Πολιτικη & Οικονομια

Κι άσε τους άλλους να ζήσουν

Είναι βέβαιο πως η φιλελεύθερη δημοκρατία βρήκε έναν αναγεννημένο εχθρό της

Περικλής Δημητρολόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήταν, λέει, για χρόνια στην αφάνεια. Ένας φιλόσοφος χωρίς μεγάλο κοινό, που όταν ήταν νέος υπέγραφε με το ψευδώνυμο Φαμπρίς Λαρός, αμφιλεγόμενος, δηλωμένος εχθρός της παγκοσμιοποίησης και της ελεύθερης οικονομίας, που κάποτε ίδρυσε το κόμμα Νέα Δεξιά, ενέπνευσε τους νεοφασίστες και τώρα συστήνεται ως συντηρητικός αριστερός. Ο Αλέν ντε Μπενουά, μπορεί να διαβάσει κανείς σε συνέντευξή του στον ιταλικό Τύπο, αισθάνεται πια δικαιωμένος. Το βιβλίο του «Λαϊκισμός, το τέλος της Δεξιάς και της Αριστεράς» είναι από τα αγαπημένα των κυριαρχιστών στην Ιταλία. Και στη Γαλλία, το βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο «Ενάντια στον φιλελευθερισμό», είναι βέβαιο πως θα βρει τον δρόμο του.

Η περίοδος του αφορισμού του, λέει στη Repubblica, τελείωσε. Το έργο του δικαιώθηκε από την εξέλιξη της κοινωνίας. Πριν από κάποια χρόνια τον είχαν καλέσει στο φεστιβάλ της Unità, της εφημερίδας του ιστορικού Κομουνιστικού Κόμματος Ιταλίας, και ο ίδιος πια έχει αλλάξει, ως συντηρητικός αριστερός τάσσεται υπέρ του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, πιστεύει στην αποανάπτυξη, μισεί τον φιλελευθερισμό, στα βιβλία του μπορεί να δει εύκολα κανείς πόσο έχει επηρεαστεί από τον Μαρξ και τον Ρουσό. Τι ψήφισε στις εκλογές; «Ζαν Λικ Μελανσόν». Και στον δεύτερο γύρο. «Θα ψήφιζα οποιονδήποτε ήταν απέναντι στον υπερφιλελεύθερο Μακρόν. Ψήφισα επομένως τη Μαρίν Λεπέν για την οποία δεν θα έλεγα πως είναι ακροδεξιά». Στις ΗΠΑ θα ψήφιζε Μπένι Σάντερς. Μα τι ήταν τέλος πάντων αυτή η Νέα Δεξιά; «Μην κολλάτε στις ετικέτες των δημοσιογράφων, εμένα με απασχολούσε πάντα η καταστροφή της αλληλεγγύης μέσω αυτού που ο Μαρξ όριζε ως “τα παγωμένα νερά του εγωιστικού υπολογισμού”».

Ακόμη και αν οι κυριαρχιστές και τα Κίτρινα Γιλέκα, των οποίων ο Μπενουά δηλώνει φίλος, δεν βρήκαν ακριβώς τον θεωρητικό τους, είναι βέβαιο πως η φιλελεύθερη δημοκρατία βρήκε έναν αναγεννημένο εχθρό της. Και δεν τον βρήκε εκεί όπου η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν ρίζωσε ποτέ – στη Ρωσία του Πούτιν, την Ουγγαρία του Όρμπαν ή την Πολωνία του Κατσίνσκι. Οι εχθροί δεν είναι προ των πυλών, είναι εντός. Εκφράζονται εκλογικά, κατεβαίνουν στους δρόμους, έχουν θεωρητικούς που όχι μόνο θεωρητικοποιούν τη διαμαρτυρία αλλά και ενσαρκώνουν τη μετακίνηση των ψηφοφόρων, μετακίνηση που παρατηρήθηκε και στην Ελλάδα, από την Άκρα Δεξιά στη ριζοσπαστική Αριστερά. Από μια άποψη, ο Μπενουά είναι ο θεωρητικός των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ – έστω και των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ που θα έκαναν τις αγορές να χορέψουν με τα νταούλια τους και την Ευρώπη Κούγκι.

Πώς πρέπει να αντιδράσει η φιλελεύθερη δημοκρατία σε αυτόν τον ακήρυχτο πόλεμο; Ένας τρόπος είναι να αλλάξει – ή μάλλον να κάνει αυτό που ως ελαστικό και ευπροσάρμοστο σύστημα είχε πάντα την ικανότητα να κάνει: να αυτοδιορθωθεί. Υπάρχει όμως μια προϋπόθεση: θα πρέπει και να μαζευτεί. Το φιλελεύθερο σύστημα αξιών δεν είναι μόνο ελαστικό. Έχει και από τη φύση του την τάση να διαφημίζει ως οικουμενικές τις αξίες του. Ή, όπως το έθεσε ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς επιστήμονες της εποχής μας, ο Τζον Μερσχάιμερ, «τα φιλελεύθερα κράτη διακατέχονται από τη νοοτροπία της σταυροφορίας». Μήπως ήρθε λοιπόν ο καιρός να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη έπειτα από 25 χρόνια μεταψυχροπολεμικού επεκτατισμού; Μάλλον ναι. Το να πιστέψουν οι φιλελεύθερες δημοκρατίες πως έχουν οποιαδήποτε πιθανότητα να εξαγάγουν τις αξίες τους στη Ρωσία και την Κίνα, παρατηρούν οι ακαδημαϊκοί Τζένιφερ Λιντ και Ουίλιαμ Ουόφορφ, θα ήταν μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση. Η καλύτερη άμυνα σε αυτή τη φάση δεν είναι η επίθεση, αλλά η ενίσχυση του στάτους κβο. «Μια συνετή επιλογή» γράφουν στην επιθεώρηση Foreign Affairs, «θα ήταν να προστατεύσουν αυτό που έχουν κατακτήσει και να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα να υποστούν και άλλες απώλειες».

Η ιδέα δεν είναι καινούργια, είχε επιβληθεί εκ των πραγμάτων πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μέχρι να θριαμβεύσουν με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, τα φιλελεύθερα κράτη απομόνωναν τους Μπενουά μέσω της συνεχούς προόδου τους. Και στις σχέσεις τους με τον κόσμο των ολοκληρωτισμών, όπως ήταν η ΕΣΣΔ, υιοθέτησαν από τη δεκαετία του ’70 ένα δόγμα του Κίσινγκερ: «Ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν».