Πολιτικη & Οικονομια

Που σκοντάφτει η πρόταση των 58

Θανάσης Οικονόμου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όταν κυκλοφόρησε η διακήρυξη των 58, κάποιοι χειροκρότησαν, κάποιοι απογοητεύτηκαν και κάποιοι έμειναν με την απορία. Το κείμενο ήρθε να προσθέσει προβληματισμούς που εμπλουτίζουν τη δημόσια συζήτηση και υπογράφεται από αξιόλογους ανθρώπους, ορισμένοι δε διαθέτουν αυτόφωτες πολιτικές και κοινωνικές αναφορές. Δεν λείπουν βέβαια και εκείνοι που έλκονται από την προοπτική της εξουσίας και ποιούν την προσωπική τους ανάγκη σε πολιτική φιλοτιμία. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι το ενδιαφέρον εστιάστηκε περισσότερο στο «ποιοι» και όχι στο «τι και πώς» αναδεικνύει και τις εγγενείς αδυναμίες του κειμένου που μειώνουν τη δυναμική του.

Η απουσία κριτικής για τις ασκούμενες πολιτικές, ο εγκιβωτισμός παραδοχών προηγούμενων δεκαετιών στο σήμερα –λες και τα μνημόνια δεν έχουν αλλάξει τον κοινωνικό ιστό– και κυρίως η με περισσή ευκολία χρονική μετατόπιση στη μετά μνημονίων εποχή –την ώρα που ακόμη είναι ανοιχτό το ζήτημα της χρηματοδότησης– αποδεικνύουν ότι προθέσεις και υπογράφοντες μπορεί να είναι καλοπροαίρετοι, αλλά η πραγματικότητα θέτει τα δικά της όρια.

Γι’ αυτό το κείμενο σκοντάφτει στην πραγματικότητα. Όχι μόνο για την κριτική που του έχει ασκηθεί ήδη, αλλά και για έναν ακόμη εξίσου σημαντικό κατά τη γνώμη μου λόγο.

Οι 58 απευθυνόμενοι κυρίως στους δύο οργανωμένους πολιτικούς φορείς, το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα πολιτικό υποκείμενο που με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί να υπάρξει. Πράγματι, οι επιλογές των δύο κομμάτων δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για παρερμηνείες.

Το ΠΑΣΟΚ ευρισκόμενο στον κυβερνητικό πόλο συμμετέχει στις ασκούμενες πολιτικές. Αν ήθελε να προχωρήσει σε αλλαγές και διεκδικήσεις θα μπορούσε να το κάνει τώρα. Τώρα που έχει κοινοβουλευτική δύναμη, τώρα που η Νέα Δημοκρατία το χρειάζεται για να παραμείνουν στην εξουσία. Έχει ενδιαφέρον, λοιπόν, να θυμηθούμε πώς έχει κινηθεί τους τελευταίους μήνες. Όλο αυτό το διάστημα δεν έλειψαν ούτε οι αντιφάσεις στις εκάστοτε πολιτικές θέσεις, σε μία προσπάθεια να «δούμε τι θα πιάσει στον κόσμο», βλέποντας και κάνοντας δηλαδή, ούτε οι αλαζονικές δηλώσεις εν είδη επικυρίαρχου. Είδαμε πού συγκλίνουν με τη ΝΔ αλλά όχι πού διαφέρουν, δημιουργώντας έτσι βάσιμες αμφιβολίες για το ειλικρινές των προθέσεων.

Το ΠΑΣΟΚ μοιάζει με έναν πολιτικό Ιανό, που από τη μια εγγυάται τις ασκούμενες πολιτικές και από την άλλη ισχυρίζεται ότι θέλει να τις αλλάξει. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε λίγες μέρες έσπευσε να συμφωνήσει με το κείμενο των 58 και ταυτόχρονα επικαιροποίησε τη συνεργασία του με τη Νέα Δημοκρατία. Επιλογές που έκαναν κάποιους να μορφάσουν ειρωνικά, σκεπτόμενοι ότι τελικά το κείμενο των 58 λειτούργησε ως αριστερός φερετζές για να μπορέσει η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ να υπογράψει την προγραμματική συμφωνία με τη ΝΔ.

Την ίδια ώρα, η ΔΗΜΑΡ έχει προχωρήσει σε διαφορετικές στρατηγικές επιλογές. Φεύγοντας από τον κυβερνητικό συνασπισμό επέλεξε ένα δυσκολότερο δρόμο: να συμμετάσχει ενεργά στη δημιουργία ενός άλλου πόλου που θα στοχεύει σ’ ένα εναλλακτικό δρόμο διεξόδου από την κρίση με δύο κύρια χαρακτηριστικά. Πρώτον, στη διαμόρφωση ρεαλιστικών θέσεων που εστιάζουν σε προτάσεις εφαρμοσμένης πολιτικής. Και δεύτερον, στη συγκρότηση ενός πολιτικού πλαισίου για όσες δυνάμεις, προσωπικότητες, ομάδες, επιθυμούν να δουλέψουν για έναν εναλλακτικό δρόμο εξόδου από την κρίση.

Με άλλα λόγια, η ΔΗΜΑΡ, όχι πάντα χωρίς αντιδράσεις, έχει επιλέξει την πολιτική της ρήξης θεωρώντας ότι αν δεν υπάρξει αυτή, αν δεν προχωρήσουμε σε ανάσχεση της λιτότητας και των επαχθών πολιτικών, αν δεν υπάρξουν πραγματικές μεταρρυθμίσεις που όμως θα έχουν κοινωνική αποδοχή και στήριξη και θα επαναπροσδιορίζουν το παραγωγικό και κοινωνικό πεδίο, αν τελικά δεν δημιουργήσουμε έναν πολιτικό ορίζοντα που θα απαντά στις αιτίες της κρίσης, τότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για έναν εναλλακτικό δρόμο, για έναν πραγματικά τρίτο πόλο.

Γίνεται, λοιπόν, προφανές ότι τα δύο κόμματα κινούνται σε διαφορετικές πορείες, αριστερά και δεξιά της ζυγαριάς, με το ένα να συγκυβερνά και το άλλο να έχει αναλάβει το κόστος της ρήξης. Η μεταξύ τους απόσταση δεν αφορά ούτε τις οργανωτικές δομές, ούτε τα πρόσωπα, αλλά το πολιτικό διά ταύτα.

Είναι αυτή η διαφορετική πολιτική στάση που εμποδίζει τη συνύπαρξη των δύο κομμάτων αφήνοντας τελικά τους 58 μετέωρους, αφού ούτε οι ίδιοι δεν έχουν αποφασίσει σε ποιο σημείο της πολιτικής ζυγαριάς βρίσκονται.

Φυσικά κανείς δεν μπορεί να προδικάσει το μέλλον, αλλά ένα είναι σίγουρο: εάν δεν υπάρξει ξεκάθαρη επιλογή πολιτικής κατεύθυνσης, δεν μπορεί να υπάρξει προσπάθεια συνεργασίας. Και εν πάση περιπτώσει, αν η όποια συνεργασία δεν έχει αντιστοίχηση στην κοινωνία δεν μπορεί να συμβάλλει ούτε στην κοινωνική συνοχή ούτε στην πολιτική σταθερότητα.