Πολιτικη & Οικονομια

Πώς (δεν) με απήγαγαν οι Τσιγγάνοι

Ιστορίες ρατσισμού και μαζικής παραφροσύνης

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τη χρονιά που έκλεινα τα εννιά, εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, τα Πατήσια ζούσαν μέσα στον φόβο. Αιτία ήταν μια μυστηριώδης μαύρη λιμουζίνα που εμφανιζόταν ξαφνικά στον δρόμο την ώρα που σχολούσαν τα παιδιά. Σ’ αυτήν επέβαιναν τέσσερα ή πέντε άτομα, ανάμεσά τους και μια γυναίκα. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν Τσιγγάνοι. Κάποιοι όμως επέμεναν ότι επρόκειτο για Αμερικάνους.

Ό,τι και αν ήταν, έκλεβαν παιδιά. Μόλις εντόπιζαν ένα να βαδίζει μόνο του, φρέναραν απότομα δίπλα του, άνοιγαν τις πόρτες και… Από εκείνη τη στιγμή, το άτυχο παιδί μπορούσε να θεωρηθεί εξαφανισμένο. Στο σχολείο όλοι γνωρίζαμε κάποιον που είχε χαθεί έτσι. Και αν δεν τον γνωρίζαμε προσωπικά, ξέραμε κάποιον που τον ήξερε – ή είχε ακούσει για αυτόν.

Ένα απόγευμα, καθώς γυρνούσα από το σχολείο μαζί με τον φίλο μου τον Δημήτρη, συναντήσαμε το εν λόγω αυτοκίνητο. Δεν ήταν βέβαια μαύρο, αλλά γκρι και οι επιβάτες του δεν ήταν πέντε αλλά δύο. Τέλος, τα άτομα αυτά μιλούσαν ελληνικά και μάλιστα δίχως τσιγγάνικη προφορά. Κατά τα άλλα, τα πράγματα έγιναν σύμφωνα με το πρόγραμμα: Το αυτοκίνητο φρέναρε δίπλα μας, η μία πόρτα –ή μήπως ήταν το παράθυρο;– άνοιξε και μια γυναίκα ακούστηκε να λέει: «Παιδιά, ελάτε εδώ να σας ρωτήσω κάτι!». Δεν ήμασταν κορόιδα να καθίσουμε να μας απαγάγουν. Το βάλαμε στα πόδια, στρίψαμε στα στενά και σωθήκαμε. Για όλη την εβδομάδα ήμασταν οι ήρωες του σχολείου. Μόνο εκείνος ο αντιπαθητικός ο Στάθης δεν μας πίστευε, αλλά εντάξει, αυτός το έπαιζε πάντα εξυπνάκιας.

Τα χρόνια πέρασαν φέρνοντας μαζί τους συνταρακτικές αλλαγές. Για παράδειγμα είμαι πια γονιός – η μεγάλη μου κόρη είναι περίπου όσο ήμουν εγώ τη χρονιά που συνάντησα τη μαύρη λιμουζίνα. Υπάρχουν όμως και πράγματα που παραμένουν ίδια. Ένα τέτοιο είναι οι απαγωγές παιδιών. Μετά από την είδηση για το ξανθό κοριτσάκι που βρέθηκε στον καταυλισμό των Φαρσάλων, το ζήτημα έχει αναζωπυρωθεί για τα καλά. Σ’ αυτό συμβάλλουν και τα δελτία ειδήσεων που, πιστά στην πάγια τακτική τους, μπερδεύουν εντέχνως ανόμοια πράγματα (στη συγκεκριμένη περίπτωση τις απαγωγές μα τις παράνομες υιοθεσίες, τις αγοραπωλησίες βρεφών με τα πλαστά πιστοποιητικά κτλ).

Προχτές, στην πλατεία, κρυφάκουσα τη συζήτηση κάποιων μαμάδων. Το καλοκαίρι, λέει, είχαν βρει στο Μενίδι τα πτώματα δύο παιδιών. Από το ένα έλειπαν τα μάτια, από το άλλο τα νεφρά. Πάνω τους οι απαγωγείς είχαν καρφιτσώσει σημειώματα όπως: «Ας το πρόσεχες περισσότερο» ή «Ευχαριστούμε για τη μεταμόσχευση». Μια κυρία από την παρέα απόρησε. Πώς και δεν είχε ακούσει τίποτα στις ειδήσεις; Οι άλλες την κοίταξαν με περιφρόνηση. «Σιγά μην το έλεγαν οι ειδήσεις» της είπε μια. «Υπάρχουν συμφέροντα, καημένη!», την αποπήρε ένας κύριος από το διπλανό παγκάκι. Γενικά ακούστηκαν πολλές απόψεις. Όλοι όμως συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: οι απαγωγείς ήταν «Γύφτοι» (οι Αμερικάνοι φαίνεται ότι έχουν αποσυρθεί από το επάγγελμα.)

Επιστρέφοντας στο σπίτι γκούγκλαρα τις λέξεις «απαγωγές παιδιών». Πρώτη πρώτη βγήκε η «είδηση» με τα παιδιά στο Μενίδι – μαζί βέβαια με τη διάψευσή της από την αστυνομία. Υπήρχαν όμως και πολλές παρόμοιες περιπτώσεις. Με συγκίνηση είδα ότι η μαύρη λιμουζίνα των παιδικών μου χρόνων εξακολουθεί να κυκλοφορεί στη χώρα μας και να κλέβει παιδιά.

Ανακάλυψα ακόμη ότι οι «απαγωγές παιδιών» δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Μάλιστα, κάθε χώρα έχει τους δικούς της απαγωγείς. Στην Αλάσκα, για παράδειγμα, τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, Ρώσοι μαφιόζοι τριγυρνούσαν μέσα στο κρύο και έκλεβαν παιδιά. Τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν Εσθονοί πωλητές βιβλίων – αυτό όμως δεν έκανε τους Ρώσους περισσότερο συμπαθείς στους κατοίκους της Αλάσκας.

Στη Σιγκαπούρη πάλι δραστηριοποιούνται Κινέζοι, ενώ στη Γουινέα Μπισάου Νιγηριανοί. Τρεις από αυτούς ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου πριν από λίγες ημέρες, όταν εξαφανίστηκε ένα κοριτσάκι. Οι Τσιγγάνοι αποτελούν σταθερή αξία και «δρουν» κυρίως στην Ιταλία, τη Ρουμανία, τη Γαλλία αλλά και σε αρκετές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες.

Ο ψυχισμός του γονιού είναι μια πολύ πονεμένη ιστορία. Παρότι λοιπόν κορόιδευα όλα τα παραπάνω, την επόμενη μέρα έπιασα τον εαυτό μου να συμπεριφέρεται παράξενα. Όταν η κόρη μου πήγε να αγοράσει ψωμί, την περίμενα στο μπαλκόνι με την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα απ’ ό,τι συνήθως. Και όταν ένας παλιατζής πέρασε με το αυτοκίνητό του από το δρόμο, έριξα μια διακριτική ματιά στην καρότσα. Ευτυχώς, το παιδί μου δεν ήταν εκεί.

Για να μην καταντήσω υστερικός, κατέφυγα στους ειδικούς. Η αστυνομία, λοιπόν, αλλά και οργανώσεις όπως το Χαμόγελο του Παιδιού, επιμένουν  ότι στην Ελλάδα τουλάχιστον οι όποιες εξαφανίσεις παιδιών «αφορούν αρπαγές από τον πατέρα ή τη μητέρα λόγω διαφωνίας ως προς τη γονική μέριμνα. …Στο αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας δεν υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις απαγωγών ανηλίκων, είτε για λύτρα, είτε για σεξουαλική εκμετάλλευση, είτε για εμπορία οργάνων».

Κοινώς, όσο και αν αγαπάμε τα παιδιά μας και τρέμουμε να μην πάθουν τίποτα, οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε με ωριμότητα. Να μη διασπείρουμε ανόητες φήμες, να μη στοχοποιούμε άδικα τους συνανθρώπους μας και να μη ραντίζουμε με φόβο τα βλαστάρια μας.

Άλλωστε, ας σκεφτούμε λογικά: Εκεί που έχουν φτάσει τα τέλη κυκλοφορίας και η βενζίνη, ποιος τρελός θα τριγυρνούσε στους δρόμους με μια μαύρη λιμουζίνα;