- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πώς γίνεται η απο-γκετοποίηση
Τα Εξάρχεια είναι καθρέφτης της παθολογίας μας, της μη κυβερνησιμότητας που οφείλεται σε ιδεοληψίες και αναχρονισμούς
Γιατί έχει γίνει γκέτο η περιοχή των Εξαρχείων και τι πρέπει να αλλάξει για να «καθαρίσει» η συνοικία;
Για να «καθαρίσει», όπως συνηθίσαμε να λέμε (λες και ένα σκουπισματάκι αρκεί) η συνοικία των Εξαρχείων, πρέπει πρώτα να αναλύσουμε το πρόβλημα − το οποίο δεν έχουμε αναλύσει προς το παρόν. Αν δεν καταλάβουμε τις αιτίες, τα χαρακτηριστικά του, τις προεκτάσεις του, θα κάνουμε μια τρύπα στο νερό. Τι συνέβη σε αυτή την περιοχή της Αθήνας; Υπάρχουν παρόμοια παραδείγματα αλλού στον κόσμο; Κι αν υπάρχουν, πώς τα αντιμετώπισαν οι διοικήσεις και οι ειδικοί;
Αν ο πολεοδομικός εξευγενισμός περιλαμβάνει την αγορά και την ανακαίνιση κατοικιών και καταστημάτων σε υποβαθμισμένες γειτονιές της πόλης −κάτι που οδηγεί, αργά ή γρήγορα, σε αναβάθμιση και αύξηση της αξίας των ακινήτων και των ενοικίων−, στα Εξάρχεια συνέβη το αντίστροφο. Παρατηρήθηκε φυγή κατοίκων και επιχειρήσεων, οι τιμές των ακινήτων μειώθηκαν και στην περιοχή εγκαταστάθηκαν −είτε ως ενοικιαστές, είτε ως καθημερινοί χρήστες του χώρου− άτομα και ομάδες του κοινωνικού περιθωρίου μαζί με τους προστάτες τους (εξωκοινοβουλευτικούς πολιτικούς, δικηγόρους ειδικευμένους στην υπεράσπιση αναρχικών, αρχιμαφιόζους, ναρκεμπόρους). Κι αν ο πολεοδομικός εξευγενισμός σημαίνει επίσης, ως σχέδιο και ως πρακτική, τη μετακίνηση του τοπικού τρόπου ζωής από το περιθώριο (χρήση ναρκωτικών, παρεμπόριο, βανδαλισμός) στη νομιμότητα, στα Εξάρχεια συνέβη και πάλι το αντίστροφο με αποτέλεσμα υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας και αναρχοφασιστικής συμπεριφοράς − από την παραβίαση της κοινής ησυχίας μέχρι τον εκφοβισμό κατοίκων και περαστικών, την τρομοκρατική δράση και, προπάντων, ένα είδος διακήρυξης «ανεξαρτησίας». Με λίγα λόγια, ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής Αθήνας −τα Εξάρχεια προεκτείνονται μέχρι την οδό Ακαδημίας από τη μια πλευρά και μέχρι τη λεωφόρο Αλεξάνδρας από την άλλη− εγκαταλείφθηκε σε μια εξέλιξη που φαινόταν φυσική και αυθόρμητη, αλλά δεν ήταν: όταν οι κεντρικές αρχές λείπουν, το κενό της εξουσίας καλύπτει ο υπόκοσμος. «Φυσικός κύκλος» δεν υπάρχει.
Πώς συνέβη αυτό; Κυρίως μέσω τριών παραγόντων: 1) τον εποικισμό της συνοικίας από περιθωριακά στοιχεία μέσω ενός αλυσιδωτού φαινομένου πληθυσμιακής αντικατάστασης (μέλη αναρχοφασιστικών ομάδων, παράνομοι μετανάστες, βαποράκια ηρωίνης, καλλιτέχνες που είναι και λίγο υδραυλικοί, γεροφρικιά) με την παράλληλη ή την επακόλουθη απομάκρυνση των παλιών κατοίκων (επαγγελματιών, επιστημόνων κτλ), 2) την παραμέληση εκ μέρους των κυβερνήσεων και των δημαρχιών∙ τη μη επέμβαση τόσο στο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού, όσο και της επιβολής του νόμου, 3) την ανοχή των βίαιων επεισοδίων που άρχισαν πριν από δεκαετίες με την ευκαιρία της επετείου του Πολυτεχνείου, εντάθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν με την ευκαιρία της επετείου του θανάτου του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και καθιερώθηκαν ως εβδομαδιαία πάρτι εναντίον αστυνομικών, πολιτών, οχημάτων και κτιρίων. Αν και σε όλο τον κόσμο υπήρξαν, κατά καιρούς, συνοικίες παραδομένες σε αναρχικές ομάδες, καταληψίες ή συμμορίες, το φαινόμενο της βίας εναντίον της ίδιας της πολιτείας είχε επεισοδιακό, όχι συστηματικό χαρακτήρα. Στα Εξάρχεια, λόγω του ότι στην Ελλάδα ο κρατικός μηχανισμός δεν λειτουργεί, ούτε έχει εκπονηθεί σχέδιο κοινωνικής μηχανικής, η ανομία γενικεύτηκε και μεταδόθηκε σε σχεδόν ολόκληρο τον δήμο.
Με το πέρασμα του χρόνου, στα Εξάρχεια ο πληθυσμός ομογενοποιήθηκε και οι αντιδράσεις για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εξασθένισαν. Οι περισσότεροι κάτοικοι, εξαιτίας της ιδεολογίας τους και της αντίληψης που έχουν για τα πράγματα, δεν ενοχλούνταν ούτε από τους ναρκομανείς, ούτε από τους αναρχοφασίστες − ίσως μάλιστα απολάμβαναν αυτό το είδος της δήθεν εναλλακτικής ασχήμιας το οποίο εγκωμιάζουν τα indymedia. Kαι επειδή τέτοιοι άνθρωποι πάσχουν από έμμονες παρανοϊκές ιδέες, δεν ήταν λίγοι όσοι πίστευαν ότι, παρ' ολ' αυτά, τα Εξάρχεια αστυνομεύονται. Πράγματι αστυνομεύονται αλλά όχι από αστυνομικούς∙ αστυνομεύονται από αναρχοφασίστες οι οποίοι καταλαμβάνουν χώρους (άχτιστα οικόπεδα και κτίρια) εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, προπηλακίζουν πολίτες και συνεργάζονται με παράτυπους μετανάστες (από τη διοργάνωση πάρτι μέχρι το εμπόριο όπλων).
Γιατί συνέβησαν όσα συνέβησαν στα Εξάρχεια και όχι αλλού; Ρόλο έπαιξαν 1) η εγγύτητα του Πολυτεχνείου και του Οικονομικού πανεπιστημίου όπου οι ακαδημαϊκές διοικήσεις και οι κυβερνητικές αρχές εφάρμοσαν μια ελληνική εκδοχή του ασύλου (στην οποία πολλοί επιμένουν ακόμα), 2) η θέση της συνοικίας που έχει, γεωγραφικά, μορφή θύλακα, 3) η κατασκευή των πεζοδρόμων, 4) η πλημμελής συγκοινωνία η οποία σχετίζεται με τη μορφολογία (στενοί δρόμοι, πεζόδρομοι).
Οι κάτοικοι των αθηναϊκών προαστίων και των άλλων ελληνικών πόλεων δεν έχουν ιδέα τι εκτυλίσσεται στα Εξάρχεια: έχει διαδοθεί η άποψη ότι πρόκειται για μια γειτονιά «μποέμ» − είτε διότι οι πολιτικοί θέλουν να κρύψουν την αποτυχία τους, είτε διότι η ιδεολογία τους υπαγορεύει την ανομία, τη βρομιά, την καταστροφή περιουσιών. Οι κυβερνήσεις δεν ήθελαν να καθαρίσουν τα Εξάρχεια. Δεν ήθελαν να ενοχλήσουν τους κατοίκους που ζούσαν μέσα σε νοσηρή αυταρέσκεια −ζήτω τα γκράφιτι, κάτω ο Ντα Βίντσι!− η οποία φαίνεται ότι συνεχίζεται σαν φάρσα: αφελείς τουρίστες, αναρχικοί από το εξωτερικό και νοικοκύρηδες πρόθυμοι για slumming, επισκέπτονται τα Εξάρχεια για να δουν πώς ζει «το άλλο μισό». Μέσα στη βρομιά και στα κακότεχνα πανό: ΣΠΑΣΤΕ ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ ΤΟΥ DNA. ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΙΣΤΗ Χ (που λήστεψε τράπεζα).
Θέλουμε τελικά την απογκετοποίηση; Αν τη θέλουμε πραγματικά −αμφιβάλλω− πρέπει να πάρουμε υπόψη ότι είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που δεν τελειώνει με επιδρομές της αστυνομίας και προσαγωγές που ίσως δεν γίνουν ποτέ συλλήψεις. Χρειάζονται αναπλάσεις∙ σταθμός μετρό στην πλατεία (ο οποίος υποτίθεται ότι έχει προβλεφθεί), κατεδάφιση των ερειπωμένων κτιρίων, ανακαίνιση όσων εγκαταλειμμένων αξίζουν τον κόπο, δημιουργία πράσινων χώρων, επέκταση των σχολείων, δανειοδότηση και κίνητρα σε επιχειρηματίες για να ανακαινίσουν τις ήδη υπάρχουσες επιχειρήσεις τους, ανάπλαση του Πολυτεχνείου, του Οικονομικού πανεπιστημίου και του Αρχαιολογικού μουσείου, παράδοση στην κυκλοφορία όλων των πεζοδρόμων (Τοσίτσα, Δερβενίων, Θεμιστοκλέους κτλ). Παραλλήλως, χρειάζεται η (αυτονόητη) πρωτοβουλία των αστυνομικών αρχών, ένα είδος carte blanche στην ανοχή Μηδέν: Αν ο νόμος δεν εφαρμοστεί κατά γράμμα σε όλα τα πεδία (εμπρησμοί, καταλήψεις, παρεμπόριο, ναρκωτικά, βανδαλισμός, παρκάρισμα, ρύπανση, ηχορύπανση κ.τλ.) η ενδεχόμενη προσπάθεια του πολεοδομικού εξευγενισμού θα αποτύχει.
Tα Εξάρχεια διαθέτουν μερικά ελκυστικά χαρακτηριστικά: μικρή απόσταση από αξιοθέατα της πόλης, καλή θέα (κυρίως στην περιοχή της Νεάπολης), πράσινο, κάποια αρχιτεκτονικά ορόσημα. Θεωρητικά έχουν περισσότερες πιθανότητες απογκετοποίησης από όσες είχαν οι ρημαγμένες γειτονιές του νότιου και ανατολικού Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, της Ατλάντα, του Σαν Φρανσίσκο (όπου η αντίδραση στον εξευγενισμό υπήρξε σφοδρή: είχε εκπονηθεί «Σχέδιο Εκρίζωσης Γιάπηδων» όταν «γιάπης» ήταν μια βρόμικη λέξη). Στη δική μας περίπτωση, τα Εξάρχεια είναι καθρέφτης της παθολογίας μας, της μη κυβερνησιμότητας που οφείλεται σε ιδεοληψίες και αναχρονισμούς. Ενώ στον υπόλοιπο κόσμο το radical chic έχει μπει στο μουσείο και η τέχνη του σπρέι έχει περιοριστεί σε δρομάκια καθορισμένα από τη δημαρχία (όπως η οδός Ντενουαγιέ στο Παρίσι), εμείς ανεχόμαστε τη βία εναντίον του χώρου και των ανθρώπων ως εναλλακτικό life-style. Αλλά, όπως συμβαίνει όταν τα προβλήματα χρονίζουν και επιδεινώνονται, οι λύσεις περιλαμβάνουν σοκ και δέος: σε πολλές μεγαλουπόλεις ολόκληρες συνοικίες ισοπεδώθηκαν αντί να διασωθούν∙ στη θέση τους χτίστηκαν συστάδες ουρανοξυστών ή υπεραυτοκινητόδρομοι. Για τα Εξάρχεια, τέτοιες λύσεις σοκ και δέους είναι η μαζική αγορά ακινήτων από επάρατους γιάπηδες και η αυστηρή επιβολή του νόμου∙ ο «καθαρισμός» που λέγαμε και που δεν περιορίζεται στο σκούπισμα. Αν κι ένα καλό σκούπισμα δεν θα έβλαπτε.