Πολιτικη & Οικονομια

Μια άλλη θεωρία των δύο άκρων

Βαγγέλης Αγγελής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έχω βαρεθεί να ακούω για την λεγόμενη θεωρία των δύο άκρων. Όσοι είχαν την ατυχία να ασχοληθούν με τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ίσως καταλαβαίνουν τι εννοώ. Ο τρόπος που χρησιμοποιείται σήμερα από πολλούς καλοθελητές εξυπηρετεί μόνο πρόσκαιρες πολιτικές σκοπιμότητες, είναι ανιστορικός και καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι έχουν πάρει τις αποστάσεις τους από αυτόν τα πιο ψύχραιμα στελέχη των δύο κομμάτων της συγκυβέρνησης, παρόλο που ο κυβερνητικός της εκπρόσωπος και το πρωθυπουργικό περιβάλλον την προβάλλουν κατά κόρον. Τελικά, δεν είναι παρά ένα ιδεολογικό μόρφωμα που γυρίζει την Ελλάδα δεκαετίες πίσω.

Πιο γόνιμη μου φαίνεται η μελέτη δύο άλλων «άκρων».

Θυμάμαι, πριν από τέσσερα-πέντε χρόνια, πόσο ακραία μου φαίνονταν ορισμένα φαινόμενα που βιώναμε στην καθημερινότητά μας. Καταστάσεις που δεν ήταν φυσιολογικές για μια προηγμένη χώρα, βιώματα που δεν ήταν συνηθισμένα ούτε σε καθυστερημένες χώρες, ήταν απλώς ελληνικές ιδιαιτερότητες.

Μιλούσαμε για μια ακραία κατάσταση, όταν στον Πειραιά οι συνδικαλιστές έλυναν και έδεναν – ένα πραγματικό κράτος εν κράτει. Όταν υπήρχαν λιμενεργάτες που έπαιρναν ετήσιους μισθούς που κυμαίνονταν από 76.000 ως 96.000 ευρώ – ένα μισθό που δεν έβλεπε ο μέσος απόφοιτος πανεπιστημίου ούτε σε τέσσερα χρόνια, ακόμα και μετά από μια μέση υπεξαίρεση από το ταμείο της εταιρείας που δούλευε.

Μιλούσαμε για μια ακραία χώρα, όταν δεν μπορούσε να γίνει ούτε μια σοβαρή ιδιωτικοποίηση. Όταν βλέπαμε ένα γιγαντιαίο δημόσιο τομέα, με υπηρεσίες που αποτελούνταν από δέκα καρέκλες, είκοσι υπαλλήλους, τέσσερα ντουβάρια και κανέναν πολίτη για να εξυπηρετήσουν. Όταν βιώναμε ένα κράτος με σοβιετικού τύπου γραφειοκρατία.

Εξίσου ακραία ήταν η παροχή δανείων από τις τράπεζες και η αποδοχή τους από τους δανειολήπτες, χωρίς κανέναν έλεγχο από τις πρώτες και χωρίς καμία αυτοσυγκράτηση από τους δεύτερους.

Ακραία και η κατάσταση στα πανεπιστήμια, με τις συντεχνίες να κυριαρχούν, με τους διορισμούς να δίνουν και να παίρνουν, με τα ιδρύματα να κλείνουν από μειοψηφίες χωρίς η πλειοψηφία να ξέρει το γιατί.

Ακραία και η φοροδιαφυγή, ακραία η εισφοροδιαφυγή, προκλητικά τα δηλωθέντα εισοδήματα από trendy κεντρικά μαγαζιά των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης και των περιχώρων. Και βέβαια ήταν μια ακρότητα η αγορά σπιτιών χωρίς φειδώ, το χτίσιμο των αυθαιρέτων, τα κυκλώματα που είχαν αναπτυχθεί γύρω από την αγορά γης και κατοικίας (μεσιτικά, πολεοδομίες κ.ο.κ.)

Για να μην πούμε για την ανεξέλεγκτη εισροή των μεταναστών, για τις στρεβλώσεις στη μεταναστευτική πολιτική που μετέτρεψε τη χώρα σε ξέφραγο αμπέλι και σε τόπο ανομίας και εγκατάλειψης.

Και σήμερα;

Σήμερα, σε ένα τμήμα του λιμανιού, δεν υπάρχει κανονισμός εργασίας, σωματείο δεν επιτρέπεται, δεν αναγνωρίζεται η δικαιοδοσία του Εργατικού Κέντρου, της Ομοσπονδίας Υπαλλήλων Λιμένων, της ΓΣΕΕ και των Ευρωπαϊκών Συνδικάτων. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο για τις συνθήκες εργασίας, για το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι και για άλλα αυτονόητα δικαιώματα του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού έχει πεταχτεί στα σκουπίδια.

Οι ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να γίνουν με σχέδιο και με σεβασμό στους νόμους και στους πολίτες της χώρας. Την ίδια υπερβολή όμως συναντάμε και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις. Κάποτε οι τράπεζες έδιναν δάνεια με τη σέσουλα, σήμερα η αγορά και οι ιδιώτες στενάζουν από την πιστωτική ασφυξία. Κάποτε τα πανεπιστήμια είχαν υπεράριθμους υπαλλήλους, σήμερα θα μείνουν με πολύ λιγότερους από αυτούς που χρειάζονται για να λειτουργήσουν. Κάποτε δεν πληρώναμε φόρους, τώρα υπερφορολογούμαστε και δεν έχουμε να πληρώσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές. Παλιότερα σκεφτόμαστε να πάρουμε ένα εξοχικό, σήμερα μετανιώνουμε και για το κοτέτσι που κληρονομήσαμε από τη γιαγιά Ευαγγελία σε ανύποπτο χρόνο.

Για τα υπόλοιπα τι να πούμε; Για το γεγονός ότι βάζαμε στη χώρα μετανάστες κατά χιλιάδες και μετά κάποιοι εξ ημών τους κυνηγούσαν με σιδηρολοστούς ή για το ότι οι «αντι-φασίστες» μας έμοιαζαν με παρωχημένους παλαιοκομμουνιστές και αργότερα τους ηρωοποιήσαμε όταν έτεροι εξ ημών τους σφάζανε με φαλτσέτες.

Ίσωμα δεν υπάρχει πουθενά σ’ αυτή τη χώρα; Από την παλαιο-σοβιετοποίηση, πρέπει να περάσουμε στη νεο-κινεζοποίηση; Από το ζιβάγκο του συντρόφου Ανδρέα Παπανδρέου, στον κινέζικο γιακά του captain Wei Jiafu; Από το «ηρωικό Πολυτεχνείο 1973» και «τους δεκάδες ήρωες», στο καταταλαιπωρημένο Πολυτεχνείο 2013 και τους εκατοντάδες απολυμένους; Από την απόλυτη κυριαρχία των συνδικαλιστών, στην εννιάμηνη επίταξη των ναυτεργατών;

Από το ένα άκρο, περνάμε στο άλλο. «Ακραία φαινόμενα απαιτούν ακραία μέτρα» μου είπε ένας φίλος πρόσφατα. Πρόκειται για μια λογική που σύντομα θα μετανιώσουμε.