Πολιτικη & Οικονομια

Απαιτούνται διαφορετικότητα, πάθος και πεποιθήσεις

Δημήτρης Ψυχογιός
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η σημερινή κατάσταση στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας θυμίζει την αντίστοιχη κατά τη δεκαετία του 1950 στον χώρο του Κέντρου: μεταξύ εθνικόφρονας Δεξιάς (Συναγερμός, ΕΡΕ) και κομμουνιστικής Αριστεράς (ΕΔΑ, ΠΑΜΕ) υπήρχε πλήθος κομμάτων και ακόμα μεγαλύτερος αριθμός αρχηγών. Αναφέρω ενδεικτικά: Κόμμα Φιλελευθέρων, Φιλελευθέρα Δημοκρατική Ένωση, Κόμμα Εργαζόμενου Λαού, Προοδευτικό Κόμμα, Σοσιαλιστικό Κόμμα, Εθνική Πολιτική Ένωση Κέντρου, Λαϊκό Κοινωνικό Κόμμα – ακόμα και Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου υπήρξε στις αρχές της δεκαετίας. Και από πολιτικούς: Γεώργιο Παπανδρέου, Σοφοκλή Βενιζέλο, Ηλία Τσιριμώκο, Στέφανο Στεφανόπουλο, Σπύρο Μαρκεζίνη, Σάββα Παπαπολίτη, Αλέξανδρο Μπαλτατζή. Οι περισσότεροι από τους πολιτικούς και τα κόμματά τους ήσαν διασπάσεις του ιστορικού προπολεμικού Κόμματος Φιλελευθέρων, κάποιοι προέρχονταν από το ΕΑΜ. Σήμερα, έχουμε στον χώρο της Κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας κινήσεις, κόμματα και προσωπικότητες που προέρχονται από το ΠαΣοΚ, άλλους που προέρχονται από την πρώην κομμουνιστική Αριστερά και τον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ.

Πολλοί από αυτούς συμμαχούσαν άλλοτε με τους εθνικόφρονες, άλλοτε με τους κομμουνιστές, κοινό χαρακτηριστικό τους ήταν πως διέθεταν ισχυρή τοπική βάση σε νομούς της χώρας, συνήθως κληρονομική, που τους επέτρεπε να εκλέγονται βουλευτές και να διαιωνίζουν την πολιτική τους ύπαρξη και τα κόμματά τους. Και τούτο γιατί ως τις εκλογές του 1993 δεν υπήρχε όριο σε εθνικό επίπεδο, αρκούσε να συγκεντρώσει το εκλογικό μέτρο στον νομό ο συνδυασμός του αρχηγού.

Σήμερα δεν αρκεί η τοπική πολιτική δύναμη, το όριο του 3% απαιτεί πανελλήνια παρουσία για τούτο και οι πολιτικοί και τα κόμματα του χώρου προσπαθούν να βρουν στήριγμα στα μεγάλα εθνικά μέσα επικοινωνίας – άλλωστε η Ελλάδα δεν αποτελεί πολιτικά παρά «μικρό νομό» της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μετά τις καταλυτικές εκλογές του 1958 που έφεραν την ΕΔΑ δεύτερο κόμμα με 25% και εν όψει των εκλογών του 1961, όλα αυτά τα κόμματα και οι προσωπικότητες συνασπίστηκαν στην Ένωση Κέντρου. Στις αναμετρήσεις του 1963-64 η ΕΚ κέρδισε, έγινε κυβέρνηση. Το 1965 ήρθε η αποστασία και η ΕΚ ουσιαστικά αποσυντέθηκε, το 1967 η δικτατορία.

Η ΕΚ στην πραγματικότητα δεν ήταν κόμμα, ήταν συνασπισμός μικρότερων ή μεγαλύτερων κομμάτων και προσωπικοτήτων, όπως απέδειξε η διάσπασή του 1965. Ήταν η «Ελιά» του Κέντρου των αρχών της δεκαετίας του ’60. Λαμπρό παράδειγμα, θα έλεγε κανείς: αμέσως μόλις δημιουργήθηκε έλαβε 30% (μαζί με το Κόμμα των Προοδευτικών του Μαρκεζίνη)·στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 έλαβε 42%, και τρεις μήνες αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1964, αναρριχήθηκε στο 52%, κορυφαία επίδοση που την έχει ξεπεράσει (με 54%) μόνο η ΝΔ στις εκλογές του 1974.

Εμπρός λοιπόν για της γενιάς μας την Ένωση Κέντρου, για να ξαναγυρίσει η «Ελιά» στην πατρίδα της; Κατηγορηματικά όχι – γιατί η ύπαρξη των κομμάτων του Κέντρου κατά τη δεκαετία του 1950 και η θριαμβευτική πορεία τους προς την εξουσία κατά τη δεκαετία του 1960 δεν οφειλόταν ούτε στο εκλογικό σύστημα ούτε στη δύναμη ή την αίγλη των προσωπικών κομμάτων ούτε στην εμπιστοσύνη που απέπνεε ο συνασπισμός τους στην ΕΚ. Οφείλεται στο δομικό στοιχείο της εποχής του Ψυχρού Πολέμου ότι η ΕΔΑ ήταν αποκλεισμένη από την εξουσία. Δεν ήταν λόγω του εμφυλίου πολέμου: κανένα από τα ευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμματα δεν συμμετείχε στην εξουσία πριν την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν μοιραίο, αφού δεν ήταν κόμμα εξουσίας, η ΕΔΑ να μην μπορεί να υπερβεί κάποια ποσοστά, αφού οι άνθρωποι δεν ψηφίζουν μόνο ιδεολογικά αλλά και για να εκλέξουν κυβερνήσεις. Επιπλέον στις συνθήκες εκείνης της εποχής ήταν δυνατή η μετατόπιση αριστερών ψηφοφόρων προς το Κέντρο για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα πολιτικών διακρίσεων κατά των «μη εθνικοφρόνων» που αντιμετώπιζε η χώρα. Ο δομικός περιορισμός και το κίνητρο αποκατάστασης των πολιτικών ελευθεριών δεν υπάρχουν σήμερα, οι πολίτες θα επιλέξουν ελεύθερα μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αν δεν υπάρξει τρίτος πόλος.

Τα αντίστοιχα κόμματα της ΕΡΕ και της ΕΔΑ του 1958 (που έφεραν τη δεύτερη αξιωματική αντιπολίτευση με 25%) είναι σήμερα η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες εκλογικής γεωγραφίας, το δεδομένο είναι πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι λαϊκιστικό πολυτασικό κόμμα της Αριστεράς με βασικό πυρήνα τους νεοκομμμουνιστές του πρώην Συνασπισμού που αντλεί ψήφους από την Άκρα Αριστερά ως τη σοσιαλδημοκρατία. Η ΝΔ είναι επίσης πολυτασική, με ισχυρή παρουσία ακροδεξιών και εθνικιστών στην ηγεσία της, αλλά αντλεί κυρίως από τον μετριοπαθή συντηρητικό και φιλεύθερο χώρο ψήφους – ο μεγάλος όγκος των ακροδεξιών και δεδηλωμένων εθνικιστών ψηφοφόρων της ΝΔ (ο εθνικισμός διατρέχει όλα τα κόμματα) έχουν μετατοπιστεί προς τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τη Χρυσή Αυγή: η ηγετική ομάδα της ΝΔ είναι σε δυσαρμονία, μου φαίνεται, με το εκλογικό της σώμα. Δεν νομίζω να υπάρχει δυσαρμονία στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ γιατί τη συγκολλητική του ουσία αποτελεί ο λαϊκιστικός αντιμνημονιακός λόγος και όχι πολιτικές ιδεολογίες ή πρόγραμμα.

Θέλω να πω, με προσεκτικές κινήσεις προς τον χώρο που ονομάζουμε «κεντροαριστερό-σοσιαλδημοκρατικό», η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να καταστρέψουν τις φιλοδοξίες όσων θέλουμε να τον καταστήσουμε πραγματικό πολιτικό υποκείμενο. Για να γίνει αυτό, πρέπει η μεν περί τον Αντώνη Σαμαρά ακροδεξιά ομάδα της ΝΔ να παραδεχθεί πως έχει χάσει οριστικά το ακροδεξιό ακροατήριο και να απαρνηθεί τις ρίζες της, η δε περί τον Αλέξη Τσίπρα οπορτουνιστική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να ενισχύσει τον οπορτουνισμό της με σοσιαλδημοκρατικά ανοίγματα που δεν θα δημιουργούν ρήγματα στο εσωτερικό του. Αλλά και αυτές οι κινήσεις να μη γίνουν, ο σοσιαλδημοκρατικός-κεντροαριστερός χώρος, ας τον αποκαλέσουμε «μεταρρυθμιστική Αριστερά», μπορεί πάλι να αποδεκατιστεί, ανάλογα με την «πρόσληψη κινδύνου» που θα υπάρχει την εποχή των εκλογών: όσοι θεωρήσουν πως θα είναι επικίνδυνη η διακυβέρνηση της χώρας από τη ΝΔ που θα έχει στραφεί ακόμα πιο δεξιά για να εισπράξει ψήφους από ΑΝΕΛ-ΧΑ, θα ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ. Όσοι θεωρήσουν πως είναι επικίνδυνο να κυβερνηθεί η χώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ που θα έχει διατηρήσει το αριστερίστικο-λαϊκιστικό προφίλ του λόγω εσωτερικών ισορροπιών, θα ψηφίσουν ΝΔ. Και θα μείνουμε κάτι λίγοι να ψηφίσουμε ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ, αν δεν τα έχουν διαλύσει και απορροφήσει ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ.

Με άλλα λόγια, δεν αρκεί η συγκόλληση του χώρου της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, καίτοι είναι απαραίτητη σαν πρώτο βήμα και από αυτή την άποψη η πρωτοβουλία των «58» είναι απολύτως θετική. Απαιτούνται επιπλέον τρία πράγματα που τα προσδιόρισε ο Κώστας Σημίτης στην πανηγυρική φετινή ημερίδα του ΙΣΤΑΜΕ για την επέτειο της ίδρυσης του ΠαΣοΚ: «ο κόσμος μας κατέταξε στη γκρίζα μάζα των τυποποιημένων, των φοβισμένων, των όσων θέλουν να επιζούν χωρίς διαφορετικότητα και πάθος», είπε αναφερόμενος στο παρόν του ΠαΣοΚ. Για τούτο «χρειάζεται να ανοίξουμε νέους δρόμους, να παλέψουμε για πεποιθήσεις». Μου φαίνεται πως αυτά αφορούν το σύνολο της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς: απαιτούνται διαφορετικότητα, πάθος και πεποιθήσεις.

Και τα τρία αυτά είναι πέρα και πάνω από προγράμματα, προσωπικές στρατηγικές, εκλογολογικές αναλύσεις, δημοσκοπικά δεδομένα. Και είναι το αντίθετο ακριβώς των «νέων αφηγήσεων» που μας υπόσχονται πολλοί ή μας καλούν να συγγράψουμε: οι αφηγήσεις είναι παραμυθιάσματα, ηδυσμένος λόγος που ωραιοποιεί την πραγματικότητα και την κάνει μεταμοντέρνα σούπα γιατί δεν έχει κάτι διαφορετικό να προτείνει, ελλείψει πεποιθήσεων και πάθους για την εφαρμογή τους.

Ακριβώς επειδή η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν πεποιθήσεις χρειάζεται η μεταρρυθμιστική Αριστερά. Μόνη πεποίθηση τους είναι η κατάληψη της εξουσίας – τη διχαστική και μικροκομματική τακτική που εφάρμοσε ο Αντώνης Σαμαράς κατά του Γιώργου Παπανδρέου και του ΠαΣοΚ, εφαρμόζει σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας κατά του Αντώνη Σαμαρά και της ΝΔ. Ο πρωθυπουργός προσπαθεί να διασώσει ό,τι τον συμφέρει από το παρελθόν, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης υπόσχεται ολική επαναφορά – ενώ αυτό που χρειαζόμαστε είναι τομή.

Τομή, όχι μόνο στο κράτος, όπως έγινε το 1974, αλλά στην οικονομία, στην παιδεία, στην κουλτούρα, στις κοινωνικές σχέσεις, στην ιδεολογία, στις πολιτικές πρακτικές, στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Αν δεν πιστεύουμε βαθιά στην ανάγκη τομών και αν δεν έχουμε πάθος για την πραγματοποίησή τους, ας κάνουμε εισοδισμό από τώρα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ, άλλος για να διασώσει την καριέρα του και άλλος για να προωθήσει τις πεποιθήσεις του και να αποτρέψει ό,τι μπορεί από όσα δυσοίωνα υπόσχεται το μέλλον.

Βεβαίως, πεποιθήσεις έχουμε πολλοί. Πάθος για την εφαρμογή τους, λίγοι. Συνήθως οι νέοι, κάποιοι τουλάχιστον, τα έχουν και τα δύο. Για τούτο και η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς είναι αναγκαία συνθήκη για να υπάρξουν τομές, όπως σωστά τονίζει και η «διακήρυξη των 58». Ήρθε η ώρα να την θέσουμε σε εφαρμογή.



Από τις Εκδόσεις Επίκεντρο κυκλοφορεί το νέο βιβλίο του Δημήτρη Ψυχογιού «Η Πολιτική Βία στην Ελληνική Κοινωνία».

Δοκίμιο που αναδεικνύει τις πολιτιστικές ρίζες της πολιτικής βίας στην Ελλάδα, που έχει τη βιαιότερη ιστορία από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα τελευταία 70 χρόνια.