Πολιτικη & Οικονομια

Το χώμα βάφτηκε κόκκινο

Το έγκλημα πάντοτε επένδυε την απήχησή του στη βλακεία

Πέτρος Τατσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 457
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα βιβλία του Γουίλιαμ Μέικπις Θακερέι είναι πλημμυρισμένα από αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν wit, έναν αστραφτερό συνδυασμό ευφυΐας και χιούμορ. Είναι αλήθεια βέβαια πως συχνά ο Γουίλιαμ το παρακάνει, καταχράται τα λογοπαίγνια σε σημείο φορτικό. Ιδιαίτερα στο «Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας» σού δίνει την εντύπωση ενός joke teller αποφασισμένου να θυσιάσει τα πάντα προς χάριν της ατάκας. Στον προγενέστερο όμως «Μπάρι Λίντον», δημοσιευμένο το 1844, δεν χάνει την αίσθηση του μέτρου. 131 χρόνια αργότερα, ο «Μπάρι Λίντον» θα έχει και μια δεύτερη ευκαιρία στα χέρια του μετρ Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η ταινία είναι καλύτερη από το μυθιστόρημα. Με φωτογραφία που παραπέμπει στους πίνακες της εποχής απεικονίζει πειστικότατα, πέραν των άλλων, και τις μακάβριες μάχες πενήντα χρόνια νωρίτερα από τον καιρό του Θακερέι, όταν η ιδιοφυΐα του Ναπολέοντα δεν είχε βάλει ακόμη τη σφραγίδα της με τους περίφημους τακτικούς ελιγμούς. Σήμερα είναι σχεδόν αδιανόητο να πιστέψουμε πως πολεμούσαν κάποτε… έτσι. Τα στρατεύματα στέκονταν μετωπικά και πυροβολούσαν έως ότου εξαντλήσουν τα διαθέσιμα κορμιά. Τίμια πράγματα. Κέρδιζε κυριολεκτικά όποιος βρισκόταν στο τέλος με όρθια τα περισσότερα στρατιωτάκια.

Πρόπερσι, για τις ανάγκες του τηλεοπτικού «1821», δανειστήκαμε ένα απόσπασμα από αυτή τη σεκάνς του Κιούμπρικ. Στόχος μας ήταν να υπενθυμίσουμε πως οι πρόγονοί μας δεν είχαν την παραμικρή όρεξη να υπακούσουν στη φαιδρή προτροπή των φιλελλήνων στρατιωτικών από την Εσπερία και να στηθούν σαν χάνοι απέναντι στα κανόνια του Δράμαλη ή του Κιουταχή. Προτιμούσαν ταμπουρωμένοι τον κλεφτοπόλεμο. Τη μετωπική αντιπαράθεση την κράτησαν –και μας την κληροδότησαν– μονάχα στην ιδεολογική αρένα. Πολλοί κατάφεραν να την αποτυπώσουν και στον εγχώριο κινηματογράφο, αλλά κανένας πιθανόν εναργέστερα από τον Νίκο Φώσκολο. Το φωσκολικό σύμπαν μεταφέρει μια εσάνς από τις προναπολεόντειες μάχες, εμπλουτισμένη φυσικά και με το απαραίτητο νεοελληνικό καρακιτσαριό. Υπάρχουν οι Καλοί, υπάρχουν και οι Κακοί. Οι Κακοί συνήθως ουρλιάζουν, οι Καλοί συνήθως τραγουδούν. Προτού συμπληρωθεί το πρώτο δεκάλεπτο της ταινίας, οι Κακοί σκοτώνουν έναν Καλό. Οι Καλοί ανταποδίδουν το χτύπημα. Οι Κακοί ανταποδίδουν ξανά. Οι Καλοί ξανά μανά ανταποδίδουν. Ποιοι θα κερδίσουν; Θα κερδίσουν οι Καλοί. Γιατί θα κερδίσουν οι Καλοί; Διότι οι Καλοί είναι περισσότεροι. Ποιος το λέει αυτό; Το λέει ο Φώσκολος – κι αιώνες λαϊκής σοφίας. Ποιος είσαι εσύ που θα το αμφισβητήσεις;

Είναι εξαιρετικά πρόωρο για να αποφανθούμε με σιγουριά αν το μακελειό της περασμένης εβδομάδας σηματοδοτεί και την απαρχή μιας νέας φωσκολιάδας. Το δυστύχημα είναι ότι, σ’ ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης, έχει εγγραφεί ήδη ως φωσκολιάδα, ακόμη και αν πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό. Ορισμένοι μάλιστα τη θεωρούν αναπόφευκτη, ενώ άλλοι –πιο διεστραμμένοι– δοκιμάζουν κιόλας νότες στο πιάνο για το τραγούδι των τίτλων. Το έγκλημα πάντοτε επένδυε την απήχησή του στη βλακεία. Θα παραταχτούμε πάλι στους δρόμους σαν τα στρατιωτάκια του Κιούμπρικ; Θα πυροβολούμε ο ένας τον άλλον ώσπου να γεμίσουν τα νεκροτομεία; Από όλες τις ενδεχόμενες σπέκουλες, η πλέον ριψοκίνδυνη είναι η σπέκουλα με τα πτώματα. Κανένας δεν σου διασφαλίζει ότι θα έχεις μέρισμα στα κέρδη και όχι στα σάβανα. Ας πρωτοτυπήσουμε και μια φορά, εμείς, οι ειδήμονες των εμφυλίων. Ας μην τσιμπήσουμε το δόλωμα.