Πολιτικη & Οικονομια

Το σκληρό ραντεβού της Αθήνας με τον απομονωτισμό των ΗΠΑ

Το πάθημα που δεν έγινε μάθημα, οι λανθασμένες προσδοκίες, η υποτίμηση του παράγοντα Τραμπ

Μάκης Μυλωνάς
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η επίσκεψη Πομπέο στην Αθήνα ήταν απόλυτα αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο η πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ βλέπει τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο.

Όταν τον περασμένο Μάρτιο, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο συμμετείχε στην τριμερή σύνοδο Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, Αθήνα και Λευκωσία διαμόρφωσαν από κοινού μια επικοινωνιακή γραμμή «εθνικού θριάμβου». Κατά την κρατούσα αφήγηση, τα συμπεράσματα ήταν σαφή: οι ΗΠΑ στέκονται ανεπιφύλακτα στο πλευρό των διεκδικήσεων του ελληνισμού, η Τουρκία είναι πιο απομονωμένη από ποτέ ενώ ακόμα και η υλοποίηση φιλόδοξων project όπως ο αγωγός EastMed είναι πλέον εφικτή.

Ήδη από τότε, μέσα από το φιλόξενο βήμα της Athens Voice, είχε επισημανθεί ο κίνδυνος που ελλοχεύει όταν η αξιολόγηση των εξελίξεων γίνεται με έναν τρόπο αντιπαραγωγικά εθνοκεντρικό. Ήδη από τότε, η αντιπρόταση στην κυρίαρχη αφήγηση ήταν υπαινικτικά σαφώς διατυπωμένη: η εμβάθυνση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ δεν μπορεί να βασιστεί στις κακές σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας κυρίως γιατί δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα είναι για πάντα τόσο κακές.

Η πρόσφατη επίσκεψη Πομπέο στην Αθήνα, κατά την οποία ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, αρνήθηκε να υιοθετήσει τη ρητορική της Αθήνας και της Λευκωσίας εναντίον της Τουρκίας, σε συνδυασμό με τον νέο γύρο των τουρκικών επιχειρήσεων στη Βόρεια Συρία συνθέτουν ένα σκηνικό «ψυχρολουσίας» για τα κέντρα λήψης αποφάσεων του ελληνισμού. Ίσως γιατί οι όμορφες εθνοκεντρικές αυταπάτες, όμορφα καίγονται.

Το πάθημα που δεν έγινε μάθημα

Τι κι αν από τον περασμένο Μάρτιο μέχρι και σήμερα άλλαξαν πολλά; Τι κι αν στην Αθήνα υπάρχει πια μια νέα κυβέρνηση, με ιστορικό σφοδρής κριτικής στην εξωτερική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης; Οι εθνοκεντρικές αυταπάτες διατηρούνται αυτούσιες και διαστρεβλώνουν ξανά την πολυπαραγοντικά παραγόμενη «ύλη» της εξωτερικής πολιτικής.

Ο πήχης της αξιολόγησης της επίσκεψης Πομπέο δεν μπορεί να μπαίνει στο τι θα κάνουν οι ΗΠΑ σε περίπτωση «νέων Ιμίων». Η μιζέρια όσων ακόμα πιστεύουν σε μια «μικράν αλλ’ έντιμον» Ελλάδα δεν μπορεί να καθορίζει την ατζέντα των εθνικών φιλοδοξιών. Αλίμονο κι αν χρειαζόταν η αυτοπρόσωπη παρουσία του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ για να νιώσουμε ασφαλείς απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, αλίμονο κι αν ήταν τόσο χαμηλές οι εθνικές προσδοκίες από την ιδιαίτερα καλοδεχούμενη αναβάθμιση της σχέσης μας με τις ΗΠΑ.

Σε αντίθεση με τα όσα μεταδόθηκαν από τα περισσότερα ελληνικά ΜΜΕ, η επίσκεψη Πομπέο στην Ελλάδα δεν αποτέλεσε τίποτα περισσότερο από το σκληρό ραντεβού της Αθήνας με τον αμερικανικό απομονωτισμό (isolationism). Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ δεν υιοθέτησε τις σκληρές διατυπώσεις της Αθήνας και της Λευκωσίας ως προς τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο κι επανέλαβε αρκετές φορές ότι η επίσκεψη του αφορά αποκλειστικά και μόνο την εμβάθυνση των διμερών σχέσεων των ΗΠΑ με την Ελλάδα, χωρίς άλλες προεκτάσεις ή αναλογίες. Για την ακρίβεια, οι ιδιαίτερα χαλαρές διατυπώσεις του για τις τουρκικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο δείχνουν ότι αυτές ελάχιστα επηρεάζουν την μορφή και το είδος των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας.

Για όσους παρακολουθούν προσεκτικά τις πράξεις ή τις παραλείψεις της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην εποχή του Ντόναλντ Τραμπ, η στάση του Μάικ Πομπέο ήταν απόλυτα αναμενόμενη. Το «America first» δεν είναι απλά ένα προεκλογικό σύνθημα αλλά το φίλτρο μέσα από τον οποίο βλέπει τον κόσμο ο σημερινός ένοικος του Λευκού Οίκου. Από τα οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ μέχρι το Αφγανιστάν κι από το Brexit μέχρι το Κρεμλίνο.

Ποιος είναι και τι πραγματικά είπε ο Πομπέο

Πριν την αναγκαία ανάλυση των όσων είπε ή δεν είπε ο Μάικ Πομπέο κατά την επίσκεψη του στην Αθήνα, αξίζει να αναφερθεί ότι ο Πομπέο είναι ένας από τους υπουργούς Εξωτερικών με το λιγότερο ειδικό βάρος στην ιστορία των ΗΠΑ, διατηρώντας το χαρτοφυλάκιο του κυρίως λόγω της ικανότητάς του να διαχειρίζεται την υπερχειλίζουσα τοξικότητα του Ντόναλντ Τραμπ. Από τον απρόσμενο χαιρετισμό του στην ελληνική κοινότητα του Κάνσας(!), δηλαδή της εκλογικής του περιφέρειας, κατά την συνάντηση του μέχρι τον Κυριάκο Μητσοτάκη μέχρι την εν πολλοίς ανερμάτιστη ομιλία του στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στην οποία μεταξύ άλλων αποθέωσε και τις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης Μπολσονάρο στην Βραζιλία (!), η ανέλιξη του Μάικ Πομπέο σε τόσο υψηλά αξιώματα είναι μάλλον αντιστρόφως ανάλογη των προσωπικών του ικανοτήτων. Το προφίλ του φιλοτεχνήθηκε εκπληκτικά σε μια πρόσφατη έκδοση του New Yorker και αποτελεί ιδανικό ανάγνωσμα για όσους αφελώς πιστεύουν ότι μόνο στην Ελλάδα είναι πιθανό να δεις μετριότατους τυχοδιώκτες να φτάνουν μέχρι την κορυφή.

Σε κάθε περίπτωση, η επίσκεψη Πομπέο στην Αθήνα ήταν απόλυτα αποκαλυπτική του τρόπου με τον οποίο η πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ βλέπει τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Όταν στον προθάλαμο του Μεγάρου Μαξίμου ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στις παράνομες τουρκικές δραστηριότητες στην κυπριακή ΑΟΖ, ο Πομπέο δεν είπε τίποτα σχετικό. Όταν το θέμα τέθηκε εκ νέου κατά την υποδοχή του από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια, ο Πομπέο επιχείρησε και πάλι να αποφύγει να απαντήσει λέγοντας γενικά και αόριστα ότι οι ΗΠΑ επιθυμούν να αυξήσουν την συνεργασία τους με την Ελλάδα σε ζητήματα ενέργειας, αναφέροντας ότι συμμετείχε στην τριμερή σύνοδο στην Ιερουσαλήμ τον περασμένο Μάρτιο. Όσο για τις τουρκικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο, η χαλαρότητα της διατύπωσης του, σε αντιδιαστολή με τις σκληρές εκφράσεις του κ. Δένδια, μιλά από μόνη της: We want to make sure that rules govern international exploration of the Mediterranean Sea’s energy resources, and that no country can hold Europe hostage.

Η ψυχρολουσία όμως για την ελληνική πλευρά ήρθε λίγα λεπτά αργότερα, όταν ο Πομπέο απάντησε σε σχετική ερώτηση του δημοσιογράφου Μιχάλη Ιγνατίου. Ενώ χαρακτήρισε απαράδεκτες τις γεωτρήσεις της Τουρκίας αναφέρθηκε σε «διεθνή ύδατα» και όχι σε ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θα ήλπιζε κάποιος ότι πρόκειται για γλωσσικό ολίσθημα αλλά ανάλογη ήταν η απάντηση του και σε σχετική ερώτηση που δέχθηκε από τον Αλέξη Παπαχελά και τον Βασίλη Νέδο στην συνέντευξη που παραχώρησε στην Καθημερινή. Συγκεκριμένα, περιγράφοντας τις διπλωματικές πιέσεις των ΗΠΑ προς την Τουρκία, δήλωσε ότι «υπάρχουν ευρέως αναγνωρισμένοι κανόνες για τα διεθνή ύδατα και ζητάμε από κάθε έθνος να συμμορφώνεται με αυτούς». Ελαφρώς οξύτερες ήταν οι φράσεις που χρησιμοποίησε κατά την συζήτηση που ακολούθησε την ομιλία του στον Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (…we’ve made clear that illegal drilling is unacceptable; violating international rules of law is unacceptable…) χωρίς πάντως και πάλι να αναφερθεί συγκεκριμένα στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας (…all countries around the world, every nation has an interest in protecting the sovereignty and the international rule of law – in this case, laws regarding economic zones around countries…).

Εξάλλου, απαντώντας σε σχετική ερώτηση των δημοσιογράφων της Καθημερινής για το σημερινό επίπεδο των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, ο Πομπέο τόνισε ότι οι ΗΠΑ κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν το ενδεχόμενο οριστικής ρήξης της Τουρκίας με τη Δύση και το ΝΑΤΟ, υπογραμμίζοντας ότι η Τουρκία είναι «ένας σημαντικός εμπορικός εταίρος, σύμμαχος στο ΝΑΤΟ, έχουμε σημαντικές στρατιωτικές υποδομές εκεί» και προσθέτοντας ότι «μια επιτυχημένη Τουρκία, μια ανεπτυγμένη και οικονομικά ευημερούσα Τουρκία είναι σημαντική όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλους μας. Οπότε εργαζόμαστε, επισταμένως, ώστε να έχουμε αυτά τα αποτελέσματα».

Οι λανθασμένες προσδοκίες από την εμβάθυνση των σχέσεων Ελλάδας-ΗΠΑ

Από την πρώτη στιγμή που προέκυψαν οι συνθήκες που ευνοούσαν την ενίσχυση της πολυεπίπεδης συνεργασίας της χώρας μας με τις ΗΠΑ, επικράτησε η άποψη ότι κάτι τέτοιο συνδέεται άμεσα με την επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Από την βάση της Σούδας που θα αντικαθιστούσε την βάση του Ιντσιρλίκ στα Άδανα της Τουρκίας μέχρι την παρουσία αμερικανικών πολεμικών στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, ένας καταιγισμός ανυπόστατων φημών και υπεραισιόδοξων εκτιμήσεων διαστρέβλωσε το διακύβευμα της περαιτέρω ενσωμάτωσης της Ελλάδας στους ευρωατλαντικούς μηχανισμούς ασφαλείας της περιοχής.

Αν και είναι πράγματι αληθές ότι το αυξημένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την ενίσχυση της συνεργασίας με την Ελλάδα οφείλεται και στον προβληματικό ρόλο της Τουρκίας στην αλλαγή των γεωπολιτικών συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, ουδέποτε τέθηκε ζήτημα «αντικατάστασης» της Τουρκίας ως παρόχου ασφαλείας για το ΝΑΤΟ από μια ισχυρότερη και καλύτερα εξοπλισμένη Ελλάδα. Όταν μάλιστα ρωτήθηκε για το συγκεκριμένο σενάριο από τους δημοσιογράφους της Καθημερινής, η απάντηση του Πομπέο ήταν ξεκάθαρη:  Δεν το σκέφτομαι έτσι. Βλέπουμε κάθε χώρα να έχει τα δικά της χαρακτηριστικά, τις δικές της ευκαιρίες να έχουν καλά αποτελέσματα για το ΝΑΤΟ αλλά και τις ίδιες τις χώρες και τις ΗΠΑ.

Αντίθετα, ήταν σαφές από την πρώτη στιγμή ότι οι ΗΠΑ, όπως και η Ε.Ε, θεωρούν ότι η μάχη για την «ψυχή» της Τουρκίας δεν πρέπει να εγκαταλειφθεί για μια σειρά προφανέστατων λόγων που περιλαμβάνουν το τεράστιο δημογραφικό αποτύπωμα της στην περιοχή αλλά και το μέγεθος της οικονομίας της. Το πατροπαράδοτο δυτικό δόγμα που θέλει την Τουρκία να είναι «too big, too poor, too Muslim» για να ενσωματωθεί πλήρως στο ευρωατλαντικό περιβάλλον ισχύει και αντίστροφα: η Τουρκία είναι «too big, too poor, too Muslim» και για να εγκαταλειφθεί πλήρως από τον δυτικό κόσμο.

Υποτιμώντας τον παράγοντα Τραμπ

Αν κάτι υποτιμήθηκε ευρέως εντός Ελλάδας, είναι ο παράγοντας Τραμπ, ίσως και λόγω της έντονης δραστηριοποίησης του Πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρει Πάιατ. Πράγματι, ο σημερινός Πρέσβης των ΗΠΑ είναι ένας αξιόπιστος συνομιλητής με πλήρη επίγνωση του τι διακυβεύεται στην ευρύτερη περιοχή, ένας διπλωμάτης καριέρας υψηλού επιπέδου από εκείνους που παραδοσιακά συναντά κανείς στα υψηλά κλιμάκια της αμερικανικής διπλωματίας. Αν και η θητεία του ανανεώθηκε πρόσφατα, αξίζει να σημειωθεί ότι ανέλαβε τα καθήκοντα του ως επιλογή του απερχόμενου Προέδρου Ομπάμα και σε τίποτα δεν μοιάζει με άλλους, ιδιαίτερα αμφιλεγόμενους συναδέλφους τους που επιλέχθηκαν από το σύστημα Τραμπ για να υπηρετήσουν σε σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι στην εποχή του Ντόναλτ Τραμπ είναι εξαιρετικά δύσκολο για οποιαδήποτε χώρα, όχι μόνο για την Ελλάδα, να κατανοήσει τον τρόπο λήψης των τελικών αποφάσεων στις ΗΠΑ. Ο σημερινός Πρόεδρος των ΗΠΑ θεωρεί προσωπικό του επίτευγμα το ότι κανείς πια δεν μπορεί να προβλέψει τις αποφάσεις του, ακόμα κι αν συχνά αιφνιδιάζονται οι ίδιοι οι υπουργοί του. Τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ώρες, με το σύνολο του αμερικανικού κατεστημένου να διαφωνεί πλήρως με την συνεννόηση Τραμπ-Ερντογάν ως προς τις επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού στη Συρία είναι απολύτως ενδεικτικά του συχνά αγεφύρωτου χάσματος μεταξύ εκείνων που επίσημα εκπροσωπούν τις ΗΠΑ κι εκείνου που παίρνει τις τελικές αποφάσεις.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι σαφές ότι η εμβάθυνση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ δεν αποτελεί τόσο κεντρική απόφαση του Λευκού Οίκου, όσο εκείνων των έμπειρων μηχανισμών του αμερικανικού Πενταγώνου που παρακολουθούν εδώ και δεκαετίες την πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων και διέβλεψαν σωστά ότι τώρα ανοίγει ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας. Αντίστοιχα, στην περίπτωση της Τουρκίας είναι κυρίως οι παραδοσιακοί μηχανισμοί εξωτερικής πολιτικής και άμυνας των ΗΠΑ εκείνοι που αποστρέφονται όλο και πιο πολύ το καθεστώς Ερντογάν και λιγότερο ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ και το περιβάλλον του, ο οποίος δεν αποκλείεται και να…φθονεί την δυνατότητα του Προέδρου της Τουρκίας να επιβάλει την βούληση του εντός της χώρας του χωρίς το παραμικρό θεσμικό αντίβαρο.

Η αδυναμία της Αθήνας να κατανοήσει το εύρος του χάσματος μεταξύ του Λευκού Οίκου και του αμερικανικού κατεστημένου αποδείχθηκε καθοριστική ως προς τις υπερβολικές προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν για τις δυνατότητες αμερικανικής παρέμβασης τόσο στις διαχρονικές διαφορές Ελλάδας-Τουρκίας στο Αιγαίο όσο και ως προς τις παράνομες δραστηριότητες της Τουρκίας στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Αποφώνηση

Δεν υπάρχει η πραγματική αμφιβολία ότι η Ελλάδα ορθώς επιδιώκει την στενότερη συνεργασία της με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Εξάλλου, η επίτευξη διακομματικής συναίνεσης απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι ενδεικτική της σημαντικής ευκαιρίας που προκύπτει για τη χώρα.

Κακώς όμως καλλιεργούνται υπερβολικές προσδοκίες, κακώς υποτιμώνται οι τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται στο εσωτερικό της ίδιας της Αμερικής, κακώς διαιωνίζεται ο συμπλεγματικός ετεροπροσδιορισμός της εξωτερικής πολιτικής μας σε σχέση με την Τουρκία. Δεν μας ταιριάζει ο ρόλος του επαίτη «εγγυήσεων ασφαλείας», πόσο μάλλον όταν έχει πολλαπλώς αποδειχθεί ότι τέτοιου τύπου εγγυήσεις δεν… εγγυώνται και πολλά.

Αντίθετα, μας ταιριάζει πολύ καλύτερα ο ρόλος μιας χώρας με υψηλή εθνική αυτοπεποίθηση που προτιμά την παροχή τεχνογνωσίας από τα παχιά λόγια και την ανάληψη πρωτοβουλιών από την παθητική αναμονή για μια κρίση που θα αποδείξει πόσο… αδίστακτοι είναι οι εχθροί της. Η συνολική εθνική ισχύς, από την επίδοση της οικονομίας μέχρι την αποτελεσματικότητα κάθε μιας κρατικής δομής, είναι αυτή τελικά που δρα αποτρεπτικά ως προς εκείνους που επιβουλεύονται τα εθνικά συμφέροντά μας αλλά ταυτόχρονα αυξάνει και την ελκυστικότητα της χώρας για εκείνους που επιθυμούν να ποντάρουν στην πρόοδό της.