Πολιτικη & Οικονομια

Κόντρα στον μύθο της «ψωροκώσταινας»

Ο Γιάννης Βούλγαρης στο βιβλίο του βλέπει την ιστορία της Ελλάδας όχι σαν μια πορεία υπανάπτυξης, αλλά αντίθετα σαν ένα εντυπωσιακό επίτευγμα συγκρότησης ενός μοντέρνου κράτους

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παντελής Καψής διαβάζει το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη «Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική»

Υπάρχουν μερικές ιδέες που είναι τόσο επαναστατικές ώστε όταν έρχεσαι σε επαφή μαζί τους, σου φαίνονται σχεδόν αυτονόητες παρά το ότι αλλάζουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο ως τότε έβλεπες τα πράγματα. Αυτή την αίσθηση είχα διαβάζοντας το βιβλίο του Γιάννη Βούλγαρη «Ελλάδα: μια χώρα παραδόξως νεωτερική». Ένα βιβλίο το οποίο βλέπει την ιστορία της Ελλάδας, στα 200 χρόνια του νεοελληνικού κράτους, όχι σαν μια πορεία υπανάπτυξης αλλά αντίθετα σαν ένα εντυπωσιακό επίτευγμα συγκρότησης ενός μοντέρνου κράτους με τις ιδιαιτερότητες που επέβαλαν η σύνθεση της κοινωνίας, η ιστορία και το γεωπολιτικό περιβάλλον.

Η μεγάλη καινοτομία του βιβλίου είναι κατά κάποιο τρόπο μεθοδολογική. Ως σήμερα η πορεία της Ελλάδας εξεταζόταν μέσα από το πρίσμα των δύο κυρίαρχων θεωριών, της μαρξιστικής και της φιλελεύθερης-εκσυγχρονιστικής. Και οι δύο εξέταζαν την «ελληνική περίπτωση» με βάση ένα πρότυπο για το πώς (πρέπει να) είναι μια αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία, και με βάση αυτό εντόπιζαν τις ελληνικές ιδιαιτερότητες. Στην πράξη δηλαδή αναζητούνταν οι απουσίες, οι οποίες σύμφωνα με αυτές τις προσεγγίσεις εξηγούσαν την ελληνική «υπανάπτυξη».

Η απουσία κουλτούρας νεωτερικότητας, ή καλύτερα ο δυισμός παραδοσιακού και μοντέρνου, εξηγεί την ελληνική καθυστέρηση.

Στη μαρξιστική θεωρία το βάρος έπεφτε στην απουσία της βιομηχανίας και κατ’ επέκταση ενδογενούς αστικής τάξης. Η απουσία της «βάσης» είχε σαν αποτέλεσμα η άρχουσα τάξη να στηρίζει την ισχύ της στο «εποικοδόμημα», στα προνόμια που αποκόμιζε από το κράτος το οποίο αποτελούσε και το κέντρο των πελατειακών σχέσεων. Η φιλελεύθερη προσέγγιση στηρίχθηκε περισσότερο σε πολιτισμικές ερμηνείες, στην επιβίωση μιας παραδοσιακής κουλτούρας που αντιστρατευόταν τις απόπειρες εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Αυτή η απουσία κουλτούρας νεωτερικότητας, ή καλύτερα ο δυισμός παραδοσιακού και μοντέρνου, εξηγεί την ελληνική καθυστέρηση.

Ο Βούλγαρης ξεκινά διαφορετικά. Δεν ψάχνει τις απουσίες αλλά προσπαθεί να ερμηνεύσει τις παρουσίες. Δεν ψάχνει να απαντήσει γιατί η Ελλάδα δεν έγινε Αγγλία αλλά γιατί ακολούθησε τον συγκεκριμένο δρόμο που πήρε από τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους ως σήμερα. Δεν το κάνει αυθαίρετα. Ακολουθεί τις σύγχρονες εξελίξεις στη θεωρία που αναγνωρίζει ανάμεσα σ’ άλλα την πολυμορφία του καπιταλισμού, πέρα από τη βιομηχανική του φάση που αφορά μια συγκεκριμένη γεωγραφικά και ιστορικά περίοδο. Και βέβαια στηρίζεται στις μελέτες που έχουν γίνει ως σήμερα και οι οποίες έχουν δείξει τα αδιέξοδα των προηγούμενων προσεγγίσεων.

Για παράδειγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ύπαρξη μιας ισχυρής αστικής τάξης στη διασπορά συνέβαλε στην αύξηση των εισοδημάτων στην Ελλάδα. Ποτέ όμως δεν απέκτησε τον καθοριστικό ρόλο που της αποδόθηκε στη διαμόρφωση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην Ελλάδα. Ανάλογα έχει αμφισβητηθεί και η ύπαρξη ενός υπερδιογκωμένου πελατειακού κράτους, πηγή υπανάπτυξης. Στην πραγματικότητα όχι μόνο κινήθηκε σε ανάλογα με την Ευρώπη μεγέθη, αλλά και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής του. Παιδεία, κράτος δικαίου, θεσμοί, υποδομές αποτελούν τομείς στους οποίους δραστηριοποιήθηκε παίζοντας καθοριστικό ρόλο, συχνά με τη βοήθεια ειδικών που προσκαλούνταν από το εξωτερικό.

Ο «πρώιμος εκδημοκρατισμός» της Ελλάδας αποτελεί «αφετηριακό γεγονός» για την κατανόηση της εθνικής πολιτικής ζωής.

Ένα από τα στοιχεία που εξετάζει ειδικότερα ο Γιάννης Βούλγαρης είναι ο «πρώιμος εκδημοκρατισμός» της Ελλάδας. Θεωρεί ότι αποτελεί «αφετηριακό γεγονός» για την κατανόηση της εθνικής πολιτικής ζωής. Πολλοί μελετητές το έχουν αποδώσει στον μιμητισμό, κάτι που προφανώς δεν ισχύει αν αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα ήδη από το 1864 είχε ένα από τα πιο φιλελεύθερα συντάγματα έχοντας εισάγει, πολύ πριν από πολλές χώρες, και την καθολική (ανδρική) ψηφοφορία. Όπως εξηγεί, το πολίτευμα ήταν μια απόλυτα συνειδητή επιλογή που ανταποκρινόταν στην κοινωνική σύνθεση της εποχής, με την απουσία αριστοκρατίας και τη μικροϊδιοκτησία αλλά και στο πνεύμα ισότητας της επανάστασης. Όχι μόνο δεν υπήρξε «αναντιστοιχία βάσης και εποικοδομήματος» αλλά αντιθέτως «η βάση είχε ταιριάξει μια χαρά με το εποικοδόμημα».

Ο πρώιμος εκδημοκρατισμός συνετέλεσε και σε ένα ακόμα φαινόμενο του ελληνικού καπιταλισμού, την κυριαρχία της μικροϊδιοκτησίας και της αυτοαπασχόλησης, χαρακτηριστικό το οποίο διατηρήθηκε και στην περίοδο ανάπτυξης της βιομηχανίας μετά τον πόλεμο. Παρά το στοιχείο αυτό όμως οι επιδόσεις της οικονομίας, με πολλές αυξομειώσεις, παρακολούθησαν τους ρυθμούς των πιο αναπτυγμένων οικονομιών και πάντως διαψεύδουν «τον δυσφημιστικό χαρακτηρισμό Ψωροκώσταινα».

Πιο ενδιαφέρον, επισημαίνει ο Βούλγαρης, είναι να δούμε πώς ο «μικροκαπιταλισμός» επηρέασε τις κοινωνικές συμπεριφορές οι οποίες προσαρμόστηκαν «στους κανόνες και την ηθική των στενών διαπροσωπικών σχέσεων» παρά «σε εκείνους που απαιτούν και επιβάλλουν οι απρόσωπες σχέσεις των μαζικών κοινωνιών, του κράτους δικαίου και των οικουμενικών αξιακών συστημάτων». Αυτές οι συμπεριφορές επικρίθηκαν από το μαρξιστικό και το φιλελεύθερο μοντέλο με το επιχείρημα ότι συνιστούν «πολιτισμική καθήλωση(και) διαρκή αναπαραγωγή της καθυστέρησης». Πιο ρεαλιστικό, σημειώνει ο Βούλγαρης, είναι να αναζητήσουμε τις δυναμικότερες όψεις που περικλείουν και τη δεκτικότητα που έχουν στον εκσυγχρονισμό: «ευελιξία, ικανότητα επιβίωσης, κινητικότητα, μόρφωση, αναζήτηση του νεωτερικού που έρχεται απέξω».

Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου ωστόσο είναι το βάρος που δίνει ο συγγραφέας στον ρόλο της «γεωπολιτικής»,

Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου ωστόσο είναι το βάρος που δίνει ο συγγραφέας στον ρόλο της «γεωπολιτικής», τον αποκαλεί «συντακτικό», για τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους. Τόσο η μαρξιστική όσο και η εκσυγχρονιστική σχολή υποτίμησαν αυτό τον ρόλο καθώς έδιναν την πρωτοκαθεδρία στην οικονομία. Όσο για την εγχώρια ιστοριογραφία, παρά το βάρος που έδινε στις γεωπολιτικές εξελίξεις, υιοθέτησε τον μύθο του «αδικημένου έθνους» και της «ξενοκρατίας». Το σχήμα αυτό ήταν πολλαπλά προβληματικό, όχι μόνο επειδή οι πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων άλλοτε ευνοούσαν και άλλοτε όχι τους ελληνικούς στόχους αλλά και επειδή υποτιμά τους βαθμούς ελευθερίας της χώρας αλλά και τις συνέπειες της γεωπολιτικής στην εθνική πολιτική ζωή.

Στις πρώτες δεκαετίες ο στόχος, ο εθνικός αλυτρωτισμός και η μεγάλη ιδέα αναδείχθηκαν στη «θεμελιωτική νομιμοποιητική ιδεολογία» του νέου κράτους ενισχύοντας την εθνική συνείδηση. Η επίτευξη του στόχου ήταν συνυφασμένη με την πορεία του «Ανατολικού ζητήματος» και οι πολιτικές δυνάμεις διαφοροποιούνταν ανάλογα με το αν συντάσσονταν με την Αγγλία ή τη Ρωσία, τους δύο βασικούς παίκτες. Οι διαφορές ωστόσο ήταν διαφορές τακτικής μόνο, ο στόχος ήταν κοινός. Δεν συνέβη το ίδιο στους δύο παγκόσμιους πολέμους όπου η επιλογή με τη μία ή την άλλη πλευρά «συνυφάνθηκε με την ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση των εθνικών παρατάξεων» δίνοντάς μας τον εθνικό διχασμό πρώτα και τον εμφύλιο στη συνέχεια. «Αν η γεωπολιτική του 19ου αιώνα παρήγαγε διαφορετικές εθνικές τακτικές την ίδια στιγμή που ενίσχυε την εθνική ομογενοποίηση, στον 20ό αιώνα παρήγαγε ισχυρές πολιτικές παραταξιακές ταυτότητες στη βάση της εμφυλιοπολεμικής πόλωσης».

Περνώντας στο σήμερα ο Βούλγαρης επισημαίνει ότι η εθνική πόλωση των τελευταίων ετών απορροφήθηκε εντός των καθιερωμένων πολιτικών διαδικασιών ακριβώς επειδή η αστάθεια του διεθνούς συστήματος δεν πήρε τον χαρακτήρα διπολικών αντιπαραθέσεων. Κάτι όμως που, όπως επισημαίνει, δεν είναι βέβαιο ότι δεν θα συμβεί στο μέλλον. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος ωστόσο είναι να μπει η χώρα σε μια περίοδο παρακμής, δηλαδή χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης, δημογραφικής υποχώρησης και προσγείωσης σε χαμηλές θέσεις του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Παρότι παραμένουμε «έθνος γεωπολιτικό, ιστορικό, δημοκρατικό (και) μικρομεσαίο», δεν φτάνουν πια οι «εξωτερικές ωθήσεις» για να πάμε μπροστά. Η χώρα «κρατά την τύχη στα χέρια της περισσότερο από ό,τι στο πρόσφατο παρελθόν» καταλήγει.  Αν αυτό είναι θετικό θα το δείξει η ιστορία.