Πολιτικη & Οικονομια

Η αξιολόγηση των υποψηφίων κοσμητόρων

Βάσω Κιντή
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε διάφορες ανακοινώσεις φορέων (που συνηθίζουν να εκδίδουν ανακοινώσεις εργολαβικά) επικρίνεται το Συμβούλιο Ιδρύματος του ΕΚΠΑ διότι αποφάσισε να μην εγκρίνει όλες τις υποψηφιότητες που είχαν υποβληθεί για τις θέσεις κοσμητόρων στις Σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θεωρούν την ενέργεια αυτή μη σύννομη, εν γένει αντιδημοκρατική καθώς δεν επιτρέπει σε υποψηφίους να τεθούν στην κρίση του εκλογικού σώματος και συγκεκριμένα λανθασμένη διότι, κατά την κρίση τους, το Συμβούλιο απέκλεισε υποψηφιότητες κάνοντας έλεγχο «κοινωνικών φρονημάτων».

Ας δούμε τι ισχύει.

Τι προβλέπει ο νόμος;

Ο νόμος 4076/12 προβλέπει ότι στα μεγάλα ιδρύματα οι υποψήφιοι κοσμήτορες που μπορούν να τεθούν στην κρίση του εκλογικού σώματος της κάθε Σχολής δεν μπορεί να είναι περισσότεροι από τρεις. Περιορισμός στις υποψηφιότητες που μπορεί να υποβληθούν στις εφορευτικές επιτροπές δεν υπάρχει. Έτσι, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε ορισμένες Σχολές υποβλήθηκαν δύο υποψηφιότητες, σε άλλες μία και σε άλλες ακριβώς τρεις ή περισσότερες. Το Συμβούλιο του Ιδρύματος έχει, εκ του ίδιου νόμου, την αρμοδιότητα να επιλέξει «τρεις υποψηφίους μεταξύ αυτών που συγκεντρώνουν τα τυπικά προσόντα […] ύστερα από εκτίμηση των ουσιαστικών τους προσόντων.»

Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε τη συγκεκριμένη διάταξη; Είτε πρέπει να πούμε ότι το Συμβούλιο πρέπει υποχρεωτικά να θέσει στην κρίση του εκλογικού σώματος τρεις υποψηφίους (ακόμη κι αν έχουν κατατεθεί λιγότερες υποψηφιότητες;) είτε, πιο εύλογα, ότι πρέπει να αξιολογήσει τα ουσιαστικά προσόντα όλων των υποψηφίων που κρίθηκαν εκλόγιμοι ως προς το τυπικό μέρος από τις εφορευτικές επιτροπές και να προτείνει στο εκλογικό σώμα όσους και όσες (μέχρι τρεις) κρίνει κατάλληλους/ες να αναλάβουν το αξίωμα του κοσμήτορα εφόσον εκλεγούν.

Η ερμηνεία των επικριτών του Συμβουλίου του ΕΚΠΑ

Οι επικριτές του Συμβουλίου δίνουν μια άλλη ερμηνεία. Μας λένε ότι εν γένει τα Συμβούλια πρέπει να αποκλείουν υποψηφίους μόνον όταν έχουν κατατεθεί περισσότερες των τριών υποψηφιότητες. Με τι κριτήρια θα γίνει ο αποκλεισμός δεν μας λένε διότι τότε θα αναγκάζονταν να παραδεχθούν ότι έχει σημασία η αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων από το Συμβούλιο, τουλάχιστον για μερικούς. Αυτό που λένε με την ερμηνεία τους είναι:

1. ότι δεν πρέπει να έχουν όλοι οι υποψήφιοι την ίδια μεταχείριση. Κάποιοι θα ελέγχονται μόνο ως προς τα τυπικά τους προσόντα και θα αναγορεύονται αυτοδικαίως υποψήφιοι (στις Σχολές με λιγότερους από τρεις υποψηφίους) και κάποιοι θα αποκλείονται (στις Σχολές με περισσότερους από τρεις υποψηφίους) με βάση επιπλέον κριτήρια (τι είδους;) λόγω ενός αυθαίρετου και τυχαίου(;) γεγονότος, δηλαδή το πόσοι αποφασίζουν σε μια συγκεκριμένη στιγμή να θέσουν υποψηφιότητα.

2. ότι όλοι οι υποψήφιοι που έχουν τα τυπικά προσόντα πρέπει να τίθενται αυτοδίκαια στην κρίση του εκλογικού σώματος αλλά δεν εξηγούν για ποιον λόγο πρέπει να κόβονται όσοι είναι περισσότεροι από τρεις.

3. ότι το Συμβούλιο έχει μόνο βοηθητικό ρόλο, και μόνο κατά περίπτωση, οψέποτε (και αν) προκύψουν δηλαδή περισσότερες από τρεις υποψηφιότητες.

4. ότι η αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων από το Συμβούλιο (εάν προκύψει) είναι δευτερεύουσας σημασίας ως προς τον έλεγχο των τυπικών διότι κατά τη γνώμη τους η αξιολόγηση των ουσιαστικών προσόντων (όχι για όλους όμως τους εκλόγιμους υποψήφιους) γίνεται από το εκλογικό σώμα.

Η ερμηνεία αυτή δεν παραβιάζει μόνο το πνεύμα αλλά και το ίδιο το γράμμα του νόμου. Από το γράμμα του νόμου προκύπτει ότι το Συμβούλιο είναι εποπτικό και ελεγκτικό όργανο και όχι ad hoc βοηθητικό και ότι το Συμβούλιο αξιολογεί τα ουσιαστικά προσόντα όλων των εκλόγιμων υποψηφίων χωρίς διακρίσεις.

Η αμφισβήτηση των Συμβουλίων και της μεταρρύθμισης

Οι αιτιάσεις των επικριτών του Συμβουλίου του ΕΚΠΑ εκπορεύονται από τη σταθερή επιθυμία συνδικαλιστικών φορέων και πολιτικών δυνάμεων που αντιτάχθηκαν στη μεταρρύθμιση των ΑΕΙ να ακυρώσουν, στην αρχή στον νόμο και στη συνέχεια στην πράξη, τον ρόλο των Συμβουλίων στα ΑΕΙ και να τα καταστήσουν διακοσμητικά. Οι δυνάμεις αυτές, παρανοώντας την έννοια του αυτοδιοίκητου, ήθελαν και θέλουν η διοίκηση του ιδρύματος να ασκείται «δημοκρατικά», δηλαδή από όργανα που εξαρτώνται από την ψήφο αυτών τους οποίους διοικούν και ελέγχουν, είτε για λόγους ιδεολογικούς/συντεχνιακούς (νομίζουν ότι το Πανεπιστήμιο ανήκει στους πανεπιστημιακούς και όχι στην κοινωνία) είτε για να εξακολουθήσει η πρακτική των αμοιβαίων εξαρτήσεων και αλληλοεξυπηρετήσεων.

Στον νόμο Διαμαντοπούλου ο κοσμήτορας κάθε Σχολής επιλεγόταν από το Συμβούλιο (που θυμίζω ότι αποτελείται από καθηγητές που εκλέγει η πανεπιστημιακή κοινότητα και από πρόσωπα κύρους εκτός πανεπιστημίου που εκλέγονται από τους εκλεγμένους καθηγητές) χωρίς να μεσολαβεί καμία εκλογική διαδικασία, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των επιλογών του. Το πνεύμα δηλαδή του νόμου, που υπερασπιζόταν το αυτοδιοίκητο, ήταν να υπάρχει στη διοίκηση του ιδρύματος μια ιεραρχία, που εκλέγεται άμεσα ή έμμεσα από τα μέλη ΔΕΠ, με την ίδια περίπου αντίληψη περί διοίκησης. Στη συνέχεια, λόγω των αντιδράσεων συνδικαλιστικών φορέων και πολιτικών δυνάμεων που ζητούσαν την εκλογή του κοσμήτορα από το καθηγητικό σώμα, επήλθε ένας συμβιβασμός: με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος Αρβανιτόπουλου, το Συμβούλιο δεν επιλέγει για να διορίσει έναν μόνο υποψήφιο που κρίνει κατάλληλο αλλά περισσότερους –μέχρι τρεις- από τους οποίους το εκλογικό σώμα επιλέγει τον τελικό έναν. Με δεδομένο μάλιστα ότι, σύμφωνα με τον νόμο, γίνεται κλήρωση μεταξύ όλων των υποψηφίων όταν κανείς υποψήφιος δεν εξασφαλίζει την απαιτούμενη πλειοψηφία για να εκλεγεί, γίνεται φανερό ότι όλοι όσοι αναγορεύονται υποψήφιοι από το Συμβούλιο πρέπει να είναι, κατά την κρίση του Συμβουλίου, κατάλληλοι να αναλάβουν το αξίωμα του κοσμήτορα. Μόνο έτσι άλλωστε δικαιολογείται και η πρόβλεψη του νόμου να παύει το Συμβούλιο (με αυξημένη πλειοψηφία) κοσμήτορες από τα καθήκοντά τους. Αν δεν είχε ουσιαστική ανάμειξη στην ανάδειξή τους, πώς θα είχε τη δικαιοδοσία της παύσης τους;

Στις ερμηνείες για το ζήτημα εκλογής κοσμητόρων στα ΑΕΙ (που είναι προανάκρουσμα, ας μην γελιόμαστε, για το τι θα γίνει στις εκλογές των πρυτάνεων) συγκρούονται δύο λογικές: αυτής που θέλει τα ΑΕΙ να διοικούνται με ενιαία λογική, σχέδιο και επιμερισμένες ευθύνες ως ένας οργανισμός που θέτει συνολικά στόχους και ελέγχεται γι’ αυτούς και αυτής που θέλει τις Σχολές στα ΑΕΙ τοπικά δοβλέτια των πανεπιστημιακών που είτε για λόγους ιδεολογικούς είτε για λόγους συντεχνίας δεν θέλουν κανέναν που δεν ελέγχουν άμεσα στο κεφάλι τους. Η αντίθεση στα Συμβούλια είναι χαρακτηριστική. Δεδομένου ότι τα μέλη των Συμβουλίων εκλέγονται αμέσως (όπως οι πρυτάνεις) και εμμέσως από τα μέλη ΔΕΠ, και άρα το όργανο είναι υπ’ αυτή την έννοια εξ ίσου δημοκρατικά νομιμοποιημένο και δεν θίγει το αυτοδιοίκητο, η εχθρική στάση απέναντί του δεν εξηγείται πάρα μόνο λόγω του ρόλου του. Ότι δηλαδή, ασκεί έλεγχο και εποπτεία εκεί που πριν δεν υπήρχε κανείς. Γι’ αυτό τα αντιστρατεύονται.

Με λίγα λόγια, το γράμμα και το πνεύμα του νόμου επιβάλλει να αξιολογούν τα Συμβούλια τα ουσιαστικά προσόντα όλων των υποψηφίων και να επιλέγουν αυτούς που κρίνουν κατάλληλους για να εκλεγούν. Ο αποκλεισμός από τα Συμβούλια υποψηφίων (κοσμητόρων ή πρυτάνεων) δεν είναι εκδήλωση αντιδημοκρατικής νοοτροπίας ή επίδειξη αυταρχισμού. Είναι μέρος των αρμοδιοτήτων και της ευθύνης που έχουν τα Συμβούλια λόγω του ρόλου τους. Με τις επιλογές τους αναλαμβάνουν την ευθύνη του σχεδιασμού που έχουν για το ίδρυμα, ενός σχεδιασμού που η ίδια η ακαδημαϊκή κοινότητα, δια της εκλογής των μελών του Συμβουλίου, επέλεξε. Αυτό είναι σύννομο. Κάθε άλλη ερμηνεία θέλει να φέρει από την πίσω πόρτα την ακύρωση των Συμβουλίων και της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης. Μπορεί ασφαλώς κανείς να διαφωνεί με τον θεσμό των Συμβουλίων και τον ρόλο τους. Αν όμως, πέραν της διαφωνίας, θέλει να κηρύξει εκ νέου άλλη μια εκστρατεία ανυπακοής, ας το πει τουλάχιστον ευθέως.

Τι έγινε στο ΕΚΠΑ

Το Συμβούλιο του ΕΚΠΑ αποφάσισε από το καλοκαίρι, ομόφωνα, και δημοσιοποίησε, ότι θα εξετάσει ως προς τα ουσιαστικά τους προσόντα όλες τις τυπικά εντάξει υποψηφιότητες και θα επιλέξει μόνον όσους κρίνει ότι μπορούν να ανταποκριθούν στα καθήκοντά τους στη διάρκεια της τετραετούς θητείας του κοσμήτορα ακόμη κι αν μείνουν προσωρινά σχολές χωρίς υποψηφίους. Αυτό και έπραξε. Κάλεσε όλους τους εκλόγιμους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη και συζήτησε μαζί τους. Τα κριτήρια για τις αποφάσεις του, όπως εγώ τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι τα πράγματα γιατί δεν μιλώ εξ ονόματός του, ήταν η διοικητική εμπειρία και κυρίως η διοικητική ικανότητα των υποψηφίων, το ακαδημαϊκό κύρος και η προσήλωση στην ακαδημαϊκή δεοντολογία, η εποπτεία των προβλημάτων της Σχολής και του Ιδρύματος και οι προτάσεις για λύση, η δέσμευση για τήρηση των νόμων και των κανονισμών, η στάση απέναντι στα φαινόμενα βίας και ανομίας στα ΑΕΙ και η διάθεση συνεργασίας με όλα τα όργανα του Ιδρύματος συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου. Το Συμβούλιο δεν γνωρίζει, ούτε ενδιαφέρθηκε να μάθει τα φρονήματα (πολιτικά ή κοινωνικά) των υποψηφίων. Απόδειξη ότι αναγόρευσε υποψηφίους οι οποίοι, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, δήλωσαν ευθαρσώς στο Συμβούλιο ότι διαφωνούν με τον νέο νόμο και τον θεσμό των Συμβουλίων αλλά παρείχαν εγγυήσεις ότι εφόσον εκλεγούν θα τον εφαρμόσουν και θα συνεργαστούν. Προφανώς, η κρίση (judgment) ενός προσώπου, πολύ δε περισσότερο ενός οργάνου, δεν μπορεί να προκύψει με αλγόριθμο και δεν είναι απαλλαγμένη από στοιχεία που δεν ανάγονται σε μόρια και ποσοτικούς υπολογισμούς. Ως εκ τούτου, είναι ευνόητο ότι υπόκειται σε κριτική. Το όργανο, εν προκειμένω το Συμβούλιο, αναλαμβάνει την ευθύνη των αποφάσεών του για τις οποίες θα κριθεί και απολογιστικά. Η κριτική είναι θεμιτή και θα έλεγα χρήσιμη, αρκεί να μην χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για άλλη μια επίδειξη ανυπακοής και συντεχνιασμού στα τόσο τραυματισμένα από τέτοια φαινόμενα, ΑΕΙ.