσεις που έχουν υποστεί, παράγουν σημαντικό έργο σε δυσμενέστατες σε σχέση με άλλες χώρες συνθήκες.

Είναι αδιανόητο οι φοιτητές που προσπάθησαν να εισαχθούν μέσω πανελληνίων σε ένα ΑΕΙ να εξισώνονται επαγγελματικά και επιστημονικά με όσους απλώς κάνουν εγγραφή σε ένα ιδιωτικό κολέγιο.

Η απουσία μη κρατικών πανεπιστημίων δεν μπορεί να γίνεται άλλοθι για την εξίσωση επαγγελματικών τίτλων και δικαιωμάτων χωρίς θεσμική και επιστημονική αξιολόγηση.

Η ενίσχυση του υγιούς «επιχειρείν» είναι διαφορετικό διακύβευμα από την προώθηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης με ταξικό πρόσημο.