Πολιτικη & Οικονομια

Οι «αριστεροί νταβατζήδες», ο ΣΥΡΙΖΑ και το κόκκινο χαλί

Σε ποιον άραγε αναφερόταν ο Πάνος Σκουρλέτης;

Νίκος Γεωργιάδης
ΤΕΥΧΟΣ 713
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Πάνος Σκουρλέτης, οι «επίδοξοι νταβατζήδες της Αριστεράς», ο «Μαστροπός», ο Γιάνης Βαρουφάκης, ο Κώστας Γαβράς και η 76η Μόστρα.

Σε ποιoν άραγε αναφερόταν ο ποιητής, εν προκειμένω ο Πάνος Σκουρλέτης, εκφέροντας τη φράση «επίδοξοι νταβατζήδες της Αριστεράς»; Στον ίδιο; Στον Κοτσακά του απολιθώματος ΠΑΣΟΚ του Άκη Τσοχατζόπουλου; Στον κακομοίρη «άστεγο» Μπίστη ή στον έρμο τον Χατζησωκράτη; Μήπως εννοούσε τον Βαρουφάκη; Μήπως, λέω, αναφερόταν στον Κώστα Γαβρά;

Διότι τελικά ο «Μαστροπός» που προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από το ρήμα «Μαίομαι», αντιλαμβάνεστε τώρα το μπλέξιμο εκ της ετυμολογίας, επιδέχεται ως πολιτικός όρος (ή ρόλος;) πολύπλοκες ερμηνείες. Ο νταβατζής δεν είναι ένα απλό κωλόπαιδο, μαχαιροβγάλτης ο οποίος εκμεταλλεύεται αθώα κορίτσια και τα βγάζει στο κλαρί. Είναι εκείνος (ή εκείνη) που παραμυθιάζει τα θύματά του υποσχόμενος παραδείσους. Ως γνήσιος «παραμυθάς» αναλαμβάνει και την προστασία των θυμάτων του. Τελικά αποκομίζει κέρδος, φήμη, υπόσταση, πλούτο και ακριβοπληρωμένα κουστούμια, συνήθως ριγέ, που συνοδεύονται από μυτερά ιταλικά υποδήματα, ενίοτε και από ειδικά πέτσινα μπουφάν από δέρμα νάπα. Εξαρτάται απόλυτα από τα θύματά του. Τα απειλεί, τα τιμωρεί και στο τέλος, αν τον προδώσουν, τα σφάζει στο γόνατο. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Προφανώς εκεί κάτω στην Κουμουνδούρου έχουν κάποιο πρόβλημα στη μετάφραση ή την ερμηνεία των πεπραγμένων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας ούτε που να το συζητήσει διότι μόνον αυτός, ο Νίκος Παππάς και ο Αλέκος ο Φλαμπουράρης με τον Σπίρτζη ξέρουν τις λεπτομέρειες. Διότι «νταβατζιλίκι» στην πολιτική σημαίνει διαχείριση Μαστροπών διά της προαγωγής. Η μέθοδος της προαγωγής σημαίνει ρουσφέτι. Το ρουσφέτι είναι η λυδία λίθος της διαπλοκής. Είναι ταυτόχρονα το διαβατήριο για να διασχίσει κάποιος τη μακρά έρημο της διαφθοράς. Βλέπετε η διαφθορά προσφέρει πλούτο αλλά είναι άκρως μοναχικό άθλημα.

Ποιον εννοούσε ο άτεγκτος Σκουρλέτης άραγε; Τους πρώην του Μαξίμου ή τους νυν «συμβούλους» επί του ανοίγματος προς τη «Δημοκρατική Παράταξη»; Μήπως εννοούσε τους «πριν του δημοψηφίσματος του 2015» ή τους μετα-Αριστερούς της realpolitik του μεταποιημένου ΣΥΡΙΖΑ; Τους φίλους του Καλογρίτσα ή τους συνομιλητές του «Εφοπλιστή»; Τους διαπραγματευτές με τον εκπρόσωπο του «Ξανθού Γένους» ή τους συνομιλητές με την ισχυρή οικογένεια της Εκάλης;

Διότι αν εννοούσε αυτούς τους τελευταίους ο άτεγκτος Σκουρλέτης, τότε η συζήτηση επί των πεπραγμένων έχει νόημα. Αν όμως εννοούσε τα παιδιά που προέρχονται από τον «παιδικό σταθμό» της ταλαίπωρης ελληνικής εκδοχής της Κεντροαριστεράς, τα ορφανά της ΔΗΜΑΡ ή τα «απωλεσθέντα» του ΠΑΣΟΚ, τότε τι νόημα θα είχε μία ανοιχτή συζήτηση η οποία σε οποιαδήποτε περίπτωση θα καταλήξει σε ένα συλλογικό ψυχόδραμα;

Πολύ φοβούμαι πως εκεί κάτω στην Πλατεία Κουμουνδούρου κινούνται σε ελώδη εδάφη και πως τους διαφεύγει το μεδούλι της αριστερής σκέψης. Διότι το «μεδούλι» δεν αφορά την κατάντια της διακυβέρνησης μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου η οποία απευθύνθηκε αποκλειστικά σε μία συγκεκριμένη δεξαμενή ψηφοφόρων (το πέτυχε άλλωστε). Το «μεδούλι» δεν αφορά την προσγείωση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στα δεδομένα του Ιουλίου 2015 υπό την απειλή του Grexit. Το «μεδούλι» αφορά στις επιλογές του συστήματος διακυβέρνησης από τον Ιανουάριο του 2015 έως ότου κτυπήσει το ξυπνητήρι της αφύπνισης.

Αυτό το «μεδούλι», ως έκφραση του απόλυτου κυνισμού του πολιτικού lifestyle, «περπάτησε» στο κόκκινο χαλί της 76ης Μόστρας εν είδει νομιμοποίησης διά της μεθόδου της εγκολπώσεως της εικονικής πολιτικής στην παραγωγή θεάματος. Σε χρώματα τιρκουάζ, μάλιστα.

Η μνήμη

Θυμάμαι εκείνο το μεσημέρι του 2015, κάπου στην Πλατεία Καραϊσκάκη μέσα στο λιοπύρι να περιμένω στην ουρά μπροστά από ένα ATM. Θυμάμαι τους απλούς ανθρώπους να συζητούν και να δημοσιοποιούν τους φόβους τους.

Χρόνια μετά ο Γιάνης Βαρουφάκης και η σύζυγός του, λαμπεροί και οι δύο, «πάτησαν» το κόκκινο χαλί στη Βενετιά. Οι «ηρωικές» στιγμές της αντίστασης στο κατεστημένο των Βρυξελλών καθώς και ο «ιερός αγώνας» κατά της γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη αποτελούν τα στοιχεία που συνθέτουν την πολιτική ταινία του Κώστα Γαβρά που προβλήθηκε, τιμής ένεκεν, στη 76η Μόστρα.

Πόσο άραγε απέχει η πολιτική ιστορία από το lifestyle της πολιτικής; Ούτε μία γουρουνότριχα, ως φαίνεται. Η αλλοτριωμένη εκδοχή αποτελεί πλέον και επίσημη αναφορά. Από την επόμενη πανεπιστημιακή σεζόν το βιβλίο του Βαρουφάκη θα διδάσκεται στα αμφιθέατρα όχι ως εργαλείο προβληματισμού υπό την έννοια του «για να δούμε τι ισχυρίζεται και ο τότε υπουργός Οικονομικών». Αλλά ως καταγεγραμμένη, επίσημη, μαρτυρία ενός συμβάντος που ανέβηκε στο σινεμά και παίχτηκε στην τηλεόραση. Πρόκειται για την απόλυτη επικυριαρχία της «Εικονικής Πολιτικής».

Ο Κώστας Γαβράς είναι πλέον ένας ηλικιωμένος σκηνοθέτης. Δεν υπήρξε «μεγάλος» του Σινεμά. Ανεδείχθη ωστόσο σε στιβαρό εκπρόσωπο του «πολιτικού νουάρ» στην κινηματογραφική βιομηχανία με σφιχτοδεμένη πλοκή, γρήγορο πλάνο, έντονη συναισθηματικότητα, ιστορικό background, μεστούς ηθοποιούς για να στηρίζουν τον ρόλο. Καλές παραγωγές που ανταποκρίνονταν υπό μία έννοια σε συγκεκριμένη πολιτική επικαιρότητα. Το «Ζ» για τη Χούντα, η «Ομολογία» για τα γεγονότα της Πράγας, η «Κατάσταση Πολιορκίας» για τους Τουπαμάρος κλπ. 

Όσο «προοδευτικότερη» η εκδοχή, τόσο πιο εύπεπτο το αποτέλεσμα. Το αληθοφανές στην πολιτική σπανίως ταυτίζεται με την αλήθεια. Άλλωστε η τρέχουσα πολιτική είναι η τέχνη της εξαπάτησης.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης ακροβατεί μεταξύ πολιτικής και lifestyle σε ένα σύγχρονο ντεκόρ όπου τα όρια μεταξύ φαντασίωσης, ονείρωξης και πραγματικότητας στον χώρο του θεάματος είναι ασαφή, αλληλοσυμπληρούμενα και αλληλένδετα. Ηττημένη για άλλη μία φορά η αλήθεια και βεβαίως η πολιτική. Προέχει το εύπεπτο, το απλοϊκό, το συναισθηματικά φορτισμένο, το επιφανειακά σοβαροφανές, το ανέξοδα δραματικό, η διακριτική γκλαμουριά και τελικά η απαραίτητη δόση αναφοράς στο εθνικό συμφέρον και την πολιτική ηθική. Αυτά τα δύο τελευταία στοιχεία αποτελούν το «κερασάκι» εν είδει «διαβατηρίου», η συνδετική κόλλα για να «πολιτικοποιηθεί» το story. Όσο «προοδευτικότερη» η εκδοχή, τόσο πιο εύπεπτο το αποτέλεσμα. Το αληθοφανές στην πολιτική σπανίως ταυτίζεται με την αλήθεια. Άλλωστε η τρέχουσα πολιτική είναι η τέχνη της εξαπάτησης. Το σινεμά είναι ένα από τα εργαλεία αυτής της διαδικασίας. Η εκδοτική δραστηριότητα επίσης (το βιβλίο, οι συνεντεύξεις, η παρουσίαση).

Η συνταγή είναι δεδομένη. Υπάρχουν οι «καλοί» και οι «κακοί». Τα «συμφέροντα του λαού» και οι «εκμεταλλευτές του ανθρώπινου πόνου». Υπάρχουν οι «ισχυροί» και οι «ανίσχυροι». Οι «συνειδητά κλέφτες» και οι «απατημένοι». Οι «ηθικοί» και οι «ανήθικοι». Το σενάριο της μυθοπλασίας για να είναι παραγωγικά πιστευτό οφείλει να είναι αληθοφανές, αυστηρά ανθρωπιστικό, πειθαρχημένα μονομερές, έντονα δραματικό, έξυπνα συγκρουσιακό, με κορυφώσεις συναισθηματισμού αλλά και με σαφή προσωπική χροιά. Χρειάζεται ο αναγνώστης - θεατής να ταυτιστεί απόλυτα. 

Τα όρια μεταξύ αλήθειας, παραποίησης, αποπροσανατολισμού και πολιτικής ανακρίβειας είναι πολύ θολά, όταν η κοινωνία του θεάματος λειτουργεί αποκλειστικά με γνώμονα την επιβολή ψευδούς συνείδησης. Προφανώς στο επίμαχο βιβλίο, άρα και στο σενάριο της επίμαχης ταινίας, συνυπάρχουν όλα τα παραπάνω. Η «δοσολογία» εξαρτάται από την εκτέλεση της συνταγής. Κάτι σαν τα εδέσματα που φωτογράφησε ο φακός του Paris Match εκείνη την περίοδο στη βεράντα του ζεύγους στο σπίτι τους στην Πλάκα με τη σύζυγο να αιωρείται μέσα στη σφιχτή αγκαλιά του άντρα που την προστατεύει με τα στιβαρά του μπράτσα.