Πολιτικη & Οικονομια

Δικαιοσύνη: Ακαδημαϊκοί αντιδρούν στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης

Γιατί η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει αλλαγές στη Δικαιοσύνη

Newsroom
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εξηγούν τους λόγους που η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να προχωρήσει στην κάλυψη των κενών θέσεων που θα δημιουργηθούν στον Άρειο Πάγο.

Την αντίθεσή τους στη διαφαινόμενη πρόθεση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε αλλαγές στην κορυφή της Δικαιοσύνης τάσσονται εκτός από την αντιπολίτευση και κορυφαίοι ακαδημαϊκοί και επιφανείς νομικοί.

Ειδικότερα, ο  κ. Μιχάλης Σταθόπουλος, ακαδημαϊκός και πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Αντώνης Μανιτάκης, αλλά και  ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, κ. Νίκος Αλιβιζάτος, σε δηλώσεις τους στην «Καθημερινή» εξηγούν τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση δεν θα πρέπει να προχωρήσει στην κάλυψη των κενών θέσεων που θα δημιουργηθούν στον Άρειο Πάγο την 30η Ιουνίου 2019, τη στιγμή που ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε τη διεξαγωγή πρόωρων εθνικών εκλογών.

«Τυπικά δεν απαγορεύεται κάτι τέτοιο από το Σύνταγμα», δηλώνει, «αλλά μια τέτοια κίνηση θα ήταν προφανώς αντιδεοντολογική», εξηγεί ο κ. Σταθόπουλος και τονίζει ότι με δεδομένη την πρόθεση του πρωθυπουργού να προκηρύξει τις επόμενες ημέρες πρόωρες εκλογές, η κυβέρνησή του δεν διαθέτει πλέον την πολιτική νομιμοποίηση να λάβει μια τόσο σοβαρή απόφαση.

Σημειώνει επίσης ότι η θητεία του προέδρου και της εισαγγελέως δεν μπορεί να παραταθεί πέραν της 30ής Ιουνίου: «Θα αντικατασταθούν από τους δεύτερους στην ιεραρχία, όπως έχει συμβεί συχνά στο παρελθόν, έως ότου διοριστούν οι διάδοχοί τους».

Για τον κ. Σταθόπουλο, βρισκόμαστε ενώπιον μιας πρωτοφανούς συνθήκης, που δεν έχει προβλεφθεί από τον συνταγματικό νομοθέτη: «Η κυβέρνηση διατηρεί την εμπιστοσύνη της Βουλής αλλά βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράστηκε στις ευρωεκλογές». Στη συγκυρία αυτή, «δεν είναι απλά δικαίωμα αλλά και καθήκον της κυβέρνησης να προκηρύξει εκλογές», χωρίς να απαιτείται η παραίτησή της. Συνεπώς η διαφαινόμενη επίκληση εθνικού θέματος από την κυβέρνηση είναι, όπως αναφέρει, «περιττή».

Μανιτάκης: Καταδολίευση του Συντάγματος

«Σχετικά με το ενδεχόμενο, η κυβέρνηση να προβεί σε επιλογή της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, λίγες μόνο ημέρες πριν από την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου, η απόφασή της αυτή εάν συντελεστεί, αποτελεί προφανή καταδολίευση του πνεύματος και του γράμματος του Συντάγματος. Τούτο διότι, μια κυβέρνηση που έχει εξαγγείλει τη διενέργεια εκλογών με τη διάλυση της Βουλής, ουσιαστικά τελεί υπό παραίτηση διότι έχει απολέσει, όπως το συνομολογεί, την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος. Μπορεί η χώρα να μην μπήκε επίσημα στην προεκλογική περίοδο, ουσιαστικά όμως αυτή έχει αρχίσει. Εχει χάσει δηλαδή η κυβέρνηση, τη δημοκρατική και συνταγματική της νομιμοποίηση να παίρνει αποφάσεις που δεν είναι τρέχουσας φύσεως, ούτε έχουν επείγοντα χαρακτήρα. Τέτοια προκλητική περιφρόνηση του Συντάγματος σπάνια συναντά κανείς στα κοινοβουλευτικά μας ήθη», αναφέρει στην Καθημερινή ο κ. Μανιτάκης.

Παράλληλα, θέτει και το συνταγματικό ζήτημα σχετικά με το ποια κυβέρνηση –η παρούσα ή μία υπηρεσιακή– θα οδηγήσει τη χώρα στις εκλογές στις 30 Ιουνίου. «Για να τις διενεργήσει η παρούσα», τονίζει, «θα πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 41 παράγραφος 2 του Συντάγματος να επικαλεστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Η κυβέρνηση όμως στις δηλώσεις που έκανε, προκηρύσσει εκλογές χωρίς να επικαλεστεί τέτοιο λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση, μια κυβέρνηση που έχει χάσει τη δημοκρατική νομιμοποίηση να κυβερνά, οφείλει να παραιτηθεί και να διοριστεί μια υπηρεσιακή, όπως έγινε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015. Αυτό είναι το συνταγματικά επιβεβλημένο και κοινοβουλευτικά ορθό».

Αλιβιζάτος: Γιατί δεν μπορεί να γίνει η επιλογή διαδόχων

Τέλος σε άρθρο του στην Καθημερινή ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών Νίκος Αλιβιζάτος υπογραμμίζει ότι σε περίπτωση που η Κυβέρνηση προχωρήσει σε τοποθετήσεις νέων προσώπων στην ηγεσία της Δικαοσύνης, παραβιάζεται η άγραφη συνταγματική δεοντολογία όλων των θεσμικά ώριμων χωρών.

Αναλυτικά το άρθρο του:

Μπορεί κατά το Σύνταγμα η σημερινή κυβέρνηση να επισπεύσει την επιλογή των διαδόχων του κ. Βασιλείου Πέππα και της κ. Ξένης Δημητρίου, προέδρου και εισαγγελέα του Αρείου Πάγου αντιστοίχως; Ή μήπως την αρμοδιότητα αυτή θα πρέπει να την ασκήσει η κυβέρνηση που θα αναδειχθεί από τις εκλογές της 30ής Ιουνίου; (Το ερώτημα αυτό, σημειωτέον, ισχύει και για την πλήρωση των κενών θέσεων των αντιπροέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων).

Το ζήτημα αυτό είναι από τη φύση του πολύ λεπτό, γιατί αφορά τη σχέση εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο το Σύνταγμα του αφιερώνει δύο λεπτομερείς διατάξεις:

Από τη μια μεριά, η παρ. 5 του άρθρου 88 του Συντάγματος δεν αρκείται να καθορίσει το 67ο έτος ως όριο ηλικίας για την αποχώρηση όλων των δικαστικών λειτουργών, από ένα βαθμό και πάνω, λόγω συνταξιοδοτήσεως. Διευκρινίζει το ίδιο αμέσως μετά ότι, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, «θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως ημέρα που συμπληρώνεται το όριο αυτό η 30ή Ιουνίου τους έτους της αποχώρησης του δικαστικού λειτουργού».

Από την άλλη, η παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος ορίζει ότι η προαγωγή των προέδρων και των αντιπροέδρων των ανώτατων δικαστηρίων, καθώς και του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενεργείται με προεδρικό διάταγμα «ύστερα από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών» τους. Τη σχετική εισήγηση, όπως ορίζει ο νόμος, την κάνει ο υπουργός Δικαιοσύνης.

Εξ όσων γνωρίζω, μέχρι την προαγωγή της κ. Βασιλικής Θάνου ως προέδρου του Αρείου Πάγου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, τον Ιούνιο του 2015, καμιά κυβέρνηση δεν είχε προβεί στην επιλογή των ανωτέρω, πριν από τη λήξη της θητείας των αποχωρούντων, δηλαδή πριν από τις 30 Ιουνίου. Είχε θεωρηθεί, με άλλα λόγια, ότι η εκάστοτε κυβέρνηση καθίστατο κατά χρόνο αρμόδια για την άσκηση της κρίσιμης αυτής αρμοδιότητας, μόλις κενωθούν οι προς πλήρωση θέσεις, δηλαδή από την 1η Ιουλίου κάθε έτους. Εκτός, βέβαια, αν η θητεία των αποχωρούντων είχε λήξει πρόωρα λόγο παραιτήσεως, εκλείψεως κ.λπ. Επομένως, στο ερώτημα που τέθηκε παραπάνω, το γράμμα του Συντάγματος δίνει αρνητική κατ’ αρχάς απάντηση. (Αυτό πολύ περισσότερο ισχύει και για την περίπτωση της «συνεννοημένης» παραίτησης, την οποία, ούτως ή άλλως, δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι θα μπορούσαν να υποβάλουν ανώτατοι δικαστές στο τέλος της θητείας τους, με κίνδυνο να αμαυρώσουν αναδρομικά τη σταδιοδρομία τους).

Τα ανωτέρω, εν τούτοις, ισχύουν πολύ περισσότερο για την επιλογή των διαδόχων του σημερινού προέδρου και της σημερινής εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Και τούτο για έναν πρόσθετο λόγο κεφαλαιώδους κατά τη γνώμη μου σημασίας: Μετά την αναγγελία από τον πρωθυπουργό, το βράδυ των ευρωεκλογών, της πρόθεσής του να ζητήσει από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την επίσπευση των προσεχών βουλευτικών εκλογών, πιστεύω ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν μπορεί να ασκήσει την ανωτέρω αρμοδιότητα, ακόμη και αν θεωρούνταν ότι, παρά τα όσα εξέθεσα προηγουμένως, δεν θα εμποδιζόταν νομικά να το κάνει. Και τούτο διότι, από το βράδυ της 26ης Μαΐου, η αποστολή της σημερινής κυβέρνησης έχει περιοριστεί στη «διαχείριση, όπως θα έλεγαν οι παλαιότεροι, των τρεχουσών υποθέσεων». Δεν μπορεί με άλλα λόγια η κυβέρνηση Τσίπρα να αναλάβει πρωτοβουλίες και να ασκήσει αρμοδιότητες που δεν εμπίπτουν στη βέλτιστη δυνατή προετοιμασία των εκλογών που η ίδια εξήγγειλε και στην ομαλή διεκπεραίωση των νομοθετικά προβλεπόμενων και των ανειλημμένων υποχρεώσεών της. Oπως δεν μπορεί, λοιπόν, να υπογράψει μια μεγάλη σύμβαση που θα δέσμευε ουσιωδώς τις επιλογές των διαδόχων της, –τέτοια θα ήταν για παράδειγμα η προμήθεια των F-35– το ίδιο δεν θα μπορούσε να κάνει, επιλέγοντας την ηγεσία της Δικαιοσύνης για τα επόμενα χρόνια.

Το επιχείρημα αυτό δεν στηρίζεται μόνο στην άγραφη συνταγματική δεοντολογία όλων των θεσμικά ώριμων χωρών. Είναι απόρροια και μιας σπουδαίας ερμηνευτικής αρχής, σύμφωνα με την οποία οι εξαιρέσεις από τους μείζονες συνταγματικούς κανόνες και από τις θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εν προκειμένω, πίσω από το συζητούμενο ζήτημα βρίσκεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών (άρθρο 26 Σ.), απόκλιση από την οποία είναι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από την εκάστοτε δημοκρατικά εκλεγμένη –και άρα νομιμοποιημένη– κυβέρνηση. Πρόκειται για μία από τις λιγοστές περιπτώσεις «διασταύρωσης» των εξουσιών, τις οποίες το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει και που δεν είναι βέβαια της στιγμής να δούμε αν είναι ορθή ή όχι. Ποια είναι όμως αυτή η κυβέρνηση; Η απάντηση είναι αναντίλεκτη: αυτή η οποία προέρχεται από τη νωπότερη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας. Διότι διαφορετικά, παρά τη μεσολάβηση εκλογών, η ίδια κυβέρνηση θα μπορούσε να επιλέξει την ηγεσία της Δικαιοσύνης για τα επόμενα 5, 8 ή και 10 χρόνια.

Oταν, λοιπόν, μια τέτοια κυβέρνηση αναμένεται να αναδειχθεί στις 30 Ιουνίου –ή οποτεδήποτε άλλοτε διεξαχθούν οι αναγγελθείσες από τον πρωθυπουργό για το άμεσο μέλλον εκλογές– πιστεύω ότι θα ήταν αντίθετο όχι μόνο προς το πνεύμα αλλά και προς το γράμμα του Συντάγματος αν η σημερινή κυβέρνηση, ως «οιονεί υπηρεσιακή», επέσπευδε να επιλέξει τον επόμενο πρόεδρο και τον επόμενο εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.