Πολιτικη & Οικονομια

Ασχολείται κανείς με το κοινό έγκλημα;

Από το 1974 η Ελλάδα δεν έχει αστυνομοκρατούμενο καθεστώς

Φάνης Ουγγρίνης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι Έλληνες «μπάτσοι» ισορροπούν καθημερινά σε μια γκρίζα ζώνη και συχνά παρουσιάζουν ψυχολογικά προβλήματα.

«Γιατί τρεχάτε, κύριε;» Υποψιάζομαι ότι οι περισσότεροι οδηγοί έχουν δεχθεί αυτό ή κάποιο παρόμοιο ερώτημα, ελεγχόμενοι μετά από τροχαία παράβαση. Δεν ξέρω αν ακολουθείται η ίδια τακτική από συναδέλφους των Ελλήνων τροχονόμων στην Εσπερία. Αυτό που ξέρω είναι ότι κατόπιν είθισται να ακολουθεί μία ολιγόλεπτη απολογία του παραβάτη, που ενίοτε εξασφαλίζει την επιβολή επιεικέστερου διοικητικού προστίμου, κάτι που βέβαια δεν συμβαίνει αν ο οδηγός φανεί αγενής, εχθρικός.

Σκέφτομαι ότι ανάλογη συμπεριφορά δικαστή επιδεικνύουν ενίοτε και στελέχη των ΜΑΤ και των ΕΚΑΜ, εκείνοι που κατά κανόνα ζουν στο πετσί τους τη δήθεν πολιτική βία, όταν βομβαρδίζονται με φονικές μολότοφ, κουρσούμια και μάρμαρα. Σε ορισμένες περιπτώσεις ακινητοποίησης υπόπτων υποθέτω πως συμπεριφέρονται όπως οι τροχονόμοι απέναντι στους αγενείς, με την επιβαλλόμενη ποινή όμως να μην είναι χρηματική, πρακτική που ανέκαθεν ακουγόταν ότι ακολουθείται και για πορτοφολάδες. Πολλοί θα πείτε -ορθώς- ότι αυτή η στάση είναι απορριπτέα, θυμίζοντας ότι για τα ποινικά αδικήματα αποφασίζουν δικαστές κι όχι αστυνομικοί, ότι τέλος πάντων δε ζούμε στον δυστοπικό κόσμο του δικαστή Ντρεντ. Το δυστύχημα είναι ότι με πρόσχημα την πολυετή καθιέρωση κλίματος ατιμωρησίας έχουν επιδειχθεί σποραδικά φαινόμενα αυτοδικίας από ένα -στατιστικά απροσδιόριστο- τμήμα του προσωπικού της ΕΛΑΣ. Εξυπακούεται πως δεν αναφέρομαι σε ενέργειες απολύτως απαραίτητες για την αντιμετώπιση βίαιης αντίστασης μετά από σύλληψη, σαν αυτές με την οικογένεια καταληψιών στο Κουκάκι. Κατά καιρούς, άτομα που βρίσκονται στο «λάθος» μέρος, τη «λάθος» στιγμή, με «λάθος» ύφος τις τρώνε για λόγους... παιδαγωγικούς, για να το θυμούνται αν κάποτε τύχει να ξαναβρεθούν απέναντι στις μονάδες τήρησης της τάξης.

Με όσα γράφω δε θέλω να δικαιολογήσω, θέλω μόνο να αιτιολογήσω σε ένα βαθμό τα πολυσυζητημένα κρούσματα φερόμενης αυθαιρεσίας των τελευταίων μηνών, τα οποία βιάστηκε να καταδικάσει ακόμη κι ο Νίκος Αλιβιζάτος. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό, όμως καταγγέλλεται ατελέσφορα, με όρους δεκαετίας '70, δηλαδή με επιπόλαια συνθήματα που πλέον εκφράζουν ένα μικροσκοπικό και ελαφρώς εμμονικό κομμάτι της κοινωνίας. Οι Έλληνες «μπάτσοι» ισορροπούν καθημερινά σε μια γκρίζα ζώνη, ανάμεσα στα αντιφατικά πρέπει και θέλω διάφορων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνιστωσών. Έτσι, καλούνται για τα ίδια ακριβώς παραπτώματα να εμφανίζονται άλλοτε αυστηροί κι άλλοτε αδιάφοροι, αναλόγως των άνωθεν εντολών. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο ότι συχνά παρουσιάζουν ψυχολογικά προβλήματα, αδιαφορία για την αποστολή τους, ή απλά ψυχρό κυνισμό. Η επιβολή της νομιμότητας παντού και πάντα πρέπει να είναι αποδεκτή από όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες, να μην καταδικάζεται τυφλά, να μην επευφημείται ρεβανσιστικά, και να βρίσκεται πάντα μέσα σε θεσμικά πλαίσια.

Από το 1974 η Ελλάδα δεν έχει αστυνομοκρατούμενο καθεστώς, αντίθετα σήμερα υποφέρει από την καθημερινή εγκληματικότητα. Θύματά της είναι ο πολύς λαός και η κοινωνική ανεκτικότητα, δεδομένου ότι αυξανόμενος αριθμός θυτών είναι νεοφερμένοι νεαροί μετανάστες. Τα ιστορικά και εμπορικά κέντρα των πόλεων -ενδεικτικά τα πρόσφατα απανωτά περιστατικά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, με συμπλοκές, μαχαιρώματα και πυροβολισμούς- έχουν καταντήσει χώροι επίφοβοι, με ό,τι αυτό σημαίνει για την εικόνα μα και την προοπτική μας ως ευνομούμενη πολιτεία. Ξεπεράσαμε τον κλεμμένο χαλκό, τώρα πια κι η ίδια η ανθρώπινη ζωή είναι πολύ φθηνή.

Η λειτουργία της αστυνομίας είναι απολύτως αναγκαίο να στραφεί προς την κλιμακούμενη απειλή του οργανωμένου και του κοινού εγκλήματος, ελεύθερη από το βάρος της διαρκούς απόκρουσης μπαχαλάκηδων και καταληψιών. Το προσωπικό της χρειάζεται καλύτερη εκπαίδευση, ψυχολογική υποστήριξη, σύγχρονα μέσα και το αναγκαίο νομικό πλαίσιο για να εκτελεί αποτελεσματικά το κρίσιμο καθήκον του. Αυτά επιβάλλεται να απαιτούν όσοι επιλεκτικά δηλώνουν ευαίσθητοι σε περιστατικά αστυνομικής βίας, κι όχι την απαλλαγή από ανύπαρκτες χούντες και «γουρούνια-δολοφόνους».