Πολιτικη & Οικονομια

Χωρίς το χαμόγελο της Χρύσας Σπηλιώτη

Το περασμένο καλοκαίρι η χώρα παραμορφώθηκε και η Χρύσα έφυγε σαν ίσκιος πατώντας σε καμένη γη.

Σάββας Σαββόπουλος
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένας χρόνος χωρίς τη Χρύσα Σπηλιώτη: Ο Σάββας Σαββόπουλος γράφει για την απουσία της και την τραγωδία στο Μάτι.

Ήταν 23 Ιουλίου 2018 στην Ποσειδωνία της Σύρου και η μέρα έμοιαζε παράξενη από το πρωί. Ήταν από κείνες τις μέρες που από το πρωί φοβάσαι τι θα γεννήσουν. Το απόγευμα όλοι ανάστατοι για τις φωτιές που εξαπλώνονταν στην Αττική, πρώτα στην Κινέττα και αργότερα στην Πεντέλη. Όταν η μυρωδιά του καμένου ξύλου και τα μικρά αποκαΐδια που ο άνεμος από το Μάτι και το Κόκκινο Λιμανάκι μετέφερε στις Αγκαθωπές, ένας άμορφος φόβος έσφιξε την καρδιά μου.

Τηλεφώνησα στους φίλους που είχαν σπίτια στην Κινέττα, στο Μάτι και στη Ραφήνα. Κάποιοι που ήσαν στην περιοχή της Ραφήνας ή το Βουτζά μιλούσαν λες και είχαν ξεφύγει από του χάρου τα δόντια. Μόνο το κινητό της Χρύσας Σπηλιώτη δεν απαντούσε, σαν να ήταν απενεργοποιημένο. Η αγωνία έγινε αφόρητη. Τηλεφώνησα σε μια κοινή μας φίλη. Ήταν συντετριμμένη, επίσης την έψαχνε: «Έχω ένα κακό προαίσθημα. Η Χρύσα θα είχε δώσει κάποιο σημείο ζωής». Οι μέρες περνούσαν επώδυνα χωρίς κανένα σημάδι από τη Χρύσα και τον αγαπημένο της Δημήτρη. Η λίστα με τους νεκρούς μεγάλωνε, οι μαυρισμένοι τόποι που βλέπαμε στις εικόνες σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο την ψυχή και παρέλυε το σώμα μας.

Στο τέλος αναγνωρίστηκαν ο Δημήτρης και η Χρύσα άψυχοι. Όλα άλλαξαν· η νύχτα δεν ήταν πια νύχτα και η μέρα δεν ήταν πια μέρα. Έγιναν γειτονιές της θλίψης. Τη νύχτα που ακολούθησε την επιβεβαίωση του θανάτου του ζευγαριού μου ήταν αδύνατον να κοιμηθώ, η νύχτα προσπαθούσε να με καταπιεί.

Για να της ξεφύγω έγραφα: «Αυτό το καλοκαίρι καμωμένο από λιωμένο αλουμίνιο και σώματα που οι φωτιές μετέτρεψαν σε λείψανα Αγίων ένας Άγγελος μας άφησε»! Όλοι ελπίζαμε, μέχρι την τελευταία στιγμή, ότι η ακριβή φίλη Χρύσα Σπηλιώτη δεν θα μας εγκατέλειπε μόνους. Πάντα τη σκεφτόμουν ως μια από τις λιγοστές υπάρξεις που εκπροσωπούσαν εκείνη την Ελλάδα, η οποία δεν βολεύτηκε στην αυτάρκεια και την αυταρέσκεια, την έπαρση και την αλαζονεία. Tην Ελλάδα που πότε δεν συμβιβάστηκε με την ασχήμια, την κακομοιριά και τον ωχαδερφισμό. Αυτήν την Ελλάδα, που ήθελε τόσο πολύ να γίνει η καθημερινή πραγματικότητα, η Χρύσα ήταν ικανή όχι μόνο να την ονειρευτεί, αλλά στο δικό της πλαίσιο να τη σκεφτεί και να την υλοποιήσει. Η μελέτη του έργου της -που είναι σημαντικό- το μαρτυρά.

Η σημερινή νύχτα αλυχτάει σαν καμένο σκυλί, «Ποιος κοιμάται απόψε»;  Ήταν ο τίτλος ενός από τα θεατρικά της Χρύσας. Και σήμερα πώς να κοιμηθεί κάποιος όταν σκεφτεί, όταν «δει», όταν «ακούσει» την οδύνη της Χρύσας, του Δημήτρη, των παιδιών, των ενηλίκων, των ζώων που έσβησαν στις φλόγες; Η Χρύσα είχε, πέραν της ευφυΐας της, μια εξαιρετική διαισθητικότητα για τα πράγματα, η οποία πολλές φορές την υπερέβαινε. Πριν μερικά χρόνια είχε γράψει ένα θεατρικό που τιτλοφόρησε «Φωτιά και νερό». Ηχεί παράδοξα σήμερα μετά τα όσα έζησε. Ήταν η ιστορία ενός Άραβα και ενός Eυρωπαίου που συμβιώνουν αναγκαστικά για μία βδομάδα. Αντιπαρατίθενται δύο κόσμοι, δύο αντιλήψεις, οι οποίες είναι διαφορετικές «σαν φωτιά και νερό». 

Φωτογραφία της Χρύσας Σπηλιώτη από την τελευταία της παράσταση, μονόλογο, «Ο γιος μου Νικόλαος Μάντζαρος»

Μετά το πρώτο πάγωμα, όταν έμαθα ότι τη Δευτέρα 23 Ιουλίου η φωτιά έφτασε στο σπίτι της Χρύσας και του Δημήτρη κι αυτό λαμπάδιασε και ενώ η αγωνία για την τύχη τους με κατέκλυζε, κάποια στιγμή έκπληκτος ανακάλεσα την αρχή του μονολόγου της Ρεγγίνας Τουρίνι - Μάντζαρου, στο τελευταίο θεατρικό της Χρύσας «Ο γιος μου Νικόλαος Μάντζαρος». Τα πρώτα λόγια της Χρύσας- Ρεγγίνας επιβάλλουν, εκ των υστέρων, μια αίσθηση αλλόκοτου, ανοίκειου, παράδοξου. Η Χρύσα-Ρεγγίνα βγαίνει-ζωντανεύει από ένα κάδρο με το πορτρέτο της, το οποίο συμβολίζει, μεταξύ άλλων, και τάφο, ανάβοντας ένα σπίρτο και μονολογεί:

«Ρεγγίνα: Τα κατάφερα, το 'σκασα. Βίβα λα λιμπερτά! Συμφορά μου! Συμφορέλα μου! Αληθινοί είναι αυτοί ή φανταζία; Τι μόδα είναι τούτη; Άλλη μανιέρα, άλλο ντύσιμο, αλλά ούλοι μα έμενα κοιτάνε παράξενα... Βα μπένε δεν πειράζει... καθένας βλέπει για κανονικό τον δικό του κόσμο και των αλλωνών για περίεργο. Τώρα εγώ πρέπει να εξηγήσω τι κάνω εδώ; Το ‘σκασα από τον τάφο μου. Έπιασε φωτιά στο κοιμητήριο κι άρχισα να πυρώνομαι! Είπα δεν κάηκα ζωντανή, να καώ πεθαμένη; Ευχήθηκα μ' ούλη μου την καρδιά να εξαφανιστώ... Ε μιράκολο γίνηκε!

Είμαι η Ρεγγίνα. Ρεγγίνα Τουρίνι από τη φαμίλια του πατέρα μου και δεν είναι η πρώτη βολά που κινδυνεύω να καυτώ στη ζωή μου. Ήμουνα μικρή στην πατρίδα μου τη Ζάρα τση Δαλματίας που ‘ρθανε νύχτα κουρσάροι και βάλανε φωτιά. "Ξύπνα Ρεγγίνα ξύπνα" φωνάζει η νόνα μου η Μαρία Τζέμα Καρμέλα που κοιμότανε πάντα με το ένα μάτι λιμπρέτο. Μόνο τη νόνα μου, τη μαμά τση μαμάς μου της πεθαμένης είχα κοντά μου και τον πατέρα στην απέναντι κάμαρα που πετάχτηκε κι αυτός από τον ύπνο με ένα τουφέκι».

Φωτογραφία της Χρύσας Σπηλιώτη από την τελευταία της παράσταση, μονόλογο, «Ο γιος μου Νικόλαος Μάντζαρος»

Αυτή η ενασχόληση της Χρύσας με τη θεματική του νερού και της φωτιάς δεν φαινόταν περίεργη, γιατί γνώριζε καλά τη φιλοσοφική σημασία αυτών των στοιχείων, από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους μέχρι τον Μεσαίωνα. Όμως η πραγματικότητα κατασπάραξε το συμβολικό. 

Σ' αυτό το θεατρικό έργο, όπως και σ' άλλα, η Χρύσα διαπραγματεύεται τις φωτιές που υπάρχουν μέσα μας, τις ενορμήσεις· ενορμήσεις της ζωής και ενορμήσεις του θανάτου, τα ιδεώδη του Εγώ, τις σχέσεις με τους άλλους. Τη φλόγα στον εαυτό μας, τη φλόγα για τον άλλο.

Η Χρύσα είχε πάντα ανοιχτή την ψυχή της για να αντιληφθεί και νοηματοδοτήσει αυτό που προσπαθούσε να «πει» ο εαυτός της και ο κόσμος. Το έργο της μαρτυρά την άοκνη προσπάθειά της να βρει νέα μέσα έκφρασης της σκέψης και του συναισθήματός της, να επισκεφτεί και ν' αναλύσει τις ιδέες που κυκλοφορούν στη νεολαία και γενικότερα την κοινωνία.

Έγινε μια ζωντανή ύπαρξη αφιερωμένη στη δημιουργία, στο φως. Στη δύσκολη πορεία της είχε τη στήριξη του Δημήτρη και ορισμένων φίλων που πίστευαν σε εκείνη και το ταλέντο της. Πάντα υπήρξε ευγενής, με ήθος σπάνιο, με μάτια γεμάτα αλήθεια, ενθουσιώδης, ανεκτική, γεμάτη αγάπη, γενναιόδωρη για τους άλλους, ευφυής, με αστείρευτη έμπνευση φαντασία, ουσιαστικά ονειροπόλος, με απίστευτες υποκριτικές ικανότητες για να βάλει επί σκηνής τα πάθη των ανθρώπων στο αρχαίο και το σύγχρονο θέατρο. Η Χρύσα υπήρξε και μια ιδιοφυής θεατρική συγγραφέας (Ποιος ανακάλυψε την Αμερική, Πόρτες κλπ.), η οποία βρήκε νέους τρόπους έκφρασης αντλώντας όχι μόνο στη νεωτερικότητα, αλλά και τη μετα-νεωτερικότητα. Ήταν αυστηρή, πολύ απαιτητική με τον εαυτό της. Ίσως εκεί να κρύβεται και η μεγαλύτερη αρετή της.

Η Χρύσα αν και υπήρξε ένα από τα πιο προικισμένα πλάσματα που γνώρισα, πάντα αναγνώριζε στον εαυτό της την έλλειψη. Για εκείνη, η έλλειψη, η αδυναμία της, τα κενά της γίνονταν αφετηρία για να βρει νέους δρόμους δημιουργίας και δράσης. Ποτέ δεν αισθάνθηκε πλήρης, πετυχημένη, αυτάρκης, κατά κάποιο τρόπο «τελειωμένη». Είχε αγωνία όταν αδυνατούσε να κατανοήσει καλά μια κατάσταση· ξεκινούσε μια κοπιώδη εργασία, διανοητική και συναισθηματική, ώστε να την προσεγγίσει και τελικά να τη μορφοποιήσει μέσα από τους δικούς της δρόμους.

Η Χρύσα αναλωνόταν σαν κερί για να μας φωτίσει όλους, μέσα από την υποκριτική της και τη γραφή της, κυρίως όμως μέσα από τη ζωή της. Μιλούσε, χόρευε, τραγουδούσε για να ξυπνήσει νωθρές ψυχές και νωθρά σώματα. Η Χρύσα γινόταν πάντα θυσία για τους άλλους. Και πιστεύω ότι με τον θάνατό τους, εκείνη, ο Δημήτρης, τα παιδιά και οι άλλοι που χάθηκαν από την καθημερινότητα τόσο δραματικά, μοιάζει να θυσιάστηκαν για όλους μας, για να μας δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τις ζωές μας. Να συναντήσουμε τον εαυτό μας και τον άλλο.

Οι νεκροί που χάνονται σαν σκιές που μας φωτίζουν, μας καλούν να γίνουμε άνθρωποι, δηλαδή να μπορέσουμε αγαπήσουμε. Όχι τους όμοιούς μας, αλλά και τους «άλλους». Σε μια χώρα που έχει δομηθεί πάνω στο μίσος και τον διχασμό, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από αυτήν του ψυχαναγκασμού της επανάληψης, δηλαδή τη συνηθισμένη επανάληψη των εμφυλίων. Η χώρα μας, αυτήν την ώρα, κατά την οποία έχει γίνει «χώρος οδύνης», έχει ανάγκη από αγάπη και σκέψη πάνω σε όλα όσα πονούν τους ανθρώπους της. 

Το οφείλουμε σε αυτούς που χάθηκαν. Για να δώσουμε νόημα στη θυσία τους. Για να δώσουμε νόημα στη ζωή μας.

Μετά τον θάνατο της Χρύσας την τίμησαν στην Επίδαυρο, έγιναν εκδηλώσεις στη μνήμη της, για να τονιστεί ο ευρηματικός χαρακτήρας του έργου της στις πολλαπλές εκφάνσεις του.

Όμως ό,τι και να πεις, όταν κατεβαίνεις στη θάλασσα που αγάπησε, η απουσία σε σφίγγει στο λαιμό κι όμως εκεί ένα φως απόκοσμο ζωντανεύει ό,τι και να κοιτάξεις· πράγματα άψυχα και έμψυχα. Η Χρύσα ήταν θάλασσα και φωτιά και το φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού. Και ο Ήλιος όπως την αγκάλιασε σαν Ηλεκτρα στην παράσταση του Μιχαηλίδη. Το περασμένο καλοκαίρι η χώρα παραμορφώθηκε και η Χρύσα έφυγε σαν ίσκιος πατώντας σε καμένη γη.

Όμως ακριβώς εκεί που χάθηκε το σώμα της, εκεί που έσβησε ο ίσκιος της, εκεί με τα πρώτα πρωτοβρόχια του φθινοπώρου φύτρωσαν αμέτρητα κυκλάμινα λες και ήθελαν να θυμίσουν εκείνο την απόχρωση του μωβ που αγαπούσε. Ύστερα ήρθε ο χειμώνας και στην ακτή που περπατούσε ξυπόλυτη ο άνεμος και το κύμα ούρλιαζαν... καλούσαν. Τώρα, αυτό το καλοκαίρι ο άνεμος σαν να μεταφέρει λόγια που είπε, φράσεις που έγραψε για τη λάμψη του κόσμου, για τη δική της λάμψη. Μια λάμψη που με κάνει να σκέφτομαι πόσο παράδοξο είναι να απουσιάζεις σήμερα 23 Ιουλίου 2019.

Τώρα που μας λείπουν οι νεκροί που αγαπήσαμε, ας αγαπήσουμε τους ζωντανούς και ας είναι διαφορετικοί. Η τραγωδία στο Μάτι αυτό μας λέει.