Πολιτικη & Οικονομια

Μόνος και μαζί

Αγγελική Κοσμοπούλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είχαμε μόλις τελειώσει μια κουβέντα για την πολιτική και τις εξελίξεις των ημερών. Μεγάλη παρέα με τακτικές συναθροίσεις, ανοιχτή σκέψη και σταθερό προσανατολισμό στην ανάγκη για το καινούργιο. Μιλούσαμε για τους νέους διοικητές στα νοσοκομεία, για τις τσαπατσουλιές στα φορολογικά μέτρα και την αμετροέπεια των πολιτικών. Για τα κάγκελα και τις αντεγκλήσεις στη Βουλή. Κι όταν αρχίσαμε τις καληνύχτες, εκεί στον αποχαρετισμό, εκείνος κοντοστάθηκε και ρώτησε αν έχει κανείς να του δώσει πίνακες με οικονομικά στοιχεία για την Ελλάδα στην Ευρώπη. Ρώτησε κάποιον που λογικά είχε πρόσβαση στα ζητούμενα κι έπειτα, γελώντας, πρόσθεσε: «Τα θέλω για μια εργασία που κάνω για την κόρη μου». Αίφνης η παρέα πάγωσε. Εκείνος, χωρίς να νιώσει το κλίμα, συνέχισε: «Της κάνω τις εργασίες για το μεταπτυχιακό της, για να τη βοθήσω». Και χαμογελώντας με ικανοποίηση, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως επιβαρύνει περαιτέρω τη θέση του, έκλεισε με ένα «Και τώρα μου ζητούν και οι φίλες της να τις βοηθήσω στις εργασίες τους».

Μείναμε άφωνοι, για δύο λόγους. Ο ένας είναι το ίδιο το γεγονός. Ένα παιδί στο μεταπτυχιακό κρίνεται στις σπουδές του και προχωρά ακαδημαϊκά με βάση τις εργασίες που του γράφει ο πατέρας του. Ένα παιδί που πέρασε εξετάσεις, μπήκε και βγήκε από το πανεπιστημιο αλλά μάλλον δεν απογαλακτίστηκε, αν του γράφουν τις εργασίες. Και προτίμησε την εύκολη οδό, της βοήθειας που συνιστά απάτη. Ο άλλος είναι ο πατέρας. Άνθρωπος με καλές σπουδές σε άλλες μέρες, τότε που οι σπουδές στο εξωτερικό ήταν σπάνιες και δη για παιδιά με λαϊκή καταγωγή. Από αγροτικό σπίτι, δούλεψε γκαρσόνι για να σπουδάσει στην Εσπερία. Κι αργότερα, συνέχισε με πολυετή πορεία στη δημόσια διοίκηση –θητείες σε δημόσιους οργανισμούς, καταγράφοντας μεταξύ άλλων μια αδιαμφισβήτητη προσωπική επιτυχία σε κακοπαθημένο φορέα που με πείσμα κατάφερε να εξυγιάνει, με κόστος «την κεφαλή του επί πίνακι». Μεταρρυθμιστής και υπέρμαχος των αλλαγών στο κράτος. Άφοβος στη δουλειά του και εργατικός. Αλλά στο σπίτι, αλλιώς.

Αντιλαμβανόμενος την παγωμάρα της παρέας υπερασπίστηκε τη θέση του ψελλίζοντας ένα «καλά, δεν έγινε και τίποτα. Για το παιδί μου είναι». Το επεισόδιο έκλεισε χωρίς περαιτέρω συζήτηση. Έτσι κι αλλιώς, πώς να νουθετήσεις έναν μεγάλο άνθρωπο με παγιωμένες απόψεις; Μα η ιστορία κρατήθηκε μέσα μου αυτές τις μέρες.

Δεν είναι μόνον θέμα ηθικής –ο αθέμιτος συναγωνισμός, η εξαπάτηση που εύκολα επιχειρεί το παιδί «κλέβοντας» από την πατρική εμπειρία για να πετύχει. Δεν είναι μόνο το μοντέλο που ακολουθεί ο γονιός, περνώντας το μήνυμα πως υπάρχει πάντα ένας τρόπος, ένα παραθυράκι να ξεμπλέξεις στα δύσκολα - κάποιος που ξέρουμε ή κάτι που μπορούμε να κάνουμε. Είναι, επίσης, ζήτημα μιας στρεβλής αίσθησης για το τι είναι καλό για τα παιδιά μας. Μιας αίσθησης που σε κάποιο βαθμό εξηγεί και κάποια από τα μεγάλα μας προβλήματα.

Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας για να μην πονέσουν και να μην κουραστούν. Πασχίζουμε να έχουν μια ανώδυνη στρατιωτική θητεία, υπηρετώντας στο διπλανό τετράγωνο αν είναι δυνατόν και βάζουμε μέσον για να πάρουν τη μεταγραφή που θα τους φέρει στο κοντινότερο πανεπιστήμιο, για να είμαστε εκεί, δίπλα τους. Κλείνουμε τα ραντεβού τους με τους γιατρούς ακόμα κι όταν ενηλικιωθούν, γεμίζουμε το ψυγείο τους, πλένουμε και σιδερώνουμε τα ρούχα τους όταν φύγουν από το σπίτι. Το μισό κίνητρο για όλα αυτά είναι, χωρίς αμφιβολία, αγάπη. Το άλλο μισό είναι η δική μας ανασφάλεια που μόνο ανώδυνη δεν είναι, καθώς αποτρέπει τα παιδιά να αναμετρηθούν με την ευθύνη τους μα και να ανασάνουν την ελευθερία της.

Το καλοκαίρι, λίγο πριν αρχίσει ο Οδυσσέας την πρώτη δημοτικού, υπήρχαν φίλοι που με ρωτούσαν αν θα τον διαβάζω εγώ ή, χειρότερα, επισήμαιναν την ανάγκη «να τον διαβάσω». Δεν το έκανα, όπως ευτυχώς δεν το έκανε κανείς για μένα στα χρόνια του σχολείου. Τις σπάνιες μέρες που είμαι στο σπίτι νωρίς κάθομαι κάπου κοντά του όταν διαβάζει. Συνήθως χωμένη στο λάπτοπ, γράφω ή διαβάζω τα δικά μου. Τον παρακολουθώ ήσυχα να προσπαθεί να φτιάξει στρογγυλά γράμματα, να συλλαβίσει και να ζωγραφίσει. Δεν του μιλώ αν δεν με ρωτήσει, δεν επεμβαίνω. Θέλω μόνο να είμαι εκεί, να έχει την αίσθησή μου όταν προσπαθεί μόνος τα καινούργια του. Μεγαλώνοντας, ξέρω πως μόνος θα είναι στις προκλήσεις και στα διλήμματα, μόνος στους έρωτες, μόνος στις μελαγχολίες που μας βαραίνουν. Μόνος θα βρει ισορροπία με τους φίλους του, μόνος θα σταθεί στην αφετηρία των δρόμων αν τους αγαπήσει όπως εγώ. Γιαυτό δεν θέλω να βάλω στα τετράδιά του τα δικά μου ολοστρόγγυλα γράμματα, δεν θέλω να χρωματίσω τις ζωγραφιές του. Δεν θέλω να εντυπωσιάσει τις δασκάλες με κάτι που δεν είναι όλο δικό του – δεν θέλω να εντυπωσιάσει καν. Να προσπαθεί μόνος και να τα καταφέρνει, να προσπαθεί, αυτό θέλω. Με κόλπα και με δικές μου «παρεμβάσεις» δεν θα πάει μπροστά. Κι αν προχωρήσει, πάντα θα τον βαραίνουν. Μόνος λοιπόν, κι εγώ εκεί μα πιο πίσω. Σαν το αστεράκι και το σκοτεινό πλεούμενο, το δίπολο του ποιητή που ορίζει όλες τις σχέσεις που αξίζουν. Μόνος και μαζί, χωρίς κόλπα και «αντιγραφές». Με υλικά την αγάπη και την αλήθεια.