Πολιτικη & Οικονομια

Ανάθεμα τα γράμματα

Κι εκείνον που τα βρήκε - Ο Ελύτης και η γλώσσα (1)

Δημήτρης Ψυχογιός
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το 1ο μέρος ενός δοκιμίου που θα ασχοληθεί με τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στο Γυμνάσιο


Τελευταίο καταφύγιο των ελληνοκεντρικών και αρχαιολατρών που αρνούνται πεισματικά την πραγματικότητα (το χάλι της παιδείας μας και της εκπαίδευσης δηλαδή), αλλά και των εμπόρων της ελληνικότητας που επιμένουν και καταφέρνουν προς ίδιον όφελος να διδάσκονται τα αρχαία ελληνικά ως υποχρεωτικό μάθημα στη μέση εκπαίδευση, είναι ο Οδυσσέας Ελύτης – κυρίως αυτά που είπε στην ομιλία του στη Στοκχόλμη το 1979, τότε που ο μεγάλος ποιητής τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας:

Μου εδόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ, αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ. – χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρυσμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως ν’ αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών. Προσκτάται η γλώσσα στο μάκρος των αιώνων ένα ορισμένο ήθος. Και το ήθος αυτό γεννά υποχρεώσεις. Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μη γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. 

(Εδώ το πλήρες κείμενο· το site δίνει ως πηγή την Καθημερινή, αλλά εκεί δεν υπάρχει)

Έχει γράψει ακόμα τα παρακάτω σχετικά:

Ε λοιπόν κι εγώ θα τα εξομολογηθώ με μιαν ειλικρίνεια που δεν αξίζει να την ειρωνευθεί κανείς: ένιωθα ένας αριστοκράτης που είχε –ο μόνος που είχε– το προνόμιο να λέει τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα», ακριβώς όπως η Σαπφώ, ακριβώς όπως ο Ρωμανός, εδώ και χιλιάδες χρόνια, και μόνον έτσι να βλέπω αλήθεια το γαλάζιο του αιθέρος ή ν᾿ ακούω το ρόχθο του πελάγους... Καμιά υπερβολή δεν είχε πει, από την άποψη αυτή, ο Περικλής Γιαννόπουλος. Εξάλλου, όπως το εξομολογήθηκα πριν, είχα γίνει ένας φανατικός. Μέσα σ’ αυτούς τους γύρω μου λαρυγγισμούς, ο μόνος, το ξαναλέω, που είχε αυτό το προνόμιο. (Ανοιχτά Χαρτιά, 1974, Εκδόσεις Αστερίας, σελ. 352)

Το απόσπασμα βρίσκεται στο «Χρονικό μιας δεκαετίας». Πρόκειται για σκέψεις (μας λέει) που είχε κάνει στο Παρίσι, όπου έζησε την τριετία 1948-1951, σαράντα χρόνων περίπου. Απαυδισμένος από τους συρμούς της εποχής, που δεν του πήγαιναν καθόλου, κλείστηκε στο μικρό καμαράκι του στη οδό Monsieur le Prince, αφηγείται, και άρχισε να διαβάζει Πλάτωνα. Τότε κατέληξε στα συμπεράσματα πως «η γλώσσα είναι ήθος», γράφει λίγο πιο πριν (σελ. 347) και πως σε σχέση με τους καλλιτέχνες και ποιητές που συναντούσε εκεί, πετυχημένους και παγκοσμίως γνωστούς, αυτός ήταν ο αριστοκράτης. Τριάντα χρόνια αργότερα, στα εβδομήντα του σχεδόν, αυτές τις καθοριστικές για τον ίδιο σκέψεις που καθοδήγησαν το έργο του τις διάβασε στη Στοκχόλμη.

Είναι δύσκολο να τα βάζεις με ποιητές, ειδικά όταν πρόκειται για κάποιον με την αξία του Ελύτη – που μάλιστα στην αρχή της ίδια ομιλίας του έχει φροντίσει να υπονομεύσει την πραγματολογική κρίση των λεγομένων του αναφέροντας ότι η ποίηση «εγείρεται στο σημείον όπου ο ορθολογισμός καταθέτει τα όπλα του», υποθέτω μπροστά στο «μαγικό εργαλείο της γλώσσας» που αναφέρει εδώ. Αλλά σε όσους δεν μας αρκεί η μαγεία για την ένταξη στον κόσμο και την ερμηνεία του αξίζει να μελετήσουμε τα επιχειρήματά του – μας δίνει ο ίδιος το δικαίωμα γιατί στο κείμενό του υπάρχει η μαγεία της γραφής του (και για τούτο είναι τόσο πειστικό, μου φαίνεται), αλλά η ομιλία του στη Στοκχόλμη δεν είναι λόγος ποιητικός: είναι δοκίμιο με επιχειρήματα και στο συγκεκριμένο παράθεμα ο ποιητής επικαλείται αριθμούς και ποσότητες: μερικά εκατομμύρια, δυόμισι χιλιάδες, ελάχιστη απόσταση. Δεν μας λέει «έτσι θέλω», δεν μας λέει «αυτά αγαπάω», δεν πρόκειται για «αλληλουχία των κρυφών νοημάτων», μας λέει «έτσι είναι» – στο φανερό σε όλους μας κόσμο.

Είναι έτσι; Έχουμε υποχρέωση να απομαγευτούμε (μόνο προσωρινά, αλλιώς πώς θα απολαμβάνουμε την ποίησή του;) και να δούμε αν τα επιχειρήματά και οι αριθμοί του στέκουν. Στο κάτω-κάτω, αν η αρχαία ελληνική γραμματεία απέκτησε τη σημασία που είχε (και συνεχίζει εν πολλοίς να έχει) για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό αυτό δεν οφείλεται στα ερμητικά κείμενα του Ερμή του Τρισμέγιστου, αλλά στα κείμενα των φιλοσόφων, των δραματικών και των μαθηματικών που έγραψαν στην αρχαία ελληνική γλώσσα και ο ορθός λόγος είναι παρών παντού, ακόμα και όταν ασχολείται με τη διονυσιακή μανία.

Αφήνοντας για το επόμενο κεφάλαιο την αναφορά του «η ελληνική είναι μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ’ ελάχιστες διαφορές», ας δούμε τις συνέπειες του γεγονότος ότι πρόκειται για «μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων». Πράγματι, είμαστε λίγα εκατομμύρια αυτοί που μιλάμε την ελληνική, περίπου 12-15, ανάλογα με το πώς μετράει κανείς, αν περιλαμβάνει δηλαδή μόνο τους «φυσικούς ομιλητές» (native speakers, αυτούς που έχουν την ελληνική ως μητρική γλώσσα) ή γενικά όσους μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν. Αλλά δεν μας αξίζει αυτή η υποτιμητική μελαγχολία του «μόνον από» για την εμβέλεια της γλώσσας μας. Πρώτον, γιατί ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν μιλούσαν τόσοι πολλοί ελληνικάόσοι σήμερα – ούτε καν στις αρχαίες εποχές που η ελληνική ήταν γλώσσα αυτοκρατοριών και βασιλείων, στους ελληνιστικούς χρόνους δηλαδή ή επί Βυζαντίου. Θα παραθέσω τα σχετικά στοιχεία σε άλλο μέρος αυτής της μικρής μελέτης. Δεύτερον, υπάρχουν πάνω-κάτω 7.000 γλώσσες σε όλη τη γη, είμαστε 6,5 δισεκατομμύρια οι άνθρωποι, κατά μέσον όρο κάθε γλώσσα μιλιέται από ένα εκατομμύριο ανθρώπους – η ελληνική είναι πολύ πάνω από το μέσο όρο: ο κανόνας με τις γλώσσες είναι να τις μιλούν πολύ λίγοι.

Αλλά ότι η ελληνική είναι γλώσσα με πολλούς ομιλητές ισχύει ακόμα και αν λάβουμε υπόψη μας μόνο τις «μεγάλες γλώσσες», το «άνω πεμπτημόριο» που λένε οι στατιστικοί, το 20% των γλωσσών που έχουν τους περισσότερους φυσικούς ομιλητές. Αυτές είναι περίπου 1.350 και τις μιλούν περισσότεροι από 6 δισεκατομμύρια άνθρωποι, το 98% του πληθυσμού της γης. Προκύπτει ότι κατά μέσον όρο κάθε μεγάλη γλώσσα μιλιέται από 4,5 εκατομμύρια ανθρώπους – την ελληνική τη μιλάμε τριπλάσιοι από το μέσο όρο. Δεν είναι μικρή γλώσσα λοιπόν η ελληνική, είναι μεταξύ των 80 γλωσσών με τους περισσότερους ομιλητές στον κόσμο.

Όποιος θέλει να επιβεβαιώσει αυτά τα στοιχεία και να πλουτίσει τις εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του για τις γλώσσες των ανθρώπων, ας ξεκινήσει από τη Wikipedia ή από τους ιστότοπους sil.org και ethnologue.com. Φυσικά πρόκειται για προσεγγίσεις, όχι μόνο επειδή στρογγυλεύω τους αριθμούς αλλά και επειδή εμπεριέχουν αβεβαιότητες: δεν συμφωνούν όλοι αν κάποιες γλωσσικές ποικιλίες είναι διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας ή διαφορετικές γλώσσες – στο ethnologue.com, για παράδειγμα, θεωρούν την ποντιακή, την άγνωστη στους περισσότερους από εμάς «καππαδοκική ελληνική» και την τσακώνικη «γλώσσες» και όχι διαλέκτους, ενώ την ελληνοκυπριακή γλωσσική ποικιλία τη θεωρούν διάλεκτο. Θεωρούν δηλαδή ότι όπως υπάρχουν δεκάδες «ρωμανικές γλώσσες» (romance languages, λατινινογενείς: ισπανική, ιταλική, γαλλική κτλ) και εκατοντάδες ρωμανικές γλωσσικές ποικιλίες, υπάρχουν και τέσσερις «ελληνικές γλώσσες»: η κοινή ελληνική, η καππαδοκική, η τσακωνινή, η ποντιακή, που κάθε μια τους έχει επιμέρους ποικιλίες, διαλέκτους ή ιδιώματα. Φυσικά, στη χώρα μας μιλιούνται και μη ελληνικές γλώσσες, όπως η αρωμουνική (βλάχικα), η αλβανική (διάφορες αρβανίτικες διάλεκτοι), η βουλγαρική (των Πομάκων), η τουρκική, η (σλαβο)μακεδονική, η εβραϊκή σεφαρδίτικη, δύο γλώσσες των Ρομά (γύφτους τους λέγαμε παλιά) – και βεβαίως «μιλιέται» επίσης η ελληνική νοηματική των κωφαλάλων. Τα πρόσφατα μεταναστευτικά ρεύματα έχουν κάνει ακόμα πιο πλούσιο το ρεπερτόριο.

Τα στοιχεία είναι προσεγγιστικά, αλλά αυτή είναι η ουσία: δεν είναι μικρή γλώσσα η ελληνική, είναι μεταξύ των 80 γλωσσών με τους περισσότερους ομιλητές στον κόσμο. Και υπάρχουν 7.000 γλώσσες, υπενθυμίζω. Αυτό που θα έπρεπε μάλλον να μας προβληματίζει είναι ότι το ήθος της δεν τη βοηθά να παράγει σπουδαία κείμενα σε κανένα από τα πεδία των γραμμάτων και των επιστημών: 2 Νόμπελ, στα 550 που έχουν μοιραστεί στα 110 χρόνια ύπαρξης του θεσμού, μας τοποθετούν στο πολύ χαμηλά, ίσως στο έσχατο τεταρτημόριο της «γραμματείας» της εποχής μας, όχι στο πρώτο. Το ζήτημα, μου φαίνεται, δεν είναι να μετράμε τα χρόνια της ιστορίας της γλώσσας μας και αν είναι περισσότερα από άλλων. Όπως το έχει γράψει και ο Ελύτης, το ζήτημα είναι να υπάρξουν τέτοια κείμενα που «να εξαναγκαστούν οι άλλοι να προσέλθουν στα Νέα Ελληνικά, όπως τους εξανάγκασαν να προσέλθουν στα Αρχαία οι Πίνδαροι και οι Ψάπφες» (Ανοιχτά Χαρτιά, 1974, Εκδόσεις Αστερίας,σελ. 29) – και οι Πλάτωνες, Ευκλείδες και Αρίσταρχοι, και αυτοί τους εξανάγκασαν, θα πρόσθετα εγώ που δεν μεροληπτώ υπέρ των ποιητών.

Υπάρχει όμως και ένα ακόμη ερώτημα σχετικά με την ελληνική και τη διάδοσή της: αφού έχει αριστοκρατικό ήθος η γλώσσα μας και επιπλέον υπήρξε γλώσσα βασιλείων, αυτοκρατοριών και της χριστιανικής θρησκείας, κατέχοντας στα Βαλκάνια και στην Ανατολή αντίστοιχη θέση με αυτή της λατινικής στη Δύση (και μάλιστα για πολύ περισσότερους αιώνες) – γιατί δεν εμφανίστηκαν «ελληνογενείς γλώσσες» όπως εμφανίστηκαν λατινογενείς, ακόμα και στα Βαλκάνια; Στα ποντιακά, τα καππαδοκικά και στα τσακώνικα εξαντλείται το γενεσιουργό της ήθος; Όσοι αναμασούν διάφορους μύθους για τη σπουδαιότητα και τελειότητα της ελληνικής (που οι λέξεις της εμπεριέχουν τη σημασία τους, που είναι η ιδανική γλώσσα για υπολογιστές, που παραλίγο θα την υιοθετούσαν οι Αμερικανοί για γλώσσα των ΗΠΑ, που έχει εκατομμύρια λέξεις), τι ερμηνεία δίνουν στην αδυναμία της να γεννήσει άλλες γλώσσες, να πείσει κάποιους λαούς να αφήσουν τη δική τους και να υιοθετήσουν την ελληνική;

Νομίζω πως αυτό έχει σχέση με τη γραφή, με τα κείμενα που παράγουν οι άνθρωποι, όχι με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν: οι Έλληνες, όταν κατακτούν με τα όπλα την Ανατολή, συναντούν γλώσσες που έχουν χιλιετιών παράδοση στη γραφή – στη Δύση τη γραφή τη φέρνουν οι Ρωμαίοι, ως τότε φυτοζωούσε μόνο γύρω από εμπορεία ελληνικά και φοινικικά. Όσο για τα Βαλκάνια, όταν αρχίζει η εισβολή και εγκατάσταση των Σλάβων κατά τα τέλη του 6ου αιώνα στις ερημωμένες από την «πανώλη του Ιουστινιανού» περιοχές, η ελληνική γραφή, η παραγωγή κειμένων δηλαδή, δεν έχει στο μεσαιωνικό Βυζάντιο τη σημασία που είχε στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη: η γραφή έχει φυλακιστεί στα ανάκτορα και στους ναούς, ενώ πριν έτρεχε στους δρόμους.

Θα επανέρχομαι συνέχεια σε αυτή τη μελέτη στο θέμα της εγγραματοσύνης, της ικανότητας για γραφή και ανάγνωση – αυτό είναι το κρίσιμο ζήτημα, όχι η γλώσσα. Εδώ, σε σχέση με την αποτίμηση των απόψεων του Ελύτη, μας ενδιαφέρει το εξής: φαίνεται πως η αγραμματοσύνη της βυζαντινής εποχής είχε ως αποτέλεσμα να μην κυριαρχήσει στα Βαλκάνια η ελληνική, που ήταν η γλώσσα της εξουσίας. Αλλά ούτε και οδήγησε στη δημιουργία «κρεολών γλωσσών» (μεικτών με την αλβανική, τη σλαβική, τη λατινική) με βάση την ελληνική: έμειναν διαφορετικές οι βαλκανικές γλώσσες, αλλά και λέξεις μοιράστηκαν και οι γραμματικές τους διαφοροποιήθηκαν – υπήρξε σύγκλιση των γλωσσών της περιοχής, γεγονός που δημιούργησε την αποκαλούμενη από τους γλωσσολόγους Balkansprachbund, τη Βαλκανική Γλωσσική Ενότητα. Αμέσως παρακάτω για αυτά.

Επειδή η γραφή είναι το κλειδί, ας σημειώσω επίσης κάτι σχετικό και σημαντικό: οι χιλιάδες γλώσσες που υπάρχουν στη γη γράφονται (όσες γράφονται) με καμιά δεκαπενταριά βασικά συστήματα γραφής (ελληνικό αλφάβητο, λατινικό, κινεζικά ιδεογράμματα, ινδικά abugidas, σημιτικά abjads κτλ). Επειδή υπάρχουν και μεταξύ των συστημάτων γραφής ποικιλίες, συνολικά υπάρχουν μερικές δεκάδες γραφές όλες και όλες. Σε αντίθεση με όσα σημειώσαμε για την αξιοπρεπή θέση της γλώσσας, το ελληνικό σύστημα γραφής, το αλφάβητό μας δηλαδή, είναι εντελώς περιθωριακό: δεκάδες γλώσσες χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο ή τα κινεζικά ιδεογράμματα ή τα abugibas, abjads κτλ, με εκατοντάδες εκατομμύρια γραφείς και αναγνώστες. Ακόμη και στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ η ελληνική γλώσσα είναι δέκατη ως προς τους ομιλητές (ένατη, αν δεν λάβουμε υπόψη μας τους υπερωκεάνιους ομιλητές της πορτογαλικής), το ελληνικό αλφάβητο αποτελεί μοναδικότητα, όπως και το κυριλλικό της Βουλγαρίας – αλλά αυτό έχει εκατοντάδες εκατομμύρια χρήστες στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Ασία.

Ας σημειώσω επίσης (και ας φαίνεται αχρείαστο εδώ, είναι σχετικό, θα μας χρειαστεί παρακάτω)ότι ενώ υπάρχουν χιλιάδες γλώσσες και δεκάδες συστήματα για να γράφονται, υπάρχει ένα μόνο σύστημα γραφής των μαθηματικών. Όλοι όσοι έχουν τελειώσει το δημοτικό σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου αναγνωρίζουν τη «φράση» 7+8=15, το 90% όσων έχουν τελειώσει το λύκειο (εξαιρούνται οι δυσανεκτικοίστα μαθηματικά) αναγνωρίζουν το a2 + b2 = c2 ως «πυθαγόρειο θεώρημα» και ξέρουν ότι π = 3,14. Όσοι σπούδασαν θετικές ή τεχνολογικές επιστήμες γνωρίζουν αρκετά περισσότερα σύμβολα, κοινά σε όλη την ανθρωπότητα.

Μας ενδιαφέρει η γραφή της γλώσσας και των μαθηματικών γιατί αποτελούν σημειωτικά συστήματα (συστήματα συμβόλων) που διδάσκονται στα σχολεία όλου του κόσμου – υπάρχουν και άλλα τέτοια σημειωτικά συστήματα, όπως η μουσική, ο χορός, οι γραμματικές και οι γραφές των γλωσσών. Για τούτο ο τίτλος και η προμετωπίδα «ανάθεμα τα γράμματα κι εκείνον που τα βρήκε»: το βάσανο των μαθητών είναι η κατανόηση και εκμάθηση σημειωτικών συστημάτων που τα αγνοούν όταν φθάνουν στο σχολείο – το σημειωτικό σύστημα της ομιλούμενης γλώσσας τους το κατέχουν ήδη: δεν ξέρουν να το περιγράψουν αλλά μπορούν να το χρησιμοποιήσουν, αλλιώς τι «φυσικοί ομιλητές» θα ήσαν;

Κλείνει η παρένθεση, συνεχίζω με τον Ελύτη.


Κεφάλαια:

Ο Ελύτης και η γλώσσα (1)

Ο Ελύτης και η γλώσσα (2

Ο Ελύτης και η γλώσσα (3)

Ο Ελύτης και η γλώσσα (4)


Φωτό: Από την έκθεση «Πίνακες που αναπαριστούν πίνακες» του Δημήτρη Αναστασίου