Πολιτικη & Οικονομια

Lip Sync: Κουφοί και τυφλοί, για το λιντσάρισμα του Ζακ

«Δεν με αποκήρυξαν, αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με την ιδέα ότι ο γιος τους είναι αδερφή»

Αγγελική Σπανού
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παύλος, ομοφυλόφιλος, μιλάει για την προσωπική του ιστορία και πώς το φονικό λιντσάρισμα του Ζακ έφερε τα πάνω κάτω και στη δική του ζωή

Το coming out μου το έκανα στα 18. Είχα περάσει σε πολύ καλή σειρά στην Αρχιτεκτονική και αισθανόμουν δυνατός. Όχι ότι οι γονείς μου δεν το είχαν καταλάβει νωρίτερα, αλλά ξέρεις πώς είναι αυτά, το αρνούνταν και με ρωτούσαν αν έχω κοπέλα ή αν μου αρέσει κάποιο κορίτσι.

Όταν τους το είπα ήμουν ήρεμος. Άγχος είχα πριν πάρω την απόφαση να σταθώ μπροστά τους. Από τη στιγμή που το αποφάσισα ήταν σαν να λυτρώθηκα, σαν να πέταξα από πάνω μου στενά ρούχα. Το πρωί της ίδιας μέρας είχα κάνει μια ανάρτηση στο Facebook που έλεγε ότι σήμερα θα γίνω ο εαυτός μου – κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.

Όταν ήρθε η ώρα, στο μεσημεριανό τραπέζι της Κυριακής, βάσει του οικογενειακού νόμου δεν έλειπε ποτέ κανείς, ήμουν ανακουφισμένος και σχεδόν συγκινημένος. Αισθάνθηκα περήφανος για τον εαυτό μου που τόλμησα και συμπόνοια γι’ αυτούς που κατέρρευσαν.

Δεν θύμωσα μαζί τους. Έκαναν ό,τι μπορούσαν. Το πήραν βαριά αλλά με στήριξαν. Μορφωμένοι άνθρωποι, πετυχημένοι πολιτικοί μηχανικοί, δεν καταλάβαιναν πώς και γιατί τους συνέβη αυτό, είχαν δυσκολία να το πουν στην οικογένεια και στον κύκλο τους. Το βίωσαν σαν αποτυχία τους. Έδιναν πάντα μεγάλη σημασία στην εικόνα. Άνθρωποι των τύπων, χωρίς ρωγμές προς τα έξω, πρόσεχαν πάρα πολύ την εντύπωση που δημιουργούσαν, ατσαλάκωτοι.

Ακόμη και μέσα στο σπίτι υπήρχαν τελετουργίες, μπάνιο υποχρεωτικά κάθε βράδυ, οικογενειακό γεύμα την Κυριακή, φαγητό πάντα στο τραπέζι και όχι στο κρεβάτι ή στον καναπέ, δυο φορές την εβδομάδα κρέας, τρεις φορές όσπρια και λαδερά, μία φορά ψάρι, μία ζυμαρικά, μόνο μαύρο ψωμί, καθόλου ζάχαρη, λίγο αλάτι, ποτέ δυνατά η μουσική ή η τηλεόραση, τα παπούτσια μόνο στην παπουτσοθήκη και στην παραλία συνεχώς ανανέωση του αντηλιακού. Οτιδήποτε ανθυγιεινό τους τρέλαινε, δεν εννοώ μόνο τα πατατάκια, ακόμη και τα αναψυκτικά τα αντιμετώπιζαν κάπως σαν ναρκωτικά. Είχαν πάθος με το σιδέρωμα, δεν ήθελαν τίποτα τσαλακωμένο, ούτε εσώρουχο.

Η oικιακή βοηθός, η Ντομίνκα, είχε καταλάβει πρώτη για μένα γιατί είχε δει κάτι χρωματιστά σλιπάκια στα συρτάρια μου κι ένα κραγιόν. Ήταν πολύ διακριτική, λέξη δεν της έφευγε. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τα άφηνα έτσι χύμα στο δωμάτιό μου για να τα δουν οι γονείς μου και να καταλάβουν, αλλά δεν έμπαιναν στο δωμάτιό μου, σέβονταν τον χώρο μου, μπορεί και να μην ήθελαν να ξέρουν.

«Σέβονται την αυθεντία και δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν τον psy που τους έλεγε ότι αγάπη υπό όρους δεν υπάρχει, ότι πρέπει να θέλουν να είναι ευτυχισμένο το παιδί τους και όχι να προβάλουν πάνω του τις προσδοκίες τους»

Η μητέρα μου επέμενε να πάμε σε ψυχοθεραπευτή, αναζητούσε μια μαγική λύση, ήθελε κάποιος να μας σώσει. Το έκανα για να την ικανοποιήσω, χωρίς να το πολυπιστεύω. Δεν βγήκε άκρη, απλώς οι γονείς μου συνειδητοποίησαν ότι πρέπει να το αποδεχτούν γιατί δεν μπορούν να το πολεμήσουν. Σέβονται την αυθεντία και δεν θα μπορούσαν να αγνοήσουν τον psy που τους έλεγε ότι αγάπη υπό όρους δεν υπάρχει, ότι πρέπει να θέλουν να είναι ευτυχισμένο το παιδί τους και όχι να προβάλουν πάνω του τις προσδοκίες τους. Τίποτα σπουδαίο, τα γνωστά κλισέ, αλλά είναι διαφορετικό να τα λέει κάποιος με το κύρος του ειδικού και διαφορετικό να τα ακούν από έναν φίλο.

Αγαπάτε εμένα ή αυτόν που φαντάζεστε πως είμαι; Τους είχα ρωτήσει σε ανύποπτο χρόνο με διάφορες αφορμές, ειδικά όταν η μάνα μου με πίεζε πολύ για τις επιδόσεις στο σχολείο και στο ποδόσφαιρο. Δεν ανεχόταν τους μέτριους βαθμούς αλλά ούτε και την ήττα στο παιχνίδι, με ήθελε πρώτο και νικητή. Στα μαθήματα τα κατέφερνα, με τα αθλήματα δεν τα κατάφερνα, μ’ αρέσει η γιόγκα και είμαι πολύ καλός σ’ αυτό.

Από τη στιγμή που το έμαθαν έβλεπα στο πρόσωπό τους τη στενοχώρια και την ντροπή, αλλά προσπαθούσαν να μη μου δείχνουν την απογοήτευσή τους ή ίσως την απελπισία τους. Έκαναν τα πάντα να με πείσουν να φύγω για σπουδές στο εξωτερικό μετά το πτυχίο, νομίζω πως μέσα τους θα ήθελαν να μη γυρίσω αλλά εγώ δεν άντεχα την Αγγλία παρόλο που η κοινωνία εκεί είναι πολύ ανοιχτή σε θέματα ταυτότητας.

«Ποτέ δεν αναφέρουν κάτι που να δείχνει ότι πραγματικά έχουν καταλάβει ότι ο μοναχογιός τους είναι gay». 

Ζω μόνος μου σε μια γκαρσονιέρα δική τους στην Κυψέλη, τους βλέπω κάθε Κυριακή και μιλάμε στο τηλέφωνο μια-δυο φορές την εβδομάδα. Ποτέ δεν αναφέρουν κάτι που να δείχνει ότι πραγματικά έχουν καταλάβει ότι ο μοναχογιός τους είναι gay. Λένε, ας πούμε, «μετά τον στρατό», σαν να πρόκειται να πάω ή δεν με ρωτάνε για τα προσωπικά μου και μια φορά που είπα ότι είμαι σπίτι με τον Θάνο είπαν ένα «καλά καλά» και το έκλεισαν αμέσως.

Ο Θάνος είναι drag queen. Στη σκηνή δεν παίζεται με τίποτα. Τον ερωτεύτηκα μέσα στο κατακκόκινο εξώπλατο μάξι φόρεμα που φορά στο σόου και είναι φτιαγμένο μόνο γι’ αυτόν. Πήγαινα κάθε εβδομάδα και τον έβλεπα για μήνες, από ένα σημείο και μετά έκλεινα ένα πολύ μπροστινό τραπέζι για να τον βλέπω από κοντά. Κάποια στιγμή με πρόσεξε, καρφωνόμασταν όση ώρα ήταν στη σκηνή και όταν τέλειωσε το πρόγραμμα φύγαμε μαζί.

Ο Θάνος είναι από λαϊκή οικογένεια, εργάτες οι γονείς του, δεν έχουν καμία επαφή πια, και τα βγάζει δύσκολα πέρα, σερβίρει σε μια καφετέρια στο Περιστέρι. Παρασκευή και Σάββατο που κάνει το drag show εξοντώνεται. Απορούσα πώς αντέχει μέχρι που κατάλαβα πόση χαρά παίρνει σε κάθε παράσταση. Η μεταμφίεσή του είναι σαν τελετουργία, επενδύει πολύ σ’ αυτό και το απολαμβάνει πραγματικά. Όταν βγαίνει στη σκηνή ανθίζει, παίρνει φοβερή ενέργεια από τα βλέμματα του κοινού και από την ανταπόκρισή του, αυτοσχεδιάζει καμιά φορά, έχει δουλέψει πάρα πολύ την κίνησή του και στο lip sync είναι άψογος, παρόλο που δεν είναι καθόλου εύκολο να συγχρονίζεις τα χείλη σου με τον ήχο που παράγει κάποιος άλλος. Ο ίδιος αισθάνεται καλλιτέχνης, εγώ του λέω ότι είναι Διόνυσος.

Από αυτόν έμαθα ότι drag σημαίνει dressed as a girl, ότι οι καταβολές του ανάγονται στο αρχαίο ελληνικό θέατρο και στους σεξπιρικούς θιάσους όπου άντρες υποδύονταν γυναίκες, ότι πηγαίνουν και straight να παρακολουθήσουν το show γιατί τους αρέσει η ατμόσφαιρα. Από αυτόν γνώρισα και τον Ματιέ. Είχαν δουλέψει μαζί, δεν ήταν φίλοι αλλά είχαν μια ζεστή σχέση, βλέπονταν σχετικά συχνά. Ο Θάνος τον θαύμαζε που ασχολούταν πολύ με την οικολογία, ήταν χορτοφάγος, ήταν σε τόσες φιλοζωικές, για τα άλλα δεν ξέραμε.

«Δεν πιστεύω ότι του την έπεσαν τόσο άσχημα επειδή κατάλαβαν ότι είναι gay. Το ξέρω ότι το πιστεύουν πολλοί στον χώρο, στο Facebook γινόταν χαμός με τέτοιες αναρτήσεις τον πρώτο καιρό, δεν πήρα μέρος στο διάλογο γιατί δεν ήθελα να τσακωθώ», 

Μάθαμε για το λιντσάρισμά του λίγες ώρες μετά, από τον Φοίβο που μου τηλεφώνησε. Έκλαιγε και ήθελε να έρθει σπίτι, να μην είναι μόνος. Το βράδυ είδαμε το βίντεο μαζί με τον Φοίβο. Ξέραμε από πριν ότι δεν μπορεί να ήταν ο αυτοτραυματισμός του ληστή, οι μπαρούφες που μας πουλούσαν τα κανάλια. Το σοκ ήταν τεράστιο. Το ζήσαμε μαζί, οι τρεις μας, όλη την εβδομάδα. Κλαίγαμε ο ένας πάνω στον άλλο, πίναμε, καπνίζαμε, ξενυχτούσαμε, πηγαίναμε σε dark rooms και ξεσκιζόμασταν, μια φορά πήγαμε βόλτα στον Υμηττό και αρχίσαμε να ουρλιάζουμε μπροστά στο κενό μέχρι που έκλεισε ο λαιμός μας.

Δεν πιστεύω ότι του την έπεσαν τόσο άσχημα επειδή κατάλαβαν ότι είναι gay. Το ξέρω ότι το πιστεύουν πολλοί στον χώρο, στο Facebook γινόταν χαμός με τέτοιες αναρτήσεις τον πρώτο καιρό, δεν πήρα μέρος στο διάλογο γιατί δεν ήθελα να τσακωθώ, ήταν αναμμένα τα αίματα. Όμως, δεν βγαίνει από πουθενά τέτοιο σενάριο. Νομίζω ότι η καλλιεργήθηκε αυτή η άποψη στους κύκλους μας γιατί υπήρξε φοβερή ταύτιση μαζί του και ίσως γιατί θέλαμε έναν μάρτυρα.

Δεν περίμενα ότι ο κοινωνικός περίγυρος των γονιών μου θα έδινε δεκάρα γι’ αυτό που είχε συγκλονίσει τον δικό μου κόσμο. Περίμενα όμως ότι οι ίδιοι, με εμένα γιο, θα είχαν λίγη ευαισθησία παραπάνω από τους ομοτράπεζούς τους

Για πρώτη φορά σε γεύμα στο πατρικό μου, πήγα με τον Θάνο. Δεν τους το είχα πει από πριν γιατί ήμουν βέβαιος ότι θα κοίταζαν να το αποφύγουν. Τα έχασαν όταν μας είδαν μαζί στην πόρτα και όταν καθίσαμε στο τραπέζι δυσκολεύονταν να πουν οτιδήποτε. Τους σύστησα και χωρίς πολλά-πολλά τους είπα με τι ασχολείται. Είπα και για το drag show. Ήθελα οπωσδήποτε να το πω. Δεν ξέρω γιατί αλλά αισθανόμουν την ανάγκη να τους φέρω αντιμέτωπους με τη δική μου πραγματικότητα, ήθελα να τους ερεθίσω, να τους αναγκάσω να πάνε στα όριά τους, να σπάσω τη βιτρίνα. Η μητέρα μου λίγες μέρες μετά ξέσπασε ομολογώντας ότι το βρήκε πολύ επιθετικό εκ μέρους μου. Της είπα ότι κι εγώ βρίσκω επιθετική τη σιωπή τους, ότι κάνουν σαν να μην τους είπα ποτέ ότι είμαι gay, σαν να μην ξέρουν ότι η ταυτότητά μου σημαίνει πολλά για την καθημερινότητά μου, για τις συνήθειές μου, για τον τρόπο ζωής μου. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και έφτασα στο σημείο να τους πω ότι θα χαρούμε πολύ αν έρθουν να δουν ένα drag show του Θάνου.

Μάλλον ξέρω τι μ’ έπιασε. Το φονικό λιντσάρισμα του Ζακ έφερε τα πάνω κάτω. Δεν περίμενα ότι ο κοινωνικός περίγυρος των γονιών μου θα έδινε δεκάρα γι’ αυτό που είχε συγκλονίσει τον δικό μου κόσμο. Περίμενα όμως ότι οι ίδιοι, με εμένα γιο, θα είχαν λίγη ευαισθησία παραπάνω από τους ομοτράπεζούς τους. Πνιγόμουν από οργή για την υποκρισία, την κακία, την αδιαφορία, την απονιά των άλλων, των κανονικών που ό,τι δεν είναι στο μέσο όρο θέλουν να το εξαφανίσουν.

Ήθελα να προκαλέσω τους γονείς μου. Δεν τους λυπόμουν πια που είχαν καταρρεύσει όταν έμαθαν ποιος είμαι, με θύμωναν. Αισθανόμουν σαν να βρίσκομαι σε πόλεμο, εμείς και αυτοί, σε μια ανελέητη σύγκρουση με την άλλη πλευρά να έχει πιο βαριά όπλα και να μπορεί να μας συντρίψει.

«Ήθελα να τους επιτεθώ. Γιατί είχαν συγκρατηθεί και δεν με αποκήρυξαν αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με την ιδέα ότι ο γιος τους είναι αδερφή».

Ήθελα να τους επιτεθώ. Γιατί είχαν συγκρατηθεί και δεν με αποκήρυξαν αλλά στην πραγματικότητα ποτέ δεν συμφιλιώθηκαν με την ιδέα ότι ο γιος τους είναι αδερφή. Έκαναν πως το έχουν δεχτεί αλλά μέσα τους έβραζαν. Μπορεί να μη μου το ’λεγαν ότι υποφέρουν αλλά το έβλεπα στο πρόσωπό τους. Και πια ο πόνος τους δεν με πονούσε, με εξόργιζε. Ήθελα να τους αναγκάσω να φωνάξουν, να με βρίσουν, να κλάψουν. Δεν τα κατάφερα. Ακόμη και όταν τους έλεγα για την περούκα του Θάνου, όταν κάνει την Lady Gaga έμειναν ατάραχοι, σαν να ήταν κουφοί και τυφλοί, σαν να μην ακούν και να μην μπορούν να διαβάσουν τα χείλη μου.

Πάντα με εκνεύριζε η αστική τους ευπρέπεια. Τα έκαναν όλα όπως πρέπει, δεν έχαναν το μέτρο, δεν ξέφευγαν, δεν εγκατέλειπαν τους καλούς τους τρόπους. Ακόμη και όταν τσακώκονταν, όλα έμεναν εντός ορισμένου πλαισίου, καμία παρεκτροπή, καμία ακρότητα. Δεν συνέβη καμία φορά να τους δω σε κάποια υπερβολή, να φάνε μέχρι σκασμού, να μεθύσουν, να κάνουν ένα μεγάλο ξενύχτι, να ξεφαντώσουν. Όταν μάλωναν το καταλάβαινα επειδή δεν μιλούσαν μεταξύ τους, έλεγαν μόνο τα βασικά, αλλά δεν υπήρχαν φωνές, την ένταση την αισθανόσουν, δεν την άκουγες. Απορούσα πώς έκαναν έρωτα, μήπως και τότε δεν έχαναν τον έλεγχο, το βρίσκω πιθανό.

Δεν μου έριξαν ποτέ ένα χαστούκι αλλά με πόνεσαν πολλές φορές χωρίς να με χτυπήσουν, με τις απαιτήσεις τους. Πάντα περίμεναν κάτι παραπάνω από μένα, ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένοι, τίποτα δεν τους αρκούσε. Όταν θύμωναν μαζί μου το έδειχναν με ένα απαίσιο επιτιμητικό βλέμμα και μια ψυχρή παρατήρηση. «Μπορούσες και καλύτερα» έλεγε η μάνα μου όταν δεν της άρεσε ο έλεγχος. «Σίγουρα» συμπλήρωνε ο πατέρας μου. Ήταν σαν το είχαν προβάρει, τόσο τέλειος συγχρονισμός.

«Εγώ ήμουν ο λεκές στο ύφασμα της οικογενειακής ευτυχίας, μουτζούρα στο περιτύλιγμά της. Το ξέρω καλά πια ότι παρόλο που προσπαθούν να συγκρατηθούν, στο βάθος με περιφρονούν».

Ο Ζακ σκοτώθηκε Παρασκευή. Την Κυριακή που πήγα να φάμε ούτε που έδιναν σημασία σ’ αυτά που τους έλεγα. Μιλούσα ακατάπαυστα, με μεγάλη φόρτιση, κι εκείνοι σχεδόν έπλητταν, περίμεναν ευγενικά να σταματήσω για να πούμε κάτι άλλο. Η αδιαφορία τους με κλόνισε. Αρχισα να αναρωτιέμαι μήπως η εικόνα που είχα ότι είναι καλοί άνθρωποι αποτελούσε κατασκευή και δεν είχε σχέση με την αλήθεια. Δεν έκαναν σχόλια για να μη μ’ εκνευρίσουν αλλά το ύφος τους έδειχνε ότι όχι απλώς δεν είχαν ταραχτεί αλλά μπορεί και να πίστευαν ότι ήταν κάτι σαν δυστύχημα.

Δεν έμαθα ποτέ τις σκέψεις τους γιατί δεν μίλησαν ανοιχτά γι’ αυτό αλλά μου έγινε φανερό, απ’ τη σιωπή τους, ότι ανήκουμε σε διαφορετικούς πλανήτες, δεν τους νοιάζει τίποτα που γίνεται μακριά από την αυλή τους, δεν ενδιαφέρονται για τη δυστυχία των λίγων, τους αφορούν μόνο όσα συμβαίνουν στο περιβάλλον τους και όσα τους αγγίζουν προσωπικά. Εγώ ήμουν ο λεκές στο ύφασμα της οικογενειακής ευτυχίας, μουτζούρα στο περιτύλιγμά της. Το ξέρω καλά πια ότι παρόλο που προσπαθούν να συγκρατηθούν, στο βάθος με περιφρονούν, σίγουρα με απαξιώνουν.

Εκείνη την Κυριακή αποφάσισα ότι θα τους φέρω τον Θάνο. Δυσκολεύτηκα να τον πείσω, δεν το ήθελε γιατί η εμφάνισή του το φωνάζει αυτό που είναι και φοβόταν ότι οι δικοί μου θα έρθουν σε αμηχανία. Τους συμπαθούσε απ’ όσα του είχα πει, επειδή οι δικοί του κάνουν πως δεν ξέρουν, έκοψαν την επικοινωνία μαζί του, και δεν ήθελε να τους φέρει σε δύσκολη θέση. Δεν του είχα πει για τον Ζακ και πώς αντέδρασαν, του το είπα μετά, αφού φύγαμε από το σπίτι, όταν με ρώτησε γιατί τους είπα για το drag show. Γιατί ήθελα να πονέσουν και, αν γινόταν, να χάσουν την ψυχραιμία τους. Δεν την έχασαν. Έμειναν ευπρεπείς μέχρι το τέλος. Ατσαλάκωτοι.