Πολιτικη & Οικονομια

Κρίση και στρατηγικές εξόδου

Τάσος Γιαννίτσης
11’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η ομιλία του Τάσου Γιαννίτση στην εκδήλωση της Πρωτοβουλίας για τη Δημοκρατική Παράταξη στη Θεσσαλονίκη (2/12/13)


Σε μια κοινωνία όπου έχουν καταρρεύσει βεβαιότητες, άξονες αναφοράς, αξιοπιστία και εμπιστοσύνη, το κεντρικό ερώτημα είναι αν έχει κανείς να προσφέρει μια πειστική προοπτική. Τονίζω το «πειστική», γιατί όταν ακόμα και σήμερα, με τον πιο φυσικό τρόπο, χωρίς καμιά αιδώ, διατυπώνονται δημόσια φαύλες, κατάφορα άδικες και εξοργιστικές για τον δοκιμαζόμενο Ελληνα προτάσεις ή εφαρμόζονται αντίστοιχες πρακτικές, η κοινωνία πολώνεται. Από τη μία στοιχίζονται πολυποίκιλες δημιουργικές δυνάμεις σε ευρύτερους ιδεολογικούς και κοινωνικούς χώρους, που έχουν καταλάβει ότι τις είχαν εγκλωβίσει μέσα στο πρόβλημα. Από την άλλη, εμβρόντητοι, παρακολουθούμε το ανούσιο θέαμα όσων δεν κατάλαβαν ακόμα τίποτα ή δεν έχουν να προτείνουν τίποτα ή γενικολογούν ή διχάζουν ή αποδομούν τη δημοκρατία ή ουρλιάζουν ή συνεχίζουν αδιέξοδες, άδικες, ιδιοτελείς, ακόμα και διεφθαρμένες πρακτικές ή πολλά από αυτά μαζί. Η ελληνική κοινωνία έχει υπαρξιακή ανάγκη να ρίξει τα τείχη ασφυξίας μέσα στα οποία αναζητούσε απαντήσεις στο παρελθόν, να διευρύνει αντί να διασπά δυνάμεις, που, με όποιες διαφορές έχουν, θα ήθελαν να αθροιστούν, προκειμένου να αλλάξουν την τροχιά της χώρας.

Θα έλεγα ότι έπειτα από πέντε χρόνια εμείς πρέπει να επαναλάβουμε τη φράση: «Μέχρι εδώ, το παιχνίδι τελείωσε». Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τους λογαριασμούς μας με το παρελθόν μας και να κερδίσουμε την αίσθηση μιας νέας συλλογικότητας, μια αίσθηση για τα συμφέροντα της χώρας και για το ότι οι πιο βαρύγδουπες θέσεις είναι και οι πιο δηλητηριώδεις για το μέλλον μας. Ο καθένας μας ας ψάξει να βρει τις απαντήσεις μέσα του. Ας σκεφτεί, όμως, και πού οδηγήθηκε η χώρα αυτή στην ιστορία της και τι τίμημα πλήρωσε, κάθε φορά που οι απαντήσεις κινήθηκαν στον αστερισμό του διχοτομικού, του συγκρουσιακού, του εξωπραγματικού ή της αποπλάνησης. Ας σκεφτούμε, αν θέλουμε να τραγουδάμε «πιο χαμηλά Λόλα» ή να εργαστούμε, ώστε να αρχίσει να κινείται, όχι απλώς κάτι, αλλά κάτι που θα άξιζε πολύ, κάτι που όπως θα έλεγε ο Εγγονόπουλος, γράφοντας τον Μπολιβάρ, θα ήταν κάτι μεγάλο, ωραίο και δυνατό.

Σήμερα, είναι πιεστικά αναγκαίο να ξαναδούμε το ιδεολογικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θέλουμε να στηρίξουμε μια πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης. Οσο η ιδεολογία μένει στα παλιά και παύει να εκφράζει βαθύτερες κοινωνικές ανάγκες και προσδοκίες, μετατρέπεται είτε σε ιδεοληψία, είτε σε αδιέξοδο βολονταρισμό. Η εκδήλωση αυτή σήμερα είναι μια πρωτοβουλία που βλέπει τον εαυτό της στον κεντροαριστερό χώρο. Όμως ξέρουμε ότι οι τίτλοι κατακτώνται, ότι δεν είναι δεδομένοι και ότι την κοινωνία θα την κερδίσει όποιος δώσει πραγματικά προοδευτικές απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα της κρίσης, των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, της ανταγωνιστικότητας, της διαφθοράς, της ανικανότητας του κράτους, της ανεργίας και της φτώχειας, της σύγχρονης ανάπτυξης, της γνώσης και της καινοτομικής δράσης, των ακραίων ιδεολογιών και της οικονομικής και διαγενεακής ανισότητας. Οποιαδήποτε εκδοχή Αριστεράς, οποιαδήποτε εκδοχή δημιουργικών δυνάμεων έχει να απαντήσει στο δίλημμα, ποιο είναι το μεγαλύτερο διακύβευμα γι αυτήν: το πώς θα ξεφύγει η κοινωνία και η χώρα από την κρίση και πώς θα εξυπηρετηθεί καλύτερα το συλλογικό, το κοινωνικό και το εθνικό συμφέρον ή πώς θα διασωθούν δογματισμοί και στερεότυπα, που έχουν στοιχειώσει και απλώς περιμένουν να δώσουν τη θέση τους σε νέα;

Σήμερα, έξοδος από την κρίση προϋποθέτει μια απάντηση στη συνύπαρξη μιας πρωτόγνωρης ανεργίας, φτώχειας, φόβου, αναξιοπιστίας της πολιτικής και της παράλληλης κατασκευής εικονικών πραγματικοτήτων που διαδοχικά καταρρέουν. Οσο η απάντηση αυτή εκκρεμεί, είναι πιθανό να δούμε ένα απελπιστικό σενάριο: ότι τελικά η κρίση παρακάμπτεται, αλλά η κοινωνία μένει σε ένα κυμαινόμενο τέλμα διαρκείας που θα στηρίζεται στις περικοπές μισθών και συντάξεων, στην επιβολή φόρων σε όσους πληρώνουν φόρους, στις νέες μορφές φτώχειας, στο δεύτερο μεγάλο μεταπολεμικό μεταναστευτικό κύμα νέων στο εξωτερικό και στην πολιτική αδιαφορία για την πραγματικότητα που διαμορφώνεται. Η σημερινή πολιτική δίνει το μήνυμα, ότι πολλά από τα σημερινά χαρακτηριστικά δεν θα αλλάξουν παρά επιφανειακά. Αυτή θα είναι η χειρότερη –και πολύ άδικη- πραγματικότητα. Θα σήμαινε, ότι θα έχουν συντελεστεί απλώς οι ελάχιστες, όμως εξαιρετικά οδυνηρές και άνισες ανατροπές, οι οποίες θα επιτρέψουν σε ένα σύστημα που κατέρρευσε, να βελτιώσει στοιχειώδεις λειτουργίες του, να ‘φτιασιδωθεί’, και να συνεχίσει στα ίδια περίπου χνάρια με πριν. Η πραγματικότητα αυτή θα ήταν η αρχή των επόμενων διαδοχικών αδιεξόδων. Γι αυτά τα «επόμενα» κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ. Θα τα φορτωθούν κάποιοι άλλοι και σίγουρα ο ελληνικός λαός.

Σε ένα τέτοιο σκηνικό ο καθένας μας καλείται να σκεφτεί:

- Αν, ατομικά και συλλογικά, διδάχθηκε από την κρίση και αν θέλει να πάει ενάντια σε νέες, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδες προοπτικές

- Τι θέλει ή περιμένει ένας ολόκληρος κόσμος από μια νέα πρωτοβουλία

- Τι χρειάζεται και τι δεν χρειάζεται η χώρα και η κοινωνία

- Τι μορφή μπορεί να πάρουν όλα αυτά για να πετύχουν την αναστροφή της πτώσης.

Τελικά, τα ερωτήματα συνοψίζονται σε ένα: «Τι διακυβεύεται στη χώρα, το οποίο πρέπει να παλέψει κανείς για να μην διακυβευθεί;». Η απάντησή μου είναι ότι διακυβεύονται:

- Η Δημοκρατία και οπωσδήποτε η ποιότητα της Δημοκρατίας μας, που παρουσιάζει έκδηλα φαινόμενα εκφυλισμού και μετάλλαξης

- Η προοπτική απαξίωσης εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων, που από πλευράς γνώσεων και ικανοτήτων αντιπροσωπεύουν σήμερα ένα κεφάλαιο που η χώρα ποτέ δεν διέθετε στο παρελθόν

- Η ανάπτυξη, η περαιτέρω καταστροφή του παραγωγικού και επιχειρηματικού δυναμικού, η απουσία πρωτοβουλιών από ελληνικές ή ξένες επιχειρήσεις να διευρύνουν και να μετασχηματίσουν το παραγωγικό πρότυπο της χώρας

- Η συνεκτικότητα της κοινωνίας μας, που δοκιμάζεται βάναυσα από την κρίση, από εκρηκτικές διχοτομήσεις, ακόμα και διάχυτες μορφές μίσους, ανευθυνότητας, ιδιοτέλειας και ανικανότητας. Εχει κανείς την αίσθηση, ότι κάθε τρεις ή τέσσερις δεκαετίες πρέπει να γυρίζουμε στις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας μας, για να ικανοποιηθούν τα ίδια συμφέροντα, τα ίδια δόγματα, οι ίδιες άπληστες πολιτικές ή προσωπικές ιδιοτέλειες

- Η πραγματική θέση, που ο καθένας μας θεωρεί ότι πρέπει να έχει η Ελλάδα στην Ευρώπη ως σύστημα δημοκρατικών και κοινωνικών αξιών, ελευθερίας ιδεών και έκφρασης λόγου και οικονομικής ευημερίας.

Το κεντρικό ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς θα ξεπεραστεί η κρίση. Οι απαντήσεις σίγουρα είναι περισσότερες. Όμως, περισσότερες δεν σημαίνει ότι είναι και όποιες θέλουμε. Και αν δεν έχουμε, πρέπει να βρούμε τις απαντήσεις που θα πετύχουν τους μεγάλους πολιτικούς στόχους και τις μεγάλες κοινωνικές αξίες μας, μέσα στις δυνατότητες που πραγματικά έχουμε ή μπορούμε να δημιουργήσουμε. Αυτό που πλέον είναι απαγορευτικό, είναι να δώσουμε απαντήσεις φαντασμιακές, που θα εκφράζουν έναν ανέφικτο βολονταρισμό ή να δώσουμε δήθεν απαντήσεις, που απλώς θα δημιουργούν στον κόσμο την αίσθηση ότι θα ανέβουμε προς τα επάνω, ενώ λίγο αργότερα όλοι θα αναρωτιόνται πώς και πηγαίνουμε προς τα κάτω. Για να το πω χωρίς περιστροφές: Φτάνει πια κάθε κίβδηλο success story, τουλάχιστον από ένα χώρο που διεκδικεί μια ξεκάθαρη ιδεολογική και πολιτική σχέση με την κοινωνία.

Οι επισημάνσεις αυτές υποδηλώνουν μια θεμελιακή πολιτική διαχωριστική γραμμή σε μια συζήτηση για την κρίση, που θα κάνει ξεκάθαρο ότι:

- Υπάρχει μια συνολικότερη αντίληψη η οποία βρίσκεται σε ρήξη με το παρελθόν και με κεντρικές επιλογές του σήμερα

- Η αντίληψη αυτή ξέρει ότι η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει με ένα δύσκολο συνδυασμό σταθεροποίησης, αλλαγών, ανάκαμψης και κοινωνικής και δημοκρατικής επανισορρόπησης, ξέρει τι πρέπει να κάνει και μέχρι πού μπορεί να φτάσε,

- Η αντίληψη αυτή θέλει την Ελλάδα να ξεπερνάει το σημερινό τέλμα, όπως άλλες χώρες και την θέλει στην Ευρώπη.

Στο παρελθόν, αλλά και στα χρόνια αυτά της κρίσης, ζήσαμε και ζούμε μια θάλασσα στερεότυπων και ιδεοληψιών γύρω από τις έννοιες της ανάπτυξης, της κοινωνικής συνοχής, της ευαισθησίας και της αλληλεγγύης. Με αυτήν την ρητορική φτάσαμε στην πιο μαζική φτώχεια, στην πιο βαθιά παιδική φτώχεια, στην πιο μεγάλη καταστροφή ανθρώπινων δυνάμεων, στο πιο μεγάλο κενό κοινωνικής πολιτικής και αλληλεγγύης, ανάπτυξης, εμπιστοσύνης και πολιτικής συγκρότησης, που δεν θα μπορούσαμε να έχουμε δει ούτε στον πιο άσχημο εφιάλτη μας. Κοινωνική συνοχή, ανάπτυξη, δημοκρατία, αξιοπρέπεια προφανώς και θα ήταν αδιανόητο να μην είναι σταθερά κεντρικά ζητούμενα. Όμως όχι στο όνομά τους να φτάνει κανείς στο αντίστροφο αποτέλεσμα. Όταν στην πορεία αυτή φανεί, ότι ένας νέος κόσμος πλησιάζει, ευαισθητοποιείται και ενώνει τις δυνάμεις του για μια εναλλακτική αντίληψη, θα είναι το σημάδι ότι στην Ελλάδα κάτι πάει να γίνει.

Στους επόμενους 10 ή 15 μήνες θα ληφθούν βασικές αποφάσεις για την Ευρώπη και για την Ελλάδα, που θα συνοδεύουν την πορεία μας για μεγάλο διάστημα, ίσως για δεκαετίες. Θα αποκρυσταλλωθούν οι νέες γραμμές πάνω στις οποίες θα κινηθούν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να ξεπεράσουν τα απαράδεκτα λάθη, τις οδυνηρές αποφάσεις και την αδιαφορία που έδειξαν για τις συνέπειες των πολιτικών που ακολουθήθηκαν. Η Ελλάδα, έτσι όπως πάει, μπορεί να βρεθεί στη δεύτερη κατηγορία, με ότι σημαίνει αυτό. Η χώρα δεν μπορεί να επιλέξει την ανικανότητα, όταν άλλες χώρες προχωράνε. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τι θέλουμε και να είμαστε στην ίδια γραμμή με τους άλλους. Αν αποφασίσουμε να μην είμαστε, να τιμωρήσουμε το δικό μας μέλλον για τα δικά μας λάθη, πρέπει, τουλάχιστον, να ξέρουμε πολύ καλά τι θα σημαίνει αυτό και για ποιους.

Με αφετηρία τα σημεία αυτά, θα αναφερθώ, ελλειπτικά, σε ορισμένα πιο συγκεκριμένα ζητήματα, γιατί οι γενικότητες περισσεύουν και το συγκεκριμένο είναι ισχνό. Θα αναφερθώ σε πέντε σημεία, που προφανώς δεν συγκροτούν μια ολοκληρωμένη αντίληψη, όμως η υλοποίησή τους θα είχε αισθητή επίδραση σε μια πορεία εξόδου από την κρίση.

Πρώτος στόχος: Η ανάκτηση βαθμών ελευθερίας στην πολιτική

Υπάρχει μια παράμετρος, την οποία οι διαμάχες για την εθνική αξιοπρέπεια, την εθνική κυριαρχία, τα Μνημόνια και ό,τι άλλο συναφές, την αφήνουν εκτός: ότι μια χώρα σε πτώχευση είναι μια χώρα ηττημένη, με βαριά τραυματισμένη διαπραγματευτική ικανότητα. Η άποψη ότι μπορεί να διαπραγματεύεται όπως μια χώρα με δύναμη και ότι η θέση της στη διεθνή σκηνή έχει παραμείνει αλώβητη, μπορεί να ηχεί εθνικά υπερήφανα, όμως, στην ουσία, προσπαθεί αφ’ ενός να αποσιωπήσει τις ευθύνες πολλών που την έφεραν στο σημείο αυτό και αφ’ ετέρου να παρακάμψει την ανάγκη για χάραξη μιας δύσκολης στρατηγικής εξόδου από την κρίση, που θέλει χρόνο και δεν συμβαδίζει με ηρωικές θεωρίες. Πολύ ψυχρά, δύναμη και υπερχρέωση απέναντι στις αγορές βρίσκονται μεταξύ τους σε διαμετρικά αντίθετη σχέση.

Αν την εθνική κυριαρχία την θυμάται κανείς όταν ανακαλύπτει το ολέθριο αποτέλεσμα των επιλογών του, είναι αργά. Τότε γεμίζει ο κόσμος με «κόκκινες γραμμές». Η αφετηρία της έγνοιας για τις κόκκινες γραμμές θα έπρεπε να βρίσκεται πίσω, στην αρχή της αλυσίδας των ενεργειών, που οδηγούν στο ανάποδο αποτέλεσμα. Δυνάμεις και κοινωνίες που δεν έχουν την ικανότητα να δουν έγκαιρα την αλυσίδα αυτή, έχουν χάσει. Όταν δουν κατάματα την ήττα, δεν χρειάζονται ερωτήματα, μοιρολόγια ή θεατρικές παραστάσεις, ως προς το γιατί επιβάλλονται όροι. Χρειάζεται αναστοχασμός και δουλειά.

Για το λόγο αυτό, ο μακροχρόνιος στόχος στον οποίο πρέπει να συμπυκνωθούν οι επιδιώξεις μας είναι να οικοδομηθεί μια χώρα, που θα ανακτήσει σιγά-σιγά την δύναμη που είχε και θα δίνει αυτοπεποίθηση και προοπτική στους πολίτες της. Ενας τέτοιος στόχος σήμερα ηχεί ως εξωπραγματικός. Είναι, αν τον δει κανείς στο μικρό διάστημα. Μακροπρόθεσμα όμως, δεν είναι. Και αν, περιμένοντας τα πετρέλαια, τα αέρια, τις φαντασμιακές ή μαγικές λύσεις στο μέλλον, αποφασίσουμε να εργαστούμε συντεταγμένα σήμερα, θα το κάνουμε εμείς να μην είναι.

Δεύτερος στόχος: Αλληλεγγύη, στη βάση της εφαρμογής των υφιστάμενων συνταγματικών κανόνων

Η κρίση που περνάμε είναι φαινομενικά αποτέλεσμα του εκτροχιασμού του 2009, είναι όμως και δημιούργημα μιας εξαιρετικά άνισης και άδικης κοινωνίας. Ακόμα και σήμερα, πολιτικές δυνάμεις ή πρόσωπα μάχονται για το πως θα εξασφαλίσουν προνόμια, εξαιρέσεις, απαλλαγές για την ισχυρή ή πλατειά πελατεία τους, μεταθέτοντας ουσιαστικά πρόσθετο βάρος στους πιο αδύναμους. Θεωρώ, ότι προέχουν τέσσερα κεντρικά σημεία:

- Μεταξύ των Ελλήνων πολιτών δεν θα ισχύουν ανόμοιοι κανόνες δημοσιονομικών υποχρεώσεων. Καμιά ειδική μεταχείριση σε κοινωνικές ομάδες. Ολοι θα έχουν την υποχρέωση να συμμετέχουν ισότιμα στα δημοσιονομικά βάρη, με βάση το εισόδημα, την ακίνητη περιουσία, τα αυτοκίνητα, τα σκάφη ή άλλα στοιχεία.

- Κυβερνήσεις και Τοπική Αυτοδιοίκηση δεν θα αφήνουν ανέγγιχτη ούτε τη φοροδιαφυγή, ούτε τους οφειλέτες γενικών ή τοπικών φόρων ή τελών ή κοινωνικών εισφορών. Όταν εγκαταλειφθεί η συνειδητή πρακτική της απόλυτης ανοχής ή και υπόθαλψης απέναντι στην φοροκλοπή και τη φοροδιαφυγή, σε συνδυασμό με το προηγούμενο σημείο που ανέφερα, τότε ίσως αισθανθεί πράγματι η ελληνική οικογένεια ότι δεν υπερφορολογείται σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Μέχρι τότε θα υφίσταται το πλιάτσικο από ένα Κράτος, που με δακρύβρεχτη υποκρισία θα αρνείται συστηματικά να εφαρμόσει κεντρικές αρχές της φορολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης και του Κράτους Δικαίου.

- Πελατειακές και προνομιακές παροχές και κρατικές αποφάσεις που θα απονέμουν ειδικές προσόδους σε εκτεταμένες κατηγορίες επαγγελματιών ή πολιτών δημιουργούν ισχυρές αδικίες, τινάζουν στον αέρα τα ασφαλιστικά ταμεία και αυξάνουν επώδυνα το βάρος των μισθωτών και συνεπών πολιτών. Η συντριβή των εργαζόμενων με χαμηλές αμοιβές και των συνεπών φορολογούμενων είναι ευθεία απόρροια των έντεχνων κυβερνητικών πρακτικών διασφάλισης οικονομικά και κοινωνικά αδικαιολόγητων προνομίων σε όσους θέλουν να ευνοήσουν.

- Απαιτείται πολιτική ενάντια στην ανεργία και στη φτώχεια, που πλέον αλλάζει μορφή στη χώρα και επικεντρώνεται κυρίως στα αστικά νοικοκυριά με άνεργα μέλη και παιδιά. Για δεκαετίες η πολιτική για την ανεργία συνοψιζόταν σε πλασματικά σεμινάρια, καταρτίσεις, επιδοτούμενες θέσεις, που δημιουργούσαν εισοδήματα σε πολλούς ενδιάμεσους και στους ενδιαφερόμενους, αλλά όχι πραγματική απασχόληση. Θέσεις εργασίας για 1,5 εκατ άνεργους θα προκύψουν μόνο μέσα από συγκροτημένες αναπτυξιακές πολιτικές, που προϋποθέτουν διαφορετικό μοντέλο διακυβέρνησης, χρόνο, πολιτική ηθική, πραγματική αναπτυξιακή στήριξη από τα ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία και παραίτηση από αδιαφανή οφέλη

Τρίτος στόχος: Η αναδιάρθρωση της Δημόσιας Διοίκησης

Καμιά πολιτική δεν μπορεί να πετύχει, αν δεν στηρίζεται από μια εξειδικευμένη και αποτελεσματική Δημόσια Διοίκηση, αν δεν λειτουργήσουν το Κοινοβούλιο, η Εκτελεστική και η Δικαστική εξουσία σύμφωνα με το Σύνταγμα. Κανένα ισχυρό Κράτος δεν στηρίζεται σε διαβρωμένους και αναποτελεσματικούς θεσμούς. Ιδιαίτερα, κάθε χώρος που θεωρεί ότι κεντρικοί αναπτυξιακοί και κοινωνικοί στόχοι προϋποθέτουν σοβαρή κρατική παρέμβαση, πρέπει να στηρίξει ένα Κράτος, η λειτουργία του οποίου θα παράγει ισχυρά πολιτικά αποτελέσματα και αλλαγές στην κοινωνία. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης συνέβη το αντίστροφο. Η ίδια η έννοια του Κράτους κλονίστηκε έντονα στα μάτια της κοινωνίας, λόγω των ιδεολογημάτων, των πρακτικών, των δογματισμών που κυριάρχησαν σε όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων.

Η κρίση, η αλληλεγγύη, η ανάπτυξη, όλες οι σημαντικές αξίες μπορούν να πραγματωθούν μόνο μέσα από μια ευρύτατη ανατροπή του αναχρονιστικού κρατικού κατεστημένου και τον μετασχηματισμό του σε εργαλείο που πραγματώνει καίριους πολιτικούς στόχους για την κοινωνία και όχι για τον εαυτό του. Αν το Κράτος λειτουργεί ως στυγνό εργαλείο νομής της εξουσίας, δεν είναι να απορεί κανείς, ότι στα μάτια της κοινωνίας απονομιμοποιείται τόσο η ιδέα του Κράτους, όσο και οι οποιεσδήποτε εκδοχές πολιτικής -αριστερές και δεξιές. Και αυτό το είδαμε ξεκάθαρα στην οθόνη μας.

Τέταρτος στόχος: Η ανάκτηση της αξιοπιστίας του δημόσιου χώρου και των δημόσιων-συλλογικών αξιών στο εθνικό μας σύστημα

Η ανα-κατάκτηση των δημόσιων-συλλογικών αξιών σηματοδοτεί μια διαφορετική ισορροπία μεταξύ κομματικών συμφερόντων και συλλογικού συμφέροντος στη διαχείριση των δημόσιων πραγμάτων, τη διαφύλαξη των θεσμών και την ανάδειξη της αξίας της συλλογικότητας απέναντι στον ατομικισμό. Ο ατομικισμός, που είναι η λογική απόρροια του εκφυλισμού της Δημοκρατίας, δεν λύνει προβλήματα. Τα οξύνει. Ένα έθνος, μια κοινωνία, μια χώρα με αδύναμη αίσθηση συλλογικότητας είναι καταδικασμένα τόσο ως συλλογικότητα, όσο και στο επίπεδο της ατομικότητας.

Κριτήριο επιτυχίας θα ήταν η επιστροφή της κοινωνικής εμπιστοσύνης στο απαξιωμένο σήμερα Κράτος και σε κάθε διακριτή εξουσία ή κρατικό θεσμό. Όμως, δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη σε ένα Κράτος, που με σπασμωδικό τρόπο κάθε τρίμηνο περικόπτει εισοδήματα, αδρανεί απόλυτα για την παραγωγική βάση και εξακολουθεί να καλλιεργεί όσες προβληματικές καταστάσεις έχει δημιουργήσει. Η δικαιολογία της δημοσιονομικής προσαρμογής που πρέπει να επιτευχθεί είναι υπαρκτή και αναγκαία. Όμως, οι πολιτικές που επιβάλλονται, απλώς δεν είναι ο μόνος δρόμος με τον οποίο ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί. Είναι ο μόνος δρόμος που επιλέγει το σύστημα εξουσίας.

Πέμπτος στόχος: Η παραγωγική βάση της χώρας

Οι πολιτικές που επιβλήθηκαν, άφησαν απέξω τη σχέση μεταξύ κρίσης και παραγωγικού συστήματος. Η Τρόικα και τα Μνημόνια στην ουσία δεν ενδιαφέρονται για το παραγωγικό σύστημα. Όμως, ούτε και οι δικές μας πολιτικές, ούτε και οι θέσεις που έχουν ακουστεί, ενδιαφέρονται πράγματι. Γιατί μια πιο ουσιαστική αναπτυξιακή και παραγωγική πολιτική θα έπρεπε να έρθει αντιμέτωπη με τις πιο βαθιές συστημικές παθογένειες και να πλήξει ένα κατασκεύασμα που είναι το παιδί του πολιτικού αμοραλισμού. Γι αυτό και η άρνηση είναι ισχυρή.

Όλο το βάρος της πολιτικής έπεσε στα μακροοικονομικά, αγνοώντας, ότι ένα σημαντικό τμήμα της κρίσης συνδεόταν με την ολοένα και πιο αδύναμη παραγωγική και ανταγωνιστική βάση της οικονομίας μας. Τις μακροοικονομικές ανισορροπίες της κρίσης δεν πρέπει να τις δούμε μόνο από την οπτική των καταστροφικών επιπτώσεων που έχουν στο παραγωγικό σύστημα της χώρας, αλλά και αντίστροφα: πώς δηλαδή η μακροχρόνια αποδυνάμωση της παραγωγικής μας βάσης, σε συνδυασμό και με τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν, οδήγησε στην κρίση. Μια τέτοια αμφίδρομη σχέση, σημαίνει ότι ακόμα και σήμερα, η παραγωγική βάση έχει παραμεριστεί εντελώς, η μεγέθυνση έχει πάθει καθίζηση και μια ανάκαμψη που θα στηρίζεται μόνο στα δημοσιονομικά, έχει ένα υπέρμετρο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Σημαίνει, επιπλέον, πως όταν υπάρξει μεγέθυνση, αυτή θα είναι αναιμική.

Θα σταματήσω στα σημεία αυτά, παρ’ όλο ότι θα ήθελα να αναφερθώ ακόμα σε θέματα Δημοκρατίας και σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που για κάθε Ελληνα θα έπρεπε να έχουν ιδιαίτερη φόρτιση, καθώς και στο τι σημαίνουν τα καμώματά μας σε μια στιγμή και σε μια γεωπολιτική περιοχή, στην οποία συντελούνται εξαιρετικά σημαντικές ανακατατάξεις, που αγγίζουν τη διεθνή θέση της χώρας και κεντρικά εθνικά μας συμφέροντα, πολύ πιο καθοριστικά από το κάθε θέμα που δημιουργεί μιντιακές και κομματικές θύελλες.

Αρκετοί από τους στόχους που ανέφερα δεν είναι νέοι. Νέο θα ήταν το στοιχείο της υλοποίησής τους. Το κεντρικό μήνυμα των αναφορών αυτών είναι η ανάγκη να αλλάξει ότι πια είναι βαρίδι, και να ξεκινήσει κάτι πιο δημιουργικό. Αν η αλλαγή έχει κόστος, -και έχει- η αδράνεια έχει επίσης κόστος που συχνά είναι πολλαπλάσιο του πρώτου. Απλώς, το κόστος αυτό αποκαλύπτεται αργότερα και η κοινωνία καθησυχάζει, πιστεύοντας το μήνυμα ότι δεν υπάρχει κίνδυνος από πουθενά.

Θεωρώ, ότι πρέπει να τελειώνουμε με τις αυταπάτες, τις αερολογίες και τους μηχανισμούς αποπλάνησης. Θεωρώ, ότι η Ελλάδα δεν θα αλλάξει με πρωτοβουλίες που έρχονται από πάνω, αλλά από την απόφαση πολλών να αθροίσουν τις μικρές τους δυνάμεις με τρόπο που να σπρώξει τη χώρα προς τα πάνω. Για να αποτραπούν αδιέξοδα και να δημιουργηθεί κάτι διαφορετικό, χρειάζεται μια ισχυρή δύναμη από τα κάτω. Η πρωτοβουλία που έχει ξεκινήσει, με τους 58, με εσάς εδώ και πολλούς ακόμα σε άλλες πόλεις, πρέπει να πάρει μαζική, ανοικτή και υπερβατική χροιά. Να υπερβεί όσους την ξεκίνησαν, να υπερβεί τις αρχικές σκέψεις, να ανταποκριθεί στις προσδοκίες ευρύτερων δυνάμεων που ψάχνονται, αρνούνται να συμβιβαστούν με ότι τους προσφέρεται και είναι έτοιμες να επενδύσουν σε ότι τις πείσει.