Πολιτικη & Οικονομια

Τουριστική Ανάπτυξη και Περιβάλλον

Φώτης Κοκοτός
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κάποιοι ρωτούν σχετικά με τις μεγάλες τουριστικές επενδύσεις που σχεδιάζονται ανά την Ελλάδα: «Μα, δε φοβάστε τον ανταγωνισμό;».

Όχι, βέβαια! Ο ανταγωνισμός είναι κάτι καλό για όλους μας, γιατί μας αναγκάζει να γινόμαστε καλύτεροι. Επίσης, είναι καλός για τους πελάτες, διότι τους δίνει περισσότερες επιλογές και καλύτερες τιμές. Εκ τρίτου, ο ανταγωνισμός φέρνει καινοτομία που κανένας σχεδιασμός δεν μπορεί να εφεύρει.

Η επόμενη ερώτηση, τότε, είναι: «πώς θα προστατευθεί το περιβάλλον αν γίνει όλη αυτή η τουριστική ανάπτυξη;».

Υπάρχει μια σύντομη απάντηση: «το Περιβάλλον προστατεύεται από το Νόμο». Υπάρχει, όμως, και μια πιο μακροσκελής απάντηση. Αυτή που αφορά στην παρατήρηση «κι αν δεν εφαρμόζονται οι νόμοι;». Αυτήν την απάντηση πρέπει να αναζητήσουμε για την τουριστική ανάπτυξη, κατ’ αρχάς, αλλά όχι μόνον αυτήν, κατ’ αρχήν.

Εδώ και πολλά χρόνια θα έπρεπε να είχαμε αποφασίσει, ως κοινωνία και ως Πολιτεία, τι θα προστατέψουμε για τις επόμενες γενιές, και σίγουρα θα έπρεπε να είναι περισσότερες οι περιοχές προστασίας. Και δεν εννοώ μόνο τον χαρακτηρισμό, αλλά και τη θέσπιση φορέων διαχείρισης. Προσωπικά, βλέποντας τον χάρτη προστατευόμενων περιοχών, χερσαίων και θαλάσσιων, μπορώ ευθαρσώς να πω ότι πρέπει να τις διπλασιάσουμε. Ναι, να τις διπλασιάσουμε!

Κι αφού θα διπλασιάσουμε τις προστατευόμενες περιοχές, τότε μπορούμε υπεύθυνα να αναθεωρήσουμε το καθεστώς εκεί που πιστεύουμε, ως κοινωνία, πως πρέπει ν’ αναπτυχθεί ο Τουρισμός. Τι λέει το περιβαλλοντικό ισοζύγιο; Αξίζει τον κόπο να επιτραπεί η λελογισμένη ανάπτυξη αν αντισταθμίσουμε την απώλεια με κέρδος αλλού;

Κατά την άποψή μου, η απάντηση είναι θετική, γιατί οι επενδύσεις θα δημιουργήσουν χιλιάδες νέες δουλειές και νέο πλούτο. Μόνον όταν ευημερεί η κοινωνία θα υπάρχει και διαδεδομένο αίσθημα περιβαλλοντικής προστασίας. Είναι κοινός τόπος πως όταν δεν υπάρχουν τα βασικά, το περιβάλλον μετατρέπεται σε πολυτέλεια.

Παρ’ όλ’ αυτά, το περιβαλλοντικό κίνημα εξακολουθεί να πολεμά τις επενδύσεις. Και, δυστυχώς, η τακτική στην οποία έχει εξαναγκαστεί το περιβαλλοντικό κίνημα είναι λίγο σαν «αντάρτικο». Δηλαδή, επιλέγει εύκολους στόχους προβολής, τις μεγάλες επενδύσεις, και θέτει σε δεύτερη μοίρα το βασικό πρόβλημα: την έλλειψη έννομης προστασίας.

Επειδή η Πολιτεία αμελεί να φτιάξει δασικούς χάρτες, κτηματολόγιο, χρήσεις γης, και χωροταξικό σχεδιασμό, τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή του το περιβαλλοντικό κίνημα είναι μόνον οι αποσπασματικές καταγγελίες και προσφυγές. Κι επειδή δεν μπορεί να προσφύγει εναντίον του κάθε μικρού τοπικού συμφέροντος, του καθενός που χτίζει ό,τι θέλει, όπου θέλει, κι όπως θέλει, προτιμά να στρέφεται εναντίον των ξένων, αυτών που δεν έχουν έρεισμα στις τοπικές κοινωνίες.

Τελικά, το αποτέλεσμα είναι το αντίθετο: κερδίζονται μεν εντυπώσεις, αλλά ουσιαστικά γίνονται οι επενδύσεις εκείνων που έχουν τις προσβάσεις στη γραφειοκρατία, ενώ και το περιβάλλον καταστρέφεται από τις τοπικές δυνάμεις μέσα στις γκρίζες ζώνες της ανομίας. Το περιβαλλοντικό κίνημα οφείλει να μην είναι οπισθοδρομικό αλλά προοδευτικό, να εμφυσήσει σε όλους μας την έννοια της πράσινης ανάπτυξης κι όχι της πράσινης συντήρησης.

Δε φοβάμαι τους μεγάλους επενδυτές, κι ας είναι –υποτίθεται– ανταγωνιστές. Τους βλέπω περισσότερο σαν «συν-αγωνιστές» μας, με την έννοια ότι κι αυτοί προσπαθούν να κάνουν επενδύσεις με τον πιο σωστό τρόπο: με βιολογικούς καθαρισμούς, με υπόγεια δίκτυα, με αρχιτεκτονική ομοιομορφία, με καλαίσθητη φύτευση παντού, με προγράμματα ανακύκλωσης και βέλτιστης χρήσης φυσικών πόρων.

Υπό αυτό το πρίσμα, η απόφαση της τοπικής κοινωνίας να συνεχίσει να πορεύεται με γκρίζες ζώνες και τοπικά συμφέροντα είναι αυτοκαταστροφική: ο κόσμος δε θα βρίσκει δουλειά, ενώ και το φυσικό περιβάλλον δε θα προστατεύεται. Απ’ το να είμαστε διπλά χαμένοι, καλύτερα να βρούμε έναν τρόπο να ξεπεράσουμε τα συντηρητικά ένστικτα («έλα μωρέ, τόσα χρόνια καλά δεν ήμασταν;») και να σχεδιάσουμε το μέλλον του τόπου μας μέσα σε ένα σαφές νομικό πλαίσιο.