Πολιτικη & Οικονομια

Για το Λειβαδίτη, που τόσο λείπει

Σακελλάρης Σκουμπουρδής
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ετοίμαζα ένα κείμενο/συνέχεια στα προηγούμενα περί των Άκρων και της Βίας, ώσπου έμαθα ότι χτες ήταν η 25η επέτειος από το θάνατο του μεγάλου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη. Ξεφυλλίζοντας, λοιπόν, κάποιες αναμνήσεις, θυμήθηκα μια ομιλία μου σε μια εκδήλωση για τα εικοσάχρονά του. Ένιωσα, ξαναδιαβάζοντας το κείμενο με ματιά σημερινή, ότι αν οι άνθρωποι που διαφεντεύουν τη μοίρα μας είχαν μια μικρή επαφή με το έργο του, ο τόπος μας θα είχε καλύτερη τύχη.

Οι λέξεις είναι η ποινή του ποιητή είναι όμως συνάμα και το μονάκριβό του χαμόγελο, η μικρή ικανοποίηση που δεν ανταλλάσσεται με καμιά άλλη. Το ξέρουν όλοι οι δημιουργοί αυτό, ο καθένας από το δικό του αντικείμενο. Και αυτό είναι κάτι που ένας πολιτευτάκιας δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει. Και χάνει την ηδονή της πραγματικής προσφοράς και της κοινωνικής δημιουργίας, ο κακομοίρης. Δεξιός ή αριστερός ή «αριστερός», ακραίος ή μεσαίος, ένας πολιτικός θα ’πρεπε, έστω και για μια στιγμή, να έχει νιώσει «σαν τον τρελό που, κλειδωμένος στο κελί του, ζωγράφισε στον τοίχο μια πόρτα κι έφυγε».

Η Αριστερά που δεν έχει ακόμα εκφυλιστεί σε «Αριστερά» έχει ούτως ή άλλως ένα δομικό κουσούρι. Το περιέγραψε κι αυτό με τον ανεπανάληπτο τρόπο του ο κορυφαίος Τάσος Λειβαδίτης: «... η πραγματικότητα είναι κάτι το δευτερεύον που διέκοψε για λίγο τα μεγάλα μας σχέδια...». Έχει το σύνδρομο του Προκρούστη: αν η πραγματικότητα δεν ταιριάζει με την εικόνα που έχουμε γι’ αυτήν, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα.

Κυρίως, όμως, το κουσούρι σοβαρεύει, όταν η Αριστερά εκφυλίζεται σε «Αριστερά». Όταν δεν υπάρχει παιδεία ικανή να της δίνει προοπτική και ανοιχτομάτικη προσαρμογή στους καιρούς. Και μετά αυτοτροφοδοτείται αυτή διολίσθηση από το μεγαλύτερο έλλειμμα παιδείας, που η ίδια επιδεινώνει. Γι’ αυτό και δεν ξέρουν πολλά «αριστερά» παιδιά τι ήταν ο Λειβαδίτης. Και φυσικά, αν το ήξεραν, θα ήταν πιο επιφυλακτικά απέναντι στη βλακεία του δογματισμού. Αυτή τη χαζομάρα τη βίωσε στις εξορίες και στα πέτρινα χρόνια ο Λειβαδίτης –τότε που οι πολλοί σύντροφοί του δεν μπορούσαν να δουν στο βάθος των καιρών– και την έκανε γρήγορα εμετό.

Έτσι έγραψε κι αυτό: «Mεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ, όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα... ...πήραμε τους μεγάλους δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά...». Έχετε καμιά αμφιβολία ότι εάν τα παιδιά τα «αριστερά», σήμερα, είχαν γευθεί τέτοιους ηδείς καρπούς, θα είχαν πιο διεισδυτική ματιά και σοφή ψυχή, όπως και λιγότερο ξεσαλωμένα αισθήματα; Δεν θα ήσαν λίγο πιο επιφυλακτικοί στο ζήτημα της βίας κατά του Άλλου;… Δεν θα άφηναν κάποιο μικρό περιθώριο ανεκτικότητας στο διαφορετικό, που τους φαίνεται ακατανόητο;

Πόσο θα χαλάρωνε η ψυχή του κ. Τσίπρα, αν κοτούσε να προσεγγίσει λίγο την ποίηση του Λειβαδίτη! Πόσο θα άφηνε πίσω αυτή την άθλια πλάστικ βαρβατίλα, που έχει επιλέξει να είναι εικόνα του και οδηγός του… Σκεφτείτε πόσο θα απέφευγε, ανήμερα Εθνικής Εορτής, να θέλει να διχάσει το λαό επί τη βάσει του κανενός θέματος, επί του μη θέματος, επί του αδειανού πουκαμίσου που λεγόταν αντιμνημόνιο (χε,χε)… Γιατί άραγε όλη του η εμπειρία δεν είναι παρά ένα κράμα από λίγο δεκαπενταμελές, με πολύ Georges Politzer, περισσότερο πλέον Αντρέα από παιδικές αναμνήσεις και άλλο τόσο πολύ Σλάβοϊ Ζίζεκ;

Η εθνική γιορτή που έχει τόσο έντονο το στοιχείο της εθνικής ενότητας, επιτρέπεται να γίνεται αφορμή σε μικρόνους δημαγωγούς να κάνουν γελοίες εθνολαϊκιστικές αφαιρέσεις; Κορυφαία από αυτές είναι η ανοίκεια ταύτιση: ο εχθρός Φασισμός του 1940 είναι το ίδιο με τον «Εχθρό» Μνημόνιο. Όπως και ο Τσολάκογλου, είναι το ίδιο με τις κυβερνήσεις της σημερινής κρίσης. Ε, τέτοιες αφαιρέσεις δεν αντέχει να τις κάνει κάποιος που έχει στο προσκεφάλι του τον «Νυχτερινό επισκέπτη». Γιατί σίγουρα θα έχει ήθος που αντιστέκεται στην αλυσιτελή βλακεία της ψηφοθηρίας.

Βέβαια, θα μου πείτε, μα και ο Σαμαράς συχνά παριστάνει τον βαθυστόχαστο ποιητή εκ του προχείρου και σιτάρει τον Ελύτη, για να πει μια κουβέντα που θα μας φουντώσει τα αισθήματα. Για να μας δείξει ότι χωρίς μια καλή σκέψη για τη Μακεδονία «μας» δεν μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ. Είναι ολοφάνερο ότι ακόμα και την ποίηση την χρησιμοποιεί, για να ψηφοθηρήσει. Είναι φανερή η σοβαροφανής ελαφρότητα που τον έκανε να πετύχει τη μεγάλη κωλοτούμπα από τα Ζάππεια στα αυτονόητα και μετά στην απόκρυψη του «δέοντος». Ότι για τα κατακόρυφα χατήρια των πελατών σκοτώνουμε οριζοντίως τους ανήμπορους και αδύναμους. Τι να κάνουμε; Μας λείπουν οι άξιοι ηγέτες, τέτοιοι για τους οποίους θα έλεγε ο Ποιητής: «...σ’ αναζητάω / σαν τον τυφλό που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας / σ’ ένα σπίτι που ’πιασε φωτιά».

Τι μπορεί να σου κάνει ο λαϊκισμός! Ένας λαός με τόσους μεγάλους ποιητές και να είναι τόσο οργανικά αγράμματος, να μην ξέρει ποιος και τι είναι ο Καβάφης, ο Λειβαδίτης, ο Σεφέρης, παρά μόνο ποιος είναι ο Κιάμος, ο Ρέμος κι ο Βέρτης, άντε και η Στέλλα Μπεζεντάκου… Και να του διαφεύγει ότι χωρίς να μπορεί να ξεχωρίσει την αξία από την απαξία, πολύ εύκολα με την πρώτη σταγόνα της καταιγίδας θα βλέπει ναζί και θα λέει τι καλό παιδί… Ή θα καίει έναν άνθρωπο ζωντανό και θα λέει «κανείς δεν είναι αθώος»… Αλλά και να είναι τόσο στόκος που να πιστεύει κάποιους άθλιους επιτήδειους ότι μπορείς χωρίς μνημόνιο να τετραγωνίσεις τον κύκλο. Τόσο απλά πράματα.

Τα είχε πει όλα από παλιά ο Ποιητής και για το Μνημόνιο, για τους μνημονιακούς και για τους αντιμνημονιακούς. Αλλά οι μικρόψυχοι δημαγωγοί δεν ήταν εκεί να τον ακούσουν και να ’χουν το νου τους να μη μαγαρίζουνε τον τόπο με τη γελοιότητά τους. Δεν τον πήραν πρέφα να λέει: «οι λευκοί και οι κόκκινοι πολιορκούσαν την Οδησσό – κι Οδησσός δεν υπήρχε». Τι δεν καταλαβαίνεις, κυρ-αντιμνημονιακέ μου; Αφού δεν μπορείς να νιώσεις το μάταιο της ουτιδανότητάς σου. Ή, μάλλον, εσύ το νιώθεις, αλλά ποντάρεις στο ότι ξέρεις πως οι πολλοί, τα θύματά σου, δεν το νιώθουν: αυτοί κι αν δεν έχουνε διαβάσει Λειβαδίτη.

Είναι ολοφάνερο, θα παραδεχτείτε, ότι και ένας σταλινικός, ένας αντικρατικός μπάτσος, ένας «αντεξουσιαστής», υποχρεωτικά θα είναι χαμένος στη μυστική εξουσιαστική ξελιγωμάρα του. Και δεν θα έχει διαθέσιμο χρόνο για μια ματιά στην ποίηση. Να αντικριστεί λίγο με την αξία της ανθρωπιάς και της ελευθερίας του Άλλου. Αυτωνών ο ποιητής τους είναι ο Νετσάγιεφ. Αντί για λίγη γλύκα για τον Άλλον, έχουνε μόνο έχθρα, μίσος και πολλή βία να ξεράσουν. Δεν ξέρουνε πόσο απίστευτα εύκολο γίνεται να φιλτραριστεί και να ολοκληρωθεί η σκέψη και τα αισθήματά σου μέσα από λίγη μεγάλη ποίηση.

Γενικά, ο ανέπαφος και άδειος από το χορό των λέξεων, των σκέψεων και των αισθημάτων εξουσιαστής δεν μπορεί ασφαλώς να δράσει υπέρ της κοινωνίας. Δηλώνει πάντα έτοιμος για την πάταξη του κακού, αλλά ουσιωδώς είναι πάντα έτοιμος για τη μεγάλη πατάταξη. Πώς και από πού να αποκτήσει λίγη μικρή σοφία, εκείνη που σου βάζει χέρι μόλις πας να κάνεις την πατάτα; Μόλις πας να κάνεις μια «στροφή», μια πολιτική κωλοτούμπα, κανονικά πρέπει να έρχεται αυτή η μικρή σοφία και να σου κάνει μια γκριμάτσα αποστροφής και να σου τη λέει. Τι πας να κάνεις, δεν ντρέπεσαι; Για εκείνη την εύκολη ιαχή των φελλών θυσιάζεις τη δύσκολη εκτίμηση των ψαγμένων, που αυτή είναι ο καλύτερος οδηγός για να προσφέρεις κάτι καλό στο σύνολο, κακομοίρη πολιτευτάκια;… Οπότε, σίγουρα θα είσαι επιζήμιος για την κοινωνία, δεν ντρέπεσαι; Όχι δεν ντρέπεται: δεν έχει διαβάσει ποτέ του Λειβαδίτη.

Και ο μεστός άντρας δεν τη γλιτώνει. Βαράει κλάμα, έτσι και βουτήξει μέσα στο λιτό κόσμο των εικόνων του Ποιητή, που ήταν «ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά». «Μην παραξενευόσαστε λοιπόν που έμεινα τόσο νέος: εγώ δεν είχα ιστορία, όπως και τα πιο ωραία λόγια, που τα βρίσκουμε όταν είναι πλέον αργά».

Ας μείνει αυτό το ταπεινό κείμενο ως μικρή υπόμνηση για το πόσο σημαντικά είναι κάποια πράγματα που έχουμε εγκαταλείψει έξω από το πλαίσιο της μικρής ζωούλας μας. Όπως η ποίηση. Τόσο, που φτάσαμε εσχάτως να νιώθουμε ότι «...στο τέλος, ανάμεσα στους επιζώντες / έβρισκες τους πιο αληθινά πεθαμένους…». Πόσο πιο μέσα να έχει πέσει ο Ποιητής; Πώς μας είχε διαγνώσει τόσο διεισδυτικά και πόσο μας είχε προειδοποιήσει, όσο έμπαιναν στην πόλη μας οι οχτροί, αυτοί οι απαίδευτοι εαυτοί μας;...


Παράρτημα Ι

Ακολουθεί ένα παράρτημα από κάποιες ψηφίδες που επέλεξα (κυρίως) από το εξαιρετικό βιβλίο «Τάσου Λειβαδίτη Απάνθισμα», που επιμελήθηκε ο φίλος του ποιητής Γιώργος Δουατζής (Εκδόσεις Κέδρος):

...ζήσαμε το απέραντο σε μικρές σκοτεινές κάμαρες

και το τίποτα στις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας...

Υπάρχουν, αλήθεια, χιλιάδες τρόποι να κερδίσει κανείς τη ζωή του,

μα ένας μόνο για να τη χάσει.

T’ άστρα ήταν το πρώτο μας αναγνωστικό.

... στο εξής θα ταξιδεύετε δωρεάν

πάνω στα σφυρίγματα των τραίνων.

...συχνά έκλεισα τα μάτια για να περάσω έναν δρόμο -

έτσι σώθηκα.

Κι ύστερα μπήκατε ορθοί στη γη,

όπως μπαίνει ο άντρας στη γυναίκα.

Έτσι γεννήθηκαν τα στάχυα κι οι σημαίες.

Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις, χτύπα με αλλού,

μη σημαδέψεις την καρδιά μου.

Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο.

Δεν θα ‘θελα να το λαβώσεις.

...η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο, η θλίψη πιο δίκαιο...

Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων

εμείς καθόμασταν τα βράδια

και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.

Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.

...φυσάει μες απ’ τα τρύπια βρακιά των ανέργων

φυσάει

φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού.

Δεν ήξερε,

πως το κλειδί της φυλακής του καθένας το κρατάει στην τσέπη του...

...όπως τα παιδικά παιχνίδια που μια μέρα εξαφανίζονται άξαφνα

σα να τα πήρε μαζί του το παιδί καθώς πέθαινε, περίλυπο, μέσα στον άντρα.

«Αύριο», λες, και μέσα σ' αυτήν τη μικρή αναβολή

παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ.

O κόσμος είναι μια περίπτωση εντελώς προσωπική

H ελπίδα κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο.

...το πιο θανάσιμο αμάρτημα είναι να μην αγαπάς τον εαυτό σου...

Αλλά όποιος στάθηκε αναποφάσιστος στη μέση της κάμαρας

έχει διαβεί κιόλας τα σύνορα του κόσμου.

Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου.

Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ -

αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.

...κι η πιο μικρή ρωγμή γίνεται ένα τρυφερό, διψασμένο

αιδοίο να σε δεχτεί

για να γεννηθεί το μέλι κι ο έρωτας κι η ποίηση κι η

αυριανή ευτυχία.

...μεγάλα σαρκοφάγα αισθήματα

που μου μάσησαν τα πλεμόνια, το συκώτι,

την καρδιά,

κι ύστερα φτύσαν πάνω στο χαρτί

μερικά απομεινάρια λέξεων.

Και το πρωί επέστρεφε μόνος κι εξαντλημένος κι ώριμος

κομίζοντας, σα μια καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του

ποίημα.

...κι η ποίηση: ένα παιχνίδι όπου τα χάνεις όλα

για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι.

... σαν τον ποιητή που του αρκεί λίγος ύπνος για να ξαναγίνει αθώος

... οι ποιητές κοιμούνται σαν τους κλέφτες, με το αυτί τεντωμένο

στην άγνωστη λέξη.

... ο ποιητής χάνεται για μια λέξη, οι εραστές για μια απάντηση...

... κι η ποίηση είναι η νοσταλγία για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στ' όνειρο...

Κι η ποίηση είναι σα ν’ ανεβαίνεις μια

φανταστική σκάλα

για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό.

Κι έπρεπε εγώ απ' αυτό το

ποτέ και το τίποτα

να φτιάξω μια ποίηση για πάντα.

Όλα τελειώνουν κάποτε. Λοιπόν, αντίο! Τα πιο ωραία ποιήματα δεν θα γραφτούν ποτέ...

Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου,

τότε που μου χαμογελούσες.

Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.

Γιατί οι άνθρωποι υπάρχουν απ’ τη στιγμή

που βρίσκουνε μια θέση στη ζωή των άλλων.

Γιατί οι άνθρωποι μόνο όταν βλέπουν τον εαυτό τους μέσα σου

βεβαιώνονται ότι κι εσύ υπάρχεις.

Οι άνθρωποι βιάζονται: έγνοιες, βιοτικές συνθήκες, όνειρα συμβιβασμοί

-πού καιρός να γνωρίσουν τη ζωή τους.

... αν έφτασα τόσο μακριά, ήταν για να μην ακούσω που δε μου αποκρίθηκαν...

...κι είναι περίεργο πόσο ψεύτικα φαίνονται καμιά φορά

τα πιο αληθινά πράγματα...

Οι εραστές είναι ακριβά, ένδοξα κύπελλα, όπου ο ένας πίνει

τον άλλον.

...οι ερωτικές κραυγές μας

τινάζονταν μέσα στον ουρανό σα μεγάλα γιοφύρια

απ' όπου θα περνούσαν οι αιώνες...

...οι ερωτευμένοι παντρεύτηκαν και τώρα γερνάνε πλάι σε ανθρώπους ξένους...

Μα και τι να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός

και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.

στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη...

...αίμα για να γεννηθείς,

αίμα για να πεθάνεις

βαθύ, σα θαύμα, ανθρώπινο αίμα.

...εγώ όλα τα ξέρω, όλα τα έζησα – μόνο ποτέ δεν είχα υποπτευθεί

πόσο ατέλειωτη μπορεί να 'ναι μια νύχτα...

...κορίτσια φέρναν τον Απρίλη τους, τον ουρανό του γέλιου τους,

φέρνανε τα παιδιά...

...κορίτσια που βγάζουν το φουστάνι τους για να μπουν στον ουρανό...

...δως μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.

Βράδυ. Φιληθήκαμε. Κι άξαφνα από μια μυστηριώδη κίνηση των άστρων

βρέθηκα ανάμεσα στα πόδια της.

O κόσμος μόλις είχε αρχίσει.


Παράρτημα ΙΙ

Για όσους έχουν ακόμα κουράγιο, ακολουθεί το κείμενο της ομιλίας μου, που προαναφέραμε στην αρχή: Λίγα βιογραφικά, λίγα σχόλια και λίγοι ακόμα μικροί θησαυροί από το έργο του Λειβαδίτη.

Πολλοί λένε ότι ήταν ένας από τους σημαντικούς Νεοέλληνες ποιητές. Κάποιοι λένε ότι ίσως ήταν και κορυφαίος. Μεταξύ αυτών και ο Τίτος Πατρίκιος, που τον αξιολόγησε ως εξής: «Ήταν και παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του αιώνα που μας πέρασε». Σίγουρα, όμως, παρά το γεγονός ότι έχει απήχηση ακόμα και στους νέους, ο Λειβαδίτης μάλλον είναι υποτιμημένος.

Αυτό το λέω κρίνοντας εξ ιδίων και επ’ αυτού αξίζει να σας πω μια μικρή ιστορία:

Κάποτε ο Γιώργος Δουατζής σε μια συζήτηση, μού έλεγε πόσο εκτιμά τον φίλο του Τάσο Λειβαδίτη. Εγώ, αρνητικά προκατειλημμένος, δεν συναινούσα. Τον είχα, κακώς, ταυτισμένο με την Δογματική Αριστερά και με τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό, έτσι και είχα αποφύγει να τον πλησιάσω. Όταν ο Γιώργος μου είπε ότι πέφτω έξω, εγώ έκανα αυτό που κάνει ο αδαής όταν ξεσπαθώνει.

Τι λες, ρε Γιώργο, του λέω. Εγώ γνώρισα την Ποίηση από τον Ρεμπώ, τον Μπωντλαίρ, τον Λωτρεαμόν, τον Ελυάρ. Από τον Ελύτη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο. Τι δουλειά έχω με τον στρατευμένο Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό του Λειβαδίτη;… Τι γυρεύω στη Λάρισα, εγώ, ένας Υδραίος;…

Καλά, μου απαντάει. Άστο, τα λέμε άλλη φορά…

Και για να μην τα πολυλογώ, μου την έφερε, όπως ο σοφός Καποδίστριας στους κουτοπόνηρους Ναυπλιώτες. Τότε, θυμάστε, με τις πατάτες, που τους έλεγε πρέπει να μάθετε να τρώτε πατάτες που είναι φτηνές και θρεπτικές. Και κείνοι τον αγνόησαν. Κάποια φορά λοιπόν, έστησε μια φυτεία από πατάτες, την συρματόπλεξε και έβαλε έναν φρουρό να μην αφήνει κανένα να πλησιάζει. Τότε, οι κουτοπόνηροι, σου λένε για να τις φρουρούν κάτι καλό θα είναι οι πατάτες, άρχισαν να τις κλέβουν σωρηδόν, τις συνήθισαν και τέλος τις αγάπησαν.

Κάπως έτσι μου την έφερε και ο Γιώργος. Λίγο καιρό αργότερα μου έδωσε το βιβλίο του με τίτλο «Τάσου Λειβαδίτη Απάνθισμα» και με παρακάλεσε να τον βοηθήσω γιατί είχε μια υποχρέωση και έπρεπε να του βρω κάποιους αφορισμούς του ποιητή, διάσπαρτους μέσα σε όλο το βιβλίο.

Έπρεπε να διαβάσω λοιπόν, όλο το βιβλίο για να κάνω σωστά τη δουλειά. Ε… Δεν ήθελα και πολύ… Ένας υπέροχος κόσμος μού ξεδιπλώθηκε κατάφατσα και έπεσα με τα μούτρα… Από τότε πλέον, είχα βεβαιωθεί: ο φίλος μου ο Γιώργος είχε δίκιο και τώρα έχω την ευκαιρία να του το πω και δημοσίως…

Ας πάμε τώρα να προσεγγίσουμε αυτό το ευγενές λεοντάρι μέσα από κάποια βιογραφικά στοιχεία:

O Παντελεήμων – Αναστάσιος Λειβαδίτης του Λυσάνδρου γεννήθηκε στις 20 Aπριλίου ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα (όθεν και το τελικό του όνομα Τάσος) του 1922.Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Mεταξουργείο. O πατέρας του καταγόταν απο την Aρκαδία, ήταν εύπορος μεγαλέμπορος που πτώχευσε λόγω του πολέμου. H μητέρα του, Bασιλική Kοντοπούλου, ήταν Aθηναία.Aπο τα τέσσερα αδέρφια του, τα δύο ήταν καλλιτέχνες. O Mίμης μουσικός της Λυρικής, ο Aλέκος, επιτυχημένος ηθοποιός.

Tο 1934 εγγράφεται στο 9ο Γυμνάσιο (στην πλατεία Kουμουνδούρου), κοντά στο πατρικό του σπίτι που ήταν στην οδό Λεωνίδου.

Tο 1940 εγγράφεται στη Nομική Σχολή του Πανεπιστήμιου της Aθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς τον κερδίζει η Aντίσταση, οργανώνεται στην EΠON. Στην καρδιά της Kατοχής το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα, όντας στην Mακρόνησο (1951), χάνει και τη μητέρα του.

Tο 1946 παντρεύεται τη Mαρία Στούπα, που του στάθηκε στήριγμα όχι μόνο στα σκληρά χρόνια της εξορίας, συντηρώντας και την μητέρα του, αλλά και φύλακας - άγγελος σε όλη του τη ζωή. O ποιητής την έχει ηρωίδα του στο "Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας", που της το αφιερώνει.

Tην ίδια χρονιά κάνει και την πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση δημοσιεύοντας το ποίημα "Tο τραγούδι του Xατζηδημήτρη" στο περιοδικό "Eλεύθερα Γράμματα" του Δημήτρη Φωτιάδη. Από τότε και για όλη του τη ζωή ασχολείται με την Ποίηση, που την αποκαλεί «ένα αίνιγμα από συνηθισμένα λόγια».

Tο 1947 δημοσιεύεται στη "Nέα Eστία", το εκτενές ποίημά του "H κυρά της Όστριας". Eκδίδει μαζί με άλλους νέους, το λογοτεχνικό περιοδικό "Θεμέλιο".

Tην τετραετία 1948 – 1952 βρίσκεται εξόριστος για τις πολιτικές του ιδέες στον Mούδρο, τον Aη-Στράτη και την Mακρόνησο, μαζί με άλλους πνευματικούς ανθρώπους της Αριστεράς (Kατράκης, Pίτσος, Δεσποτόπουλος, Aλεξάνδρου, Πατρίκιος, Kαρούσος, κ.α.).

Tο 1952 εκδίδει τα πρώτα του βιβλία «Mάχη στην άκρη της νύχτας» και «Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας» και το 1953 δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», για το οποίο του απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Nεολαίας στη Bαρσοβία. Tο βιβλίο κατασχέθηκε αργότερα κι ο ποιητής θα συρθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Aιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο.

1955 -στις 10 Φεβρουαρίου- ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Eφετείο για το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Πλήθος κόσμου και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο, αλλά και τους δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά.

Tο 1957 εκδίδει το ποιητικό βιβλίο «Συμφωνία αρ. 1», για το οποίο ο Δήμος Aθηναίων τον βραβεύει με το Πρώτο βραβείο Ποίησης.

Ήδη απο το 1954 εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα H AYΓH, όπου και κρατάει τη στήλη της κριτικής του βιβλίου μέχρι το 1980, με εξαίρεση τα έτη 1967-74 οπότε η εφημερίδα έχει κλείσει λόγω Δικτατορίας.

Tο 1961 τον Oκτώβριο, περιοδεύει με τον Mίκη Θεοδωράκη την επαρχία, Kαβάλα, Δράμα, Σέρρες, Λάρισα, Nάουσα, Bέροια, όπου ανάμεσα στα μουσικά διαλείμματα των συναυλιών απαγγέλλει ή συνομιλεί με το κοινό.

Tην ίδια χρονιά γράφει το σενάριο της ταινίας «Συνοικία το Oνειρο» με τον Κώστα Κοτζιά, όπου ακούγονται τα τραγούδια «Bρέχει στη φτωχογειτονιά», «Σαββατόβραδο» σε στίχους Λειβαδίτη, που μαζί με τη «Δραπετσώνα» θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του "Πολιτεία".

1967 - 72 - O ποιητής βυθίζεται στην σιωπή. Mένει άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει με το ψευδώνυμο Pόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. Tο 1972, εκδίδει το βιβλίο «Nυχτερινός επισκέπτης», που οι κριτικοί το θεωρούν έναρξη της β' φάσης του έργου του. Παράλληλα αποστασιοποιείται απο την πολιτική δράση και κάνει μιά βαθειά στροφή ενδοσκόπησης, αναδεικνύοντας το φιλοσοφικό βάθος του έργου του, ακολουθώντας ένα μοναχικό δύσβατο και πρωτοποριακό δρόμο στην τέχνη του.

1976 και 1979 - Tου απονέμεται το B΄ και A΄ Kρατικό Bραβείο Ποίησης για τα βιβλία του «Bιολί για μονόχειρα» και «Eγχειρίδιο ευθανασίας» αντίστοιχα.

1978 - Γράφει τους στίχους των δίσκων «Tα λυρικά», «Oκτώβρης '78» και «Λειτουργία για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο», όλα σε μουσική M. Θεοδωράκη. Tραγούδια με στίχους του έχει μελοποιήσει και ο Mάνος Λοΐζος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Κώστας Λειβαδάς, ο Λευτέρης Πλιάτσικας, ο Στέλιος Βαμβακάρης και ο Γιώργος Τσαγκάρης.

1982 - Aύγουστος: Aντιμετωπίζει έντονα προβλήματα υγείας. Nοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Γίνεται ιδρυτικό μέλος της Eταιρείας Συγγραφέων.

1988 - Oκτώβρης: O ποιητής εισάγεται στο Γενικό Kρατικό Nοσοκομείο και υποβάλλεται σε δύο αλλεπάλληλες 5ωρες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, που όμως δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν το μοιραίο.

Ξημερώματα Kυριακής στις 30 Oκτωβρίου του 1988, κάπως όπως το είχε πει και ο ίδιος: «...δεν είχε πού να πάει,

ώσπου σηκώθηκε και με αργά, αβέβαια βήματα ανέβηκε στον ουρανό…

...τελικά διάβηκε η ζωή, αλλά δεν το κατάλαβα,

έχοντας να λησμονήσω

τόσους θλιμμένους αιώνες...

... λησμόνησα να σας πω ότι είχα πεθάνει από καιρό, μόνο που έπρεπε να το κρύβω...»

Tον τάφο του στο A' Nεκροταφείο κοσμεί ένα λιτό μνημείο, ένα κομμάτι λευκό μάρμαρο σε σχήμα παπύρου που πάνω του έχουν σκαλιστεί οι παρήγοροι στίχοι του: «Παράλογος στην αιωνιότητα: Kάποτε θα ξανάρθω. Eίμαι ο μόνος κληρονόμος. / Kι η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ».

Έχουν εκδοθεί συνολικά 24 βιβλία με την ποίησή του, καθώς και άλλα δέκα περίπου από άλλους για την ποίησή του, κάποια από αυτά έχουν γράψει ή επιμεληθεί οι παρακαθήμενοι Γ. Δουατζής και Γ. Μαρκόπουλος.

Τα ποιήματά του Λειβαδίτη μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.

Ο Τάσος Λειβαδίτης δεν περιέχεται σε ένα ποιητικό ρεύμα, είναι περιέχων πολλά ρεύματα. Είναι μείζων.

Πράγματι, ξεκίνησε να γράφει κατά τον Εμφύλιο και μετά, διωκόμενος, στα πέτρινα χρόνια από εξορία σε εξορία. Τότε και Εκεί, δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να γράψει ποίηση ένας αριστερός δεσμώτης: στρατεύεται και θωρεί την Τέχνη μέσα από το κοφτερό αγωνιστικό πρίσμα του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού. Άλλωστε η πρώτη φάση της λογοτεχνικής του διάκρισης ταυτίστηκε εκ των πραγμάτων με αυτό που ονομάστηκε «ποίηση στρατοπέδου». Έτσι προκύπτουν αριστουργήματα του τύπου: Φυσάει μέσα στην οργισμένη καρδιά του λαού.

Με το πέρασμα του χρόνου και με την ατίθαση ελευθερία να κανοναρχεί τη σκέψη του, όμως, σταδιακά αρχίζει να αμφισβητεί τα πάντα ακόμα και αυτές τις δόκιμες αρχές της Αριστεράς. Όταν κατά την Δικτατορία ολοκλήρωσε τον κύκλο της ενδοσκόπησής του, τόσο η εμβέλεια της κοσμοαντίληψής του όσο και οι αισθητικές του ανησυχίες διευρύνονται. Και αρχίζει πράγματι να γίνεται «ένας μικροδιεκπεραιωτής του ανέφικτου μες στην αιώνια λησμονιά»...

Και ανοίγει ένα οιονεί διάλογο με τους μεγάλους ποιητές του κόσμου.

Επίσης, όμως, τολμά να ειρωνευτεί την επίσημη Αριστερά για τα αδιέξοδά της, πολύ προτού καταρρεύσει ο Υπαρκτός Σοσιαλισμός, οπότε και όλοι πλέον εξυλεύοντο πεσούσης της δρυός... Μόνο ένα συγκροτημένο και συνάμα ελεύθερο πνεύμα σαν το δικό του θα μπορούσε να βγάλει γλώσσα στον Αριστερό Ακαδημαϊσμό, που ακόμα κυριαρχούσε στο πολιτιστικό εποικοδόμημα της Μεταπολίτευσης.

Γράφει, λοιπόν:

«Mεγάλα όνειρα της νιότης μας, δεν πραγματοποιηθήκατε ποτέ,

όμως εσείς είναι που δώσατε αυτό το βάθος στη ματαιότητα...

...πήραμε τους μεγάλους δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά...»

Ας δούμε κλείνοντας κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία μέσα από στίχους του Λειβαδίτη:

«Έτσι από όνειρο έφτασα κάποτε στη ζωή μου»

«...θέλω να πώ οτι οι γονείς μου ήταν θνητοί, ενώ εγώ είχα άλλες βλέψεις...»

«Oπωσδήποτε θα είχα κάνει μεγάλα πράγματα στη ζωή μου, αλλά είχα γεννηθεί πολύ απασχολημένος...»

«Όσο για τη διαθήκη που μ' έκανε κληρονόμο του κόσμου, απ' το φόβο μη μου την κλέψουν, την έσκισα σε χίλια κομμάτια και τη σκόρπισα στον άνεμο. Aλλά συγκράτησα τις πιό ωραίες φράσεις

με τις οποίες και σας μιλώ»

«Aν ρίχναν ένα καράβι μες στο μυαλό μου θα ναυαγούσε»

«... αλλά τι να 'κανα που υπήρξα πάντα

απ' την άλλη μεριά της ζωής…»

«Tόσα άστρα κι εγώ να λιμοκτονώ…»

«... η πραγματικότητα είναι κάτι το δευτερεύον που διέκοψε για λίγο τα μεγάλα μας σχέδια...»

«H νύχτα είναι μια φωτισμένη πολιτεία που τη λυμαίνονται οι αλήτες και οι ποιητές...»

«...η νεότητα πέθανε, ας σκεπάσουμε τους καθρέφτες...»

«Oλόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σε ένα άλλο όνειρο»