Πολιτικη & Οικονομια

2 επίκαιρα θέματα για το βιβλίο

Θανάσης Χειμωνάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σήμερα θα μιλήσω ως συγγραφέας. Όχι με την έννοια του δημιουργού, αυτού που γράφει βιβλία, αλλά με εκείνη του επαγγελματία. Ενός ανθρώπου που έχει δηλώσει επάγγελμα «συγγραφέας» στο κράτος και ως τέτοιος πληρώνει έναν σκασμό λεφτά στο ΤΕΒΕ (νυν ΟΑΕΕ). Αυτές τις μέρες διακυβεύονται δύο σημαντικότατα ζητήματα σε ό,τι αφορά τη μοίρα του ελληνικού βιβλίου και (κατ’ επέκταση) των σύγχρονων Ελλήνων συγγραφέων. Όπως ήταν αναμενόμενο, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αφ’ ενός επειδή η τρέχουσα επικαιρότητα είναι στο φουλ (οικονομική πολιτική, τρομοκρατία, Φαρμακονήσι, σεισμοί κ.ο.κ.), αφ’ ετέρου επειδή παραδοσιακά ο πολιτισμός αποτελεί τον τελευταίο τροχό της άμαξας σε αυτή την χώρα και είναι πάντα σημαντικό να τηρούμε τις παραδόσεις.

Το πρώτο θέμα έχει να κάνει με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (για τους φίλους, ΕΚΕΒΙ). Η (πονεμένη) ιστορία ξεκίνησε πριν από έναν περίπου χρόνο όταν ο –τότε– υπουργός Πολιτισμού Κώστας Τζαβάρας μια ωραία πρωία αποφάσισε να του κατεβάσει ρολά. Αν είχε προβλήματα το ΕΚΕΒΙ; Είχε και παραείχε και ακόμα και εγώ ο ίδιος είχα διαχωρίσει κάποτε τη θέση μου διαμαρτυρόμενος για τον «παράξενο» (κατά τη γνώμη μου) τρόπο που το Κέντρο είχε χειριστεί μια χορηγία από τη γαλλική πρεσβεία. Όταν όμως είσαι δυσαρεστημένος από τη λειτουργία ενός φορέα, απλώς αλλάζεις αυτούς που βρίσκονται στο τιμόνι, δεν τον καταργείς. Αν εμένα π.χ. δεν μου αρέσει ο Μίτσελ (τον οποίο στην πραγματικότητα γουστάρω τρελά, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας) θα ζητήσω την αντικατάστασή του και όχι την εξαφάνιση του Ολυμπιακού.

Πίσω όμως στην ιστοριούλα μας. Ο Τζαβάρας, που λέτε, όταν είδε πως δεν ήταν σε θέση να διοργανώσει μόνος του τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης, ανέστησε το ΕΚΕΒΙ και το άφησε σε μια κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας μέχρι που αντικαταστάθηκε από τον Πάνο Παναγιωτόπουλο. Ο «Κόκκινος Πάνος» από την αρχή διαβεβαίωνε –μέσω στενών συνεργατών του– πως το ΕΚΕΒΙ θα συνέχιζε να υφίσταται. Λίγο όμως πριν τελειώσει το 2013 σε μια συνάντησή του με αντιπροσωπεία των εργαζομένων, τους ξεκαθάρισε πως η απόφασή του κλεισίματος του ΕΚΕΒΙ ήταν πλέον ειλημμένη. Ειλημμένη από ποιον; Από τον ίδιο; Από τον Σαμαρά; Από την Τρόικα; Από τον Τζορτζ Σόρος; Από τον Μεγάλο Μανιτού; Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ… Βάσει λοιπόν του άρθρου 9 του σχετικού νόμου, ο οποίος σύντομα θα τεθεί προς ψήφιση στη βουλή, το ΕΚΕΒΙ κλείνει και απορροφάται από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού. Οι 28 εργαζόμενοί του δε, απολύονται με συνοπτικές διαδικασίες.

Εδώ πρέπει να πω πως το ΕΚΕΒΙ χαράσσει την πολιτική της χώρας για το βιβλίο. Οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτό κατέχουν σημαντική εμπειρία (κάποιοι από αυτούς δουλεύουν εκεί από το ξεκίνημά του, πριν 20 χρόνια) και την αναγκαία τεχνογνωσία για την προώθηση του βιβλίου. Το Ε.Ι.Π. σίγουρα δεν διαθέτει αντίστοιχο δυναμικό, παρά μόνο ορισμένους διοικητικούς υπαλλήλους. Άρα η κυβέρνηση (στην προκειμένη περίπτωση η Νέα Δημοκρατία) βρίσκεται μπροστά σε δύο επιλογές: Ή να μην προσλάβει κανέναν στη θέση των απολυθέντων, κάτι που σημαίνει πως δεν θα υπάρχει πλέον καμιά πολιτική για το βιβλίο σε αυτή τη χώρα. ή να προσλάβει άσχετους (ενδεχομένως «δικά τους παιδιά») οι οποίοι θα κοστίζουν στο κράτος ακριβώς το ίδιο χωρίς να κάνουν τίποτα.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι 26 από τους 28 υπαλλήλους του ΕΚΕΒΙ εργάζονταν εκεί με συμβάσεις έργου και –εσχάτως– με συμβάσεις μέσω ιδιωτικών εταιριών. Ένα καθεστώς ημιπαράνομο που τους βύθιζε στην ανασφάλεια. Επίσης, παραμένουν απλήρωτοι από τον περασμένο Ιούνιο.

Κάπου εδώ, κάποιος θα πεταχτεί και θα πει: «Ε, τι να κάνουμε; Κρίση έχουμε, τόσος κόσμος έχει χάσει τη δουλειά του. Γιατί να τη σκαπουλάρουνε οι εκεβίτες;» Επαναλαμβάνω πως δεν μιλάμε για την αποξήρανση της Κωπαΐδας. Έχουμε έναν οργανισμό που παράγει έργο. Έχουμε εργαζομένους που δουλεύουν σκληρά (ο αριθμός τους μειώθηκε πριν δύο χρόνια), που, όπως έγραψα παραπάνω, στηρίζουν στην πλάτη τους ολόκληρη την πολιτική της χώρας για το βιβλίο.

Το άλλο ζήτημα είναι η –θρυλική πλέονΕνιαία Τιμή του Βιβλίου. Εδώ και καιρό ακούγεται πως το υπουργείο Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας εξετάζει το ενδεχόμενο να την καταργήσει. Αυτό σημαίνει πως τα βιβλιοπωλεία θα έχουν πλέον το δικαίωμα να διαθέτουν κάθε βιβλίο σε όσο χαμηλή τιμή επιθυμούν αμέσως μόλις αυτό κυκλοφορήσει (μέχρι τώρα, έπρεπε να περάσουν τουλάχιστον δύο χρόνια). Η αλλαγή αυτή έχει σαν στόχο, λέει, να επωφεληθεί ο «καταναλωτής» (έτσι αποκαλούν τον αναγνώστη, λες και τα βιβλία είναι καρβέλια ψωμί ή κεσεδάκια γιαούρτι).

Ποιος τελικά θα επωφεληθεί από αυτό το νταραβέρι; Ενδεχομένως (δεν βάζουμε το χέρι μας στην φωτιά…) οι μεγάλες αλυσίδες βιβλιοπωλείων που θα αποκτήσουν τεράστιο πλεονέκτημα απέναντι στα συνοικιακά βιβλιοπωλεία αφού θα έχουν την άνεση να πουλάνε τα βιβλία σε χαμηλότερες τιμές. Ποιοι θα χάσουν; Όλοι οι υπόλοιποι. Τα μικρότερα βιβλιοπωλεία δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν τις «αλυσίδες» («Γιατί να αγοράσω το νέο αριστούργημα του Δομήνικου Φουφουτού από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου, ακουμπώντας 12 ευρώπουλα, τη στιγμή που μπορώ να το βρω στον πολυχώρο Book Brother II με μόλις 3.99;») και πολλά από αυτά θα κλείσουν. Οι εκδότες θα μπαίνουν σταθερά «μέσα» λόγω των εξευτελιστικών τιμών που θα διατίθενται τα βιβλία τους και θα πρέπει είτε να εκτοξεύσουν τις αρχικές τιμές, μπας και βγάλουν τίποτις, ή να εκδίδουν μόνο βιβλία με εξασφαλισμένη επιτυχία. Οι δε συνάδελφοι συγγραφείς (όσοι τουλάχιστον δεν γράφουν μπεστ σέλερ) θα αντιμετωπίζουν πλέον τη «δουλειά» τους ως ένα απλό χόμπι, όπως το ψάρεμα ή η κηπουρική, και θα δημοσιεύουν τα πονήματά τους στο Facebook και το Twitter ελπίζοντας σε βροχή από like και retweet. Τέλος, ο «καταναλωτής» θα μπορεί πλέον μόνο να αγοράζει βιβλία τύπου «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι», «75 αποχρώσεις του σομόν», «1.453 αποχρώσεις του κόμπαλτ μπλου» (το θυμάστε στις τέμπερες;) κ.ο.κ.

Δεν πρόκειται για δύο θέματα που απλώς αφορούν την «κουλτούρα». Πέρα από τέχνη, η Λογοτεχνία είναι –καλώς ή κακώς– και μια βιομηχανία που δίνει ψωμί σε πολύ κόσμο. Για κάθε βιβλίο που γράφει ένας συγγραφέας, υπάρχει και ένας διορθωτής, κάποιος που επιμελείται το εξώφυλλο, αυτοί που θα το προωθήσουν, οι κριτικοί που θα γράψουν γι’ αυτό κλπ. Εντάξει, «κουλτούρα» μπορεί να μη γουστάρουμε σε αυτή τη χώρα. Έχουμε όμως την πολυτέλεια να αποκτήσουμε ακόμα περισσότερους ανέργους;