Πολιτικη & Οικονομια

Τα δάνεια της Ελλάδας

Νίκος Χριστοδουλάκης
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μ. Χ. Χατζηιωάννου: «Το προπατορικό χρέος - Τα δάνεια της Εθνικής Ανεξαρτησίας»,

Σ. Λαζαρέτου: «Από την πτώχευση στην ύφεση - Ο διεθνής οικονομικός έλεγχος του 1898»

Ν. Χριστοδουλάκης: «Άγος απλήρωτον - Τα οφειλόμενα για το Κατοχικό Δάνειο»

Τα τρία βιβλία αναφέρονται σε απομακρυσμένες μεταξύ τους εποχές και αναλύουν πολύ διαφορετικές περιπτώσεις δανεισμού τον οποίο είτε επιζητεί εναγωνίως το ελληνικό κράτος είτε του τον επιβάλλουν. Και τα τρία, όμως, αναδεικνύουν μερικά επαναλαμβανόμενα μοτίβα συμπεριφοράς της Ελλάδας απέναντι στους ξένους πιστωτές και δανειστές. Αρκετά από τα χαρακτηριστικά τους τα διακρίνει κανείς ακόμα και σήμερα, που η χώρα διέρχεται άλλη μια περίοδο υπερχρέωσης και προσαρμογής. Ξαναβλέπουμε και σήμερα την επανάληψη πρακτικών και ψευδαισθήσεων που θα περίμενε κανείς να έχουν ξεπεραστεί οριστικά. Και όμως, παρά το γεγονός ότι συνεπάγονται ψηλό κόστος για την κοινωνία και τη χώρα, τα μοτίβα φαίνεται παρόλα αυτά να είναι τόσο άρρηκτα υφασμένα στον πολιτικό και κοινωνικό ιστό που είναι δύσκολο να ανατραπούν.

Μερικοί τέτοιοι μύθοι είναι και οι ακόλουθοι:

Ι. Εξωτερικός Δανεισμός και εθνική κυριαρχία

Υπάρχουν ακόμα και σήμερα πολλοί που ισχυρίζονται στο δημόσιο λόγο ότι η εθνική κυριαρχία θα ενισχυθεί αν μια χώρα ξεκόψει από τις διεθνείς αγορές και αποφύγει τον ξένο δανεισμό. Στην πραγματικότητα, όμως, η ισχύς και ανεξαρτησία ενός κράτους δεν οικοδομούνται με την έξωση από τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, αλλά με την ενεργό παρουσία και την αξιόπιστη συμμετοχή στις δραστηριότητές της. Δεν υπάρχει σύγχρονο κράτος αποξενωμένο από τις διεθνείς αγορές. Ούτε και στο παρελθόν υπήρξε. Γι’ αυτό μόλις τα έθνη κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους έσπευδαν να αναζητήσουν την αναγνώριση, την έγκριση και τα κεφάλαια των διεθνών αγορών. Μαζί με την Ελλάδα, στο Λονδίνο είχαν σπεύσει την δεκαετία του 1820 και τα νέα ανεξάρτητα κράτη της Λατινικής Αμερικής για παρόμοια δάνεια και ανταγωνίζονταν μάλιστα μεταξύ τους ποιο θα τα πρωτοπάρει.

Η ικανότητα παρουσίας και δανεισμού σε διεθνείς αγορές ήταν και είναι καθοριστικό στοιχείο της αποδοχής ενός κράτους από άλλα, καθώς αποτελεί την βάση της οικονομικής πιστοποίησης κάθε χώρας πάνω στην οποία γίνεται η ανάπτυξη διμερών και πολυμερών οικονομικών σχέσεων, από το εμπόριο έως τις επενδύσεις και τη συνεργασία. Ιδίως μάλιστα ενός νεοσύστατου κράτους γιατί μπορεί να αποτελέσει την «σφραγίδα αξιοπιστίας» για την προσέλκυση ξένων επενδυτικών κεφαλαίων και ευνοϊκής χρηματοδότησης των υποδομών και του έργου της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης. Όταν το 1828 εγκρίθηκαν τα δάνεια του Αγώνα, πριν ακόμα ανακηρυχθεί το ελληνικό κράτος, αυτό απετέλεσε «μήνυμα» για την υποστήριξη των τότε μεγάλων δυνάμεων στην υπόθεση της Ανεξαρτησίας, όπως και έγινε λίγο αργότερα στο Ναυαρίνο.

Τα θετικά γνωρίσματα συντρέχουν όμως με ορισμένες προϋποθέσεις:

(α) Ότι τα Δάνεια θα χρηματοδοτήσουν πραγματικά τις αναπτυξιακές ανάγκες του νέου κράτους και δεν θα μετατραπούν σε μηχανισμό πληρωμής προς τις διάφορες φατρίες που στη συνέχεια είτε τα αποθησαυρίζουν ως ιδιωτικό πλούτο, είτε τα χρησιμοποιούν για την εξόντωση των εσωτερικών αντιπάλων.

(β) Ότι η εσωτερική ανόρθωση βαθμιαία κάνει όλο και λιγότερο αναγκαία την προσφυγή σε ξένο δανεισμό και ιδιαίτερα σε ξένο νόμισμα. Η πρόοδος και η αξιοπιστία ενός κράτους μετράται από το αν αρκεί να δανείζεται λίγα και αν αυτά μπορεί να τα δανείζεται στο δικό του νόμισμα.

Κανένα από τα δύο κριτήρια δεν διασφαλίστηκε ούτε τότε ούτε αργότερα και όταν η πίεση γινόταν αφόρητη Ελλάδα έπρεπε να αντιμέτωπη τα επίχειρα: την πτώχευση και –υπό την απειλή της απομόνωσης από τις αγορές–, την επιβολή διεθνούς ελέγχου από τους δανειστές. Στην επόμενη φάση παραμονεύει το μοιραίο δίπτυχο: από τη μια μεριά η βαθιά ύφεση ως αποτέλεσμα εφαρμογής εξοντωτικής φορολογίας για να αποπληρωθούν τα νέα δάνεια και από την άλλη ο κοινωνικός διχασμός, καθώς οι μεν φτωχοί χάνουν ακόμα και τα βασικά μέσα προς το ζην, ενώ όσοι προνομιούχοι τυχόν θίγονται εκμεταλλεύονται την ανάμειξη των ξένων για να παρουσιάσουν την υπεράσπιση των συμφερόντων τους ως εθνική αντίσταση.

Αλλά και οι κυβερνήσεις από μόνες τους τροφοδοτούν συχνά αυτό το απειλητικό δίπτυχο: Με το φόβο ότι η πολιτική τους επιβίωση καθορίζεται αποκλειστικά από τις ευμενείς εκθέσεις των δανειστών, δεν αναζητούν τις πιο αποτελεσματικές πρακτικές και μεταρρυθμίσεις για την πρόοδο της χώρας αλλά σπεύδουν να εφαρμόσουν τυφλά ό,τι τους προτείνεται για να μη θεωρηθεί ότι αμφισβητούν την αυθεντία τους.

Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος της αποτυχίας, καθώς σε ένα τέτοιο κλίμα οι δανειστές διαβλέπουν ότι η κυβέρνηση δεν έχει δική της στρατηγική και επιλέγουν την πιο άμεση εισπρακτική πολιτική, ασχέτως των διαλυτικών συνεπειών που έχει για τη χώρα. Για παράδειγμα, με τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο του 1898 η χώρα έχασε εντελώς την αυτονομία της στη δημοσιονομική πολιτική κα αποδέχθηκε χωρίς καμιά διαπραγμάτευση την αύξηση των εσόδων κυρίως μέσω της έμμεσης φορολογίας, προκαλώντας απανωτά κύματα απελπισίας και εξουθένωσης στα φτωχότερα στρώματα.

Σε τέτοιες συνθήκες ακόμα και τετριμμένα γεγονότα μπορεί να πάρουν απίθανες διαστάσεις. Σε άλλες περιστάσεις θα περνούσαν απαρατήρητα ή θα απασχολούσαν μόνο τις θεατρικές επιθεωρήσεις, αλλά όταν επικρατεί δανειακός πανικός και κοινωνική δυσαρέσκεια μπορούν οδηγήσουν ακόμα και σε γενικευμένη τραγωδία. Όταν το 1847 ο Ρότσιλντ επισκέφθηκε την Αθήνα για να απαιτήσει την αποπληρωμή των δανείων του, η κυβέρνηση ήταν τόσο πανικοβλημένη για τις διαθέσεις του που για να μην τον δυσαρεστήσει απαγόρευσε το κάψιμο του Ιούδα στην Ανάσταση. Εξαγριωμένοι κάτοικοι επιτέθηκαν τότε σε μια εβραϊκή κατοικία που ο ένοικός της τελούσε υπό βΒρετανική προστασία και σε λίγες μέρες η Αγγλία επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό στον Πειραιά. Η Ελλάδα απομονώθηκε από τη διεθνή κοινότητα με απροσμέτρητες συνέπειες και πολύχρονες καθυστερήσεις στην προσπάθεια εθνικής ολοκλήρωσης.

ΙΙ. Πτώχευση και ύφεση

Ένα άλλο δίδαγμα που βγαίνει από δραματικά περιστατικά της ελληνικής ιστορίας είναι ότι δεν υπάρχει «ένδοξη χρεοκοπία». Όταν μια χώρα είναι υπερβολικά χρεωμένη όχι μόνο χάνει την αυτονομία της στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, όχι μόνο αδυνατίζει η διεθνής θέση της, αλλά δεν υπάρχουν και ηρωικές επιλογές εξόδου. Η πτώχευση και η μονομερής διαγραφή του χρέους δεν οδηγούν στη λεωφόρο της ανάπτυξης και της εθνικής λύτρωσης από τους δανειστές, αλλά το πιο πιθανόν είναι να εγκλωβίσουν την οικονομία σε μια μακροχρόνια παγίδα ύφεσης και τη χώρα σε ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση.

Η εξιστόρηση της δεκαετίας του 1890 είναι αποκαλυπτική. Όπως γράφει η Λαζαρέτου (σελ. 73) για την πτώχευση του 1893: «Η ξαφνική διακοπή της εισροής κεφαλαίων συνδυάστηκε με ένα κερδοσκοπικό πυρετό εναντίον του εγχώριου νομίσματος. Την επομένη της πτώχευσης η δραχμή έχασε το 70% έναντι του φράγκου».

Παρά τη σημαντική, όμως, υποτίμηση του νομίσματος η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν ενισχύθηκε, γιατί την κατέτρωγε η ραγδαία επιδείνωση του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση, αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές, είχε ως μόνη διέξοδο την υπερέκδοση του «δικού της» νομίσματος, το οποίο όμως κανείς δεν εμπιστευόταν και απλώς πυροδοτούσε τις τιμές. Ακολούθησε μεγάλη ύφεση για πολλά χρόνια και η μαζική μετανάστευση προς την Αμερική, όπου πήγε το 8% του πληθυσμού εκείνης της εποχής.

ΙΙΙ. Η εσωτερική διαίρεση

Το πιο ενδιαφέρον και απειλητικό συνάμα γνώρισμα είναι το κοινωνικό ρήγμα. Σε όλες σχεδόν τις κρίσεις χρέους και στην επακόλουθη πίεση προσαρμογής αναπτύσσονται έντονες φυγόκεντρες τάσεις στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες όχι μόνο χειροτερεύουν τις οικονομικές συνθήκες, αλλά οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερη αδιαλλαξία τους δανειστές.

Για παράδειγμα, το 1890 ο Τρικούπης εφαρμόζει εντατική φορολογία για να αποπληρώσει το Δάνειο των Σιδηροδρόμων και σε λίγο καιρό θριαμβεύει η αντιπολίτευση του Δηλιγιάννη που υπόσχεται κατάργηση των φόρων και αθρόες προσλήψεις στο Δημόσιο. Η πολιτική του όμως επιτείνει τα προβλήματα, φουντώνουν τα σενάρια χρεοκοπίας και διακόπτεται η παροχή νέων δανείων. Γρήγορα επικρατεί πολιτική αστάθεια και μέσα σε επτά χρόνια ορίζονται 9 κυβερνήσεις που όλες παραπαίουν και πέφτουν έπειτα από λίγους μήνες.

Ο πληθωρισμός αυξάνεται ραγδαία, τα συναλλαγματικά διαθέσιμα εξανεμίζονται και η χώρα τελικά πτωχεύει. Όταν η χώρα όμως χρειαστεί νέα δάνεια για να αντιμετωπίσει τις επιπλοκές του ελληνοτουρκικού πολέμου, καταλήγει στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο ο οποίος αποκτά τον απόλυτο έλεγχο δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής και συνεχίζει να επεμβαίνει στην οικονομική ζωή της χώρας για πολλές δεκαετίες. Οι επιτηρητές του ΔΟΕ αποχωρούν τελικά το 1976, ενώ τα τελευταία ομόλογα του χρέους εξοφλήθηκαν μόλις το 1998, λίγο πριν μπει η Ελλάδα στην ΟΝΕ.

Αλλά και παλιότερα, όταν έγινε το Δάνειο του 1824 στην Ελλάδα είχε ήδη ξεκινήσει ο εμφύλιος πόλεμος και οι πιστωτές αποφάσισαν να μην το στείλουν στην κυβέρνηση, αλλά να το τοποθετήσουν σε λογαριασμό του εξωτερικού που διαχειρίζονταν τραπεζικοί και έλληνες της διασποράς. Φοβούμενοι την πιθανή κατάρρευση της Επανάστασης λόγω του εμφυλίου, αυτοί μεταπώλησαν αμέσως τα ομόλογα σε άλλους επενδυτές για να εισπράξουν γρήγορα κέρδη και οι νέοι αγοραστές άρχισαν με την σειρά τους να πιέζουν την Ελλάδα για την αποπληρωμή τους. Μικρό μέρος μόνο των δανείων χρησιμοποιήθηκε τελικά για τις ανάγκες του Αγώνα, δημιουργήθηκε όμως ένας δίαυλος πιέσεων και εκβιασμών που κράτησε σχεδόν όλο τον 19ο αιώνα.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται και μετά τη χρεοκοπία του 1932. Η κατάρρευση οδηγεί σε κοινωνικές εκρήξεις, το πολιτικό σύστημα αλληλοσπαράσσεται, ανατρέπεται η αβασίλευτη δημοκρατία, τα πραξικοπήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, μέχρι που τελικά επικρατεί η δικτατορία Μεταξά.

Ανάλογα όμως φαινόμενα εσωτερικής διαίρεσης παρουσιάστηκαν και στην υπόθεση διεκδίκησης του Κατοχικού Δανείου από τη Γερμανία. Η Ελλάδα εμφανίστηκε αδύναμη και παραγκωνίζεται σε όλες τις μεταπολεμικές διαπραγματεύσεις γιατί την εποχή των μεγάλων Διασκέψεων για τις Γερμανικές Αποζημιώσεις το 1945 και 1946 έχει μπει και πάλι στη δίνη της εμφύλιας σύρραξης.

Οι Έλληνες προσδοκούσαν ότι οι συμφορές που υπέστησαν στην Κατοχή και ο θαυμασμός των Συμμάχων για την Εθνική Αντίσταση θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις ώστε η Ελλάδα να στηριχτεί επαρκώς στην μάχη της Ανοικοδόμησης που μόλις άρχιζε. Κυριαρχεί όμως τόσο πολύ το άγχος και των δύο αντιμαχόμενων πλευρών να προσεταιριστούν την εύνοια της μιας ή της άλλης νικήτριας δύναμης για να τους υποστηρίξουν στο νέο μέτωπο εσωτερικής σφαγής, ώστε παραμελείται η χάραξη μιας συμπαγούς στρατηγικής για τη διεκδίκηση των αποζημιώσεων. Αποτέλεσμα, τα μερίδια των επανορθώσεων που κατανέμονται στην Ελλάδα να υπολείπονται κατά πολύ της αναλογίας καταστροφών που υπέστη.

Αλλά και αργότερα, όταν τη δεκαετία του 1960 ξαναέρχεται το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων, η Ελλάδα αντί να προβάλει μια διεκδίκηση ενιαία και σθεναρά, αναλώνεται σε πολιτικές αλληλοκατηγορίες για το ποιος παραμέλησε περισσότερο την επίλυση του ζητήματος. Όπως σημειώνει ένας σχολιαστής της εποχής, ήταν τόσο μεγάλη η ένταση της σύγκρουσης που κανείς δεν είχε τον χρόνο να κατηγορήσει την Γερμανία, ώσπου το θέμα ξεχάστηκε.

Είναι αμφίβολο πώς αφομοιώνονται τα διδάγματα της Ιστορίας. Πολλές φορές «η Ιστορία διδάσκει» μεν, αλλά την κρίσιμη στιγμή τα πανεπιστήμια είναι ερμητικά κλειστά και τα αυτιά βομβαρδίζονται αποκλειστικά από κομματικούς παιάνες.

Αν πάντως ήθελε κάποιος να βγάλει μερικά συμπεράσματα από τις τρεις αφηγήσεις δανεισμού είναι να σκεφτεί πόσο καλύτερα θα είχαν πάει τα πράγματα για τη χώρα αν υπήρχε μια κοινή στάση απέναντι στους ξένους δανειστές την κρίσιμη ώρα των διαπραγματεύσεων.

Αν δεν είχε ξεσπάσει ο εμφύλιος του 1825, αν δεν γινόταν η ανελέητη εσωτερική διαμάχη του 1890, αν δεν είχε ξεκινήσει η εμφύλια σύγκρουση το 1944. Ίσως η Ελλάδα να ήταν μια ισχυρότερη χώρα και να αντιμετώπιζε τα προβλήματά της πιο αποτελεσματικά. Χώρια που η επιδίωξη συναίνεσης θα είχε κατασταλάξει στο εθνικό DNA ως η αυτονόητη εθνική στρατηγική. Ενώ, τώρα, η πόλωση και η χωρίς φραγμούς πολιτική αλληλοεξόντωση θεωρείται ως φυσιολογική αφετηρία.