- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο «Ερασιτέχνης Επαναστάτης» του Απόστολου Δοξιάδη
Στο βιβλίο του διηγείται ιστορικά γεγονότα διαπλέκοντας τα πράγματα με αξιώσεις ακρίβειας, χωρίς να παραγνωρίζει τη σημασία λογοτεχνικών αρετών
Ο Απόστολος Δοξιάδης συμμετείχε από τον κύκλο και τις γραμμές του ΚΚΕεσωτ στην αντίσταση κατά της χούντας παρότι ο ίδιος γρήγορα απέρριψε βασικές αρχές και στοιχεία της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας υπέρ μιας φιλελεύθερης αντίληψης. Στο βιβλίο του «Ερασιτέχνης Επαναστάτης» διηγείται την πολιτική του ενηλικίωση και τη συμμετοχή του στην αριστερά και την αντιδικτατορική δράση.
Ο τίτλος και ο υπότιτλος
Το βιβλίο φέρει τον υπότιτλο «Προσωπική μυθιστορία». Η λέξη «μυθιστορία» συμπλέκει τον μύθο ή το μυθιστόρημα –ένα λογοτεχνικό είδος–, με την ιστορία, έναν ιστοριογραφικό λόγο που έχει αξιώσεις επιστημονικότητας, αντικειμενικότητας και αλήθειας. Ο μύθος, η «σύνθεσις των πραγμάτων» κατά Αριστοτέλη (Ποιητική 1450a), δηλαδή η πλοκή, δεν αφορά υποχρεωτικά επινοημένα πράγματα, αλλά σήμερα σημαίνει συνήθως ακριβώς αυτό. Υπ’ αυτή την έννοια, η μυθιστορία ακροβατεί ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία: αφενός διηγείται ιστορικά γεγονότα διαπλέκοντας τα πράγματα με αξιώσεις ακρίβειας, αλλά διεκδικεί να το κάνει λογοτεχνικά, χωρίς δηλαδή να παραγνωρίζει τη σημασία λογοτεχνικών αρετών όπως τη συγκίνηση, την περιπέτεια, το μυστήριο. Ο ίδιος ο Δοξιάδης στο βιβλίο εξηγεί πως ονόμασε την αφήγησή του μυθιστορία «γιατί συνειδητοποίησ[ε] ότι η ανάπλαση του παρελθόντος που κάν[ει] στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό όχι στη δύναμη της μνήμης, αλλά σε αυτήν της φαντασίας. Της ενεργής φαντασίας που μπορεί να ανασκαλεύει συναισθήματα, χωρίς όμως ποτέ να ψεύδεται για τα γεγονότα —τουλάχιστον όχι συνειδητά» (680)
Η ενεργή φαντασία του Δοξιάδη που δεν ψεύδεται θυμίζει την ιστορική φαντασία του Άγγλου φιλοσόφου R.G. Collingwood, που την παρομοιάζει με τη φαντασία στον Καντ. Όπως η Καντιανή φαντασία είναι απαραίτητη και μaς επιτρέπει να αντιληφθούμε ένα τραπέζι συνολικά ενώ βλέπουμε μία όψη του, έτσι και η ιστορική φαντασία είναι απαραίτητη στον ιστορικό για να συγκροτηθεί το αντικείμενο της ιστορικής μελέτης. Η φαντασία δηλαδή είναι και στις δύο περιπτώσεις, στην αντίληψη και στην ιστοριογραφία, απαραίτητη για την αλήθεια. Μάλιστα, η φαντασία στην ιστοριογραφία διαφέρει από τη φαντασία στη μυθοπλαστική λογοτεχνία, ακριβώς γιατί δεν αυθαιρετεί. Είναι όρος για να δούμε τα πράγματα σωστά. Ο Δοξιάδης επικαλείται επίσης τον Θουκυδίδη, ο οποίος στην Ιστορία του γράφει (σε μετάφραση Έλλης Λαμπρίδη) ότι, καθώς του ήταν δύσκολο να κρατήσει στη μνήμη του με τη σειρά ακριβώς τα ίδια τα λόγια των ομιλητών, που είτε έμελλαν να μπούνε στον πόλεμο είτε είχαν ήδη ριχτεί σ’ αυτόν, «τα έγραψ[ε] όπως [τ]ου φαινόταν πιο φυσικό να έχει μιλήσει ο καθένας, λέγοντας ό,τι χρειαζόταν για την τότε περίσταση και προσεγγίζοντας όσο περισσότερο μπορούσ[ε] στη γενική έννοια όσων είπαν». (235)
Η μυθιστορία του Δοξιάδη είναι επίσης «προσωπική», δηλαδή αυτοβιογραφική, και περιορίζεται σε εκείνα τα γεγονότα της ζωής του που οδήγησαν στην πολιτική του συγκρότηση μέχρι τα είκοσι ένα του χρόνια. Ως προσωπική, στηρίζεται κυρίως στις δικές του αναμνήσεις αλλά είχε αναθέσει, όπως λέει, σε έναν εσωτερικό μονομάχο (κατά το πρότυπο των Ρωμαίων στρατηγών που στους θριάμβους τους είχαν έναν μονομάχο να τους θυμίζει ότι είναι άνθρωποι) να του θυμίζει ότι η μνήμη δεν είναι αλάνθαστη. Σκέφτεται ότι μπορεί, ακόμη και εν αγνοία του, ασυνείδητα, να γεμίζει ως αφηγητής «το αβυσσαλέο κενό μέσα στο οποίο πλέουν τα σπαράγματα των αναμνήσεών [του] από το μακρινό παρελθόν… με υλικό αμφιβόλου γνησιότητας». (680)
Ισορροπώντας σταθερά ανάμεσα στις δυο αυτές γραμμές αφήγησης, από τη μια τη λογοτεχνική και από την άλλη την ιστοριογραφική, ο Δοξιάδης μάς χαρίζει από τη μια πλευρά αναγνωστική απόλαυση και από την άλλη γνώση για την εποχή και τα θέματα που πραγματεύεται, μια γνώση που δεν μεταδίδεται ως πληροφορία σε μια γλώσσα ψυχρή και επιστημονικοφανή, αλλά μια γνώση που μaς βάζει στο «εσωτερικό» των γεγονότων και μaς συνδέει με το παρελθόν με δεσμούς που πάλλονται από συγκίνηση και πάθος.
Ο κυρίως τίτλος του βιβλίου είναι, όπως είπαμε, «Ερασιτέχνης Επαναστάτης». Ερασιτέχνης, σε αντίθεση με τους επαγγελματίες που ζητούσε ο Λένιν για την επανάσταση. (...) Κι επαναστάτης;
Ο κυρίως τίτλος του βιβλίου είναι, όπως είπαμε, «Ερασιτέχνης Επαναστάτης». Ερασιτέχνης, σε αντίθεση με τους επαγγελματίες που ζητούσε ο Λένιν για την επανάσταση. Ερασιτέχνης, όχι από ντιλεταντισμό, αλλά από αγάπη και αφοσίωση σε αυτό που κάνει (τηρεί με σοβαρότητα και απαρέγκλιτα τους συνωμοτικούς κανόνες, αλλάζει πέντε ταξί αντί για τα δυο που του έχουν συστήσει για να παραπλανήσει αυτούς που τυχόν τον παρακολουθούν, συντονίζει το ρολόι του με την ώρα του ΟΤΕ για να μην γίνει κάποιο, μικρό έστω, λάθος με το ραντεβού, επινοεί τρόπους ασφαλούς και εύκολης παράνομης μεταφοράς ογκώδους έντυπου υλικού και βέβαια —η σκηνή που μου άρεσε περισσότερο— περπατά με βλέμμα χαμηλωμένο πηγαίνοντας με συντρόφους του για πρώτη φορά συνωμοτικά σε αχτίφ σε ένα φοιτητικό διαμέρισμα στη Βοστώνη «μην τύχαινε να [δει] κατά λάθος ονόματα στα κουδούνια.») Ερασιτέχνης, επίσης, αυτός που συγχρόνως κρατάει μια απόσταση, δεν ακολουθεί και δεν αφομοιώνεται από τους πολλούς.
Κι επαναστάτης; Πρώτα απ’ όλα απέναντι στη χούντα. Μετά εν μέρει απέναντι στην οικογενειακή παράδοση («μα με τους κομμουνιστές!;», του είπε η μητέρα του). Απέναντι στο σχολείο. Απέναντι στην κομματική ορθοδοξία. Και βέβαια απέναντι σε ανεξέταστες βεβαιότητες και καθιερωμένες αντιλήψεις. Είναι ένας έφηβος που ψάχνει, διαβάζει, ακούει, ερευνά, παρακολουθεί, απορροφά σαν σφουγγάρι. Από τη μια ένας νέος που διαμορφώνεται από το περιβάλλον του, οικογενειακό, πολιτικό, σχολικό, φιλικό, εθνικό και διεθνές, και από την άλλη μια ευαίσθητη αντένα που αφουγκράζεται κάθε διαφοροποίηση, κάθε νέο σινιάλο, κάθε μικρή παραλλαγή, κάθε μικρή ρωγμή, κάθε μικρή ρήξη, στην επιστήμη, στη θεωρία, ή στην πολιτική επικαιρότητα. Μια διαρκής δυναμική εγρήγορση, όχι από προσαρμοστικό οπορτουνισμό αλλά για να έχει εποπτεία, για να συντονιστεί με το βήμα της ιστορίας και να ξανασκεφτεί, να αναθεωρήσει.
Οι αναθεωρήσεις
Στο τέλος του βιβλίου κυριαρχεί η αναθεώρηση σε σχέση το Πολυτεχνείο ή τον μύθο του, όπως τον αποκαλεί το βιβλίο: δεν έρριξε το Πολυτεχνείο τη χούντα, ούτε επιτάχυνε την πτώση της, όπως θέλαμε να πιστεύουμε στη Μεταπολίτευση. Τον Παπαδόπουλο διαδέχθηκε η σκληρότερη χούντα του Ιωαννίδη και η πτώση της χούντας οφείλεται, κατά τον συγγραφέα, στην τραγωδία της Κύπρου που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα συνέβαινε εάν δεν μεσολαβούσαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τον ηρωισμό όσων συμμετείχαν στο Πολυτεχνείο, ανεξάρτητα από τον θαυμασμό του για τις πράξεις τους και τη λύπη του για τα θύματα, το Πολυτεχνείο ήταν, λέει ο ΑΔ, μια «εφιαλτική ήττα».
Αλλά πριν το Πολυτεχνείο, βρίσκουμε στο βιβλίο και άλλες αναθεωρήσεις ή ανατροπές παραδεδομένων θέσεων και αντιλήψεων που ακόμη και σήμερα ηχούν προκλητικές. Η πρώτη που σημείωσα ήταν για την ταινία «Ζ» του Γαβρά. Είναι μια ταινία που όλοι θαυμάζουμε, μια ταινία που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει αξιοθαύμαστη, συναρπαστική, αναπάντεχο δώρο, μια ταινία που είδε όταν πρωτοπαίχτηκε πάνω από δέκα φορές, και η οποία βρίσκει ότι ακόμη αντέχει στον χρόνο. Σημειώνει ότι προσέφερε μεγάλη υπηρεσία στην υπόθεση της Ελλάδας την εποχή της Χούντας αλλά κρίνει πως το συμπέρασμά της ότι «η Δεξιά ως συγκροτημένη ιδεολογική ενότητα δολοφόνησε τον Λαμπράκη, αλλά και ότι η Χούντα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά η συνέχιση της Δεξιάς με άλλα μέσα» αποτελεί στρέβλωση.
«Η ταύτιση Παρακράτους, φασισμού και δεξιάς πολιτικής ήταν ένα από τα δόγματα της πιο ακραίας εκδοχής της ελληνικής Αριστεράς», λέει ο Δοξιάδης, και η ταινία το υιοθετούσε και το προέβαλε. (281-282) Δεν κάνει κριτική στον Γαβρά του οποίου τις ικανότητες και αντιχουντικές προθέσεις εξαίρει. Αναγνωρίζει επίσης ότι η δομή του θρίλερ μπορεί να επέβαλλε τον μανιχαϊσμό και δέχεται πως δεν αποτελούσε προτεραιότητα, εν όψει της χούντας, η αντικειμενική αποτίμηση της προδικτατορικής Δεξιάς. Ωστόσο, θεωρεί πως η ταινία απλοποιούσε, εξαφάνιζε το Κέντρο και, κυρίως, καθιστούσε (όπως και η ταινία Dr Strangelove του Κιούμπρικ) καταγέλαστη κάθε έκφραση αντι-κομμουνισμού.
Ο Δοξιάδης διαφοροποιεί με τον όρο αντι-κομμουνισμός (τη διαφωνία και την αντίθεση πολιτικά μετριοπαθών ανθρώπων στον κομμουνισμό) από τον διαδεδομένο τότε αντικομμουνισμό (την ακραία συνωμοσιολογική και επιθετική θεωρία και πράξη). Κατά τη γνώμη του, η καλλιτεχνική δημιουργία εκείνη την εποχή γύρω από το αντιπολεμικό κίνημα για το Βιετνάμ στην Αμερική, στο οποίο και εκείνος ως φοιτητής στο Columbia συμμετείχε, γελοιοποιούσε και εξευτέλιζε «κάθε κριτική στον κομμουνισμό και ιδιαίτερα στο περιβάλλον των μορφωμένων». (278) Η κατάσταση είχε επηρεάσει και τον ίδιο που, ενώ έφθασε στην Αμερική «οπλισμένος με την άποψη για τον κομμουνισμό που είχ[ε] διδαχτεί από τον [φιλελεύθερο και Κεντρώο] πατέρα [του]» (279), δηλαδή ως ένα σύστημα περιοριστικό της ελευθερίας, έφθασε κι αυτός να πιστεύει ότι όσοι εναντιώνονταν στον κομμουνισμό από άποψη ήταν μικρόνοες, παρανοϊκοί, φανατικοί δεξιοί, κλινικά ηλίθιοι ή πράκτορες. (285) Η ως τότε πίστη του στον αντι-κομμουνισμό αναγόταν τώρα σε αντίθεση στον αντικομμουνισμό.
Το τραγούδι «Απλή Αριθμητική» έντυνε με συναίσθημα και ηθική, λέει ο συγγραφέας, μια υπεραπλουστευμένη παρουσίαση της θεωρίας της υπεραξίας που υπάρχει ήδη στον Μαρξ
Η δεύτερη προκλητική, ως προς την ελληνική κοινή γνώμη, άποψη αφορά τα πολύ δημοφιλή Απλά Μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας του Κηλαηδόνη σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη. Το τραγούδι «Απλή Αριθμητική» έντυνε με συναίσθημα και ηθική, όπως λέει ο συγγραφέας, μια υπεραπλουστευμένη παρουσίαση της θεωρίας της υπεραξίας που υπάρχει ήδη στον Μαρξ. Πάνω σε τέτοιες απλοϊκές ιδέες και αφελή οράματα που διέδιδε πλατιά η αριστερή τέχνη της μεταπολίτευσης, κυρίως σε κύκλους «νεοφώτιστων αριστερών φοιτητών και διανοουμένων», στηρίχθηκε εν μέρει κατά τον συγγραφέα ο μανιχαϊσμός του φαινομένου που ονομάσαμε αργότερα «λαϊκισμό». (462)
Η επόμενη αναθεώρηση αφορά τον σεβαστό σε όλη την αριστερά Στρατηγό Σαράφη, στρατιωτικό αρχηγό του ΕΛΑΣ. Για το βιβλίο του Σαράφη Ο ΕΛΑΣ, ο Δοξιάδης υποστηρίζει πως ήταν μια προσπάθεια δικαιολόγησης και αυτοδικαίωσης όπου, για παράδειγμα, μια πορεία διαπόμπευσής του μετά τη σύλληψη του από τον ΕΛΑΣ περιγράφεται απλώς ως μία από κοινού περιοδεία. Για τον ίδιο τον Σαράφη λέει πως περισσότερο έπαιζε τον ρόλο του αρχηγού παρά ήταν (την πραγματική εξουσία είχαν οι Άρης Βελουχιώτης και Ανδρέας Τζήμας) ενώ τον χαρακτηρίζει «ανθρωπάκι» κυρίως για το πώς χειρίζεται στο βιβλίο του τη δολοφονία του βενιζελικού συνταγματάρχη Ψαρρού από τον ΕΛΑΣ, παλιού του φίλου και συναγωνιστή. (484-493)
Μετά, γράφοντας για την ύλη του περιοδικού Αγώνας που εκδιδόταν στο Παρίσι από την Κομματική Οργάνωση τους ΚΚΕεσωτ, αναφέρει ότι οι απόψεις που δημοσιεύονταν ήταν πιο κομμουνιστικές απ’ όσο πλέον επιθυμούσε ο ίδιος, «έστω κι αν πασπαλίζονταν με τα καινούργια φτιασίδια της παρισινής διανόησης, Αλτουσέρ, Πουλαντζά και τα παρόμοια» (682). Ο Αλτουσέρ, και ιδίως ο Πουλαντζάς ήταν από τα τοτέμ της ανανεωτικής αριστεράς της Μεταπολίτευσης.
Ανάλογη απόρριψη επιφυλάσσει στο έργο του Ναζίμ Χικμέτ Γιατί αυτοκτόνησε ο Μπενερτζή, που λάτρευαν, όπως λέει ορθόδοξοι και αντιφρονούντες «εσωτερικάριοι», ακόμη και Κολιγιαννικοί, δηλαδή οπαδοί του ΚΚΕ, ονομασμένοι από τον τότε Γενικό Γραμματέα του. Ο Δοξιάδης θεωρεί ότι η ελευθερία της συνείδησης δεν συμβιβάζεται με την υποταγή σε κάτι, π.χ., στο Κόμμα, μέχρι του σημείου της αυτοκτονίας: στο βιβλίο του Χικμέτ, ο ινδός κομμουνιστής Μπενερτζή αυτοκτονεί όταν συνειδητοποιεί ότι δεν είναι σε θέση να προαγάγει τους σκοπούς του κόμματος.
Πιο διεξοδική είναι η αναθεώρηση σχετικά με αυτό που ο Δοξιάδης περιγράφει ως «Βίβλο της Ανανεωτικής Αριστεράς», την τριλογία του Τσίρκα Ακυβέρνητες Πολιτείες
Πιο διεξοδική είναι η αναθεώρηση σχετικά με αυτό που ο Δοξιάδης περιγράφει ως «Βίβλο της Ανανεωτικής Αριστεράς», την τριλογία του Τσίρκα Ακυβέρνητες Πολιτείες. Την απορρίπτει αισθητικά και πολιτικά. Αισθητικά γιατί, παρά τις συγγραφικές αρετές του Τσίρκα, την ευαισθησία του και το χάρισμά του στην περιγραφή και στην ατμόσφαιρα, βρήκε το βιβλίο εγκεφαλικά σχεδιασμένο και πληκτικό και δεν μπόρεσε ποτέ να το ολοκληρώσει. Ούτε εντυπωσιάστηκε από τη μοντερνιστική τεχνική του, που έκανε αυτούς που δεν είχαν διαβάσει πολλή λογοτεχνία, όπως σημειώνει δηκτικά, να το θεωρούν συγκλονιστικά πρωτότυπο. Για τον Δοξιάδη, «η Λέσχη δεν ξεπερνούσε το επίπεδο ενός αξιοπρεπούς αλλά αποτυχημένου πειράματος». (691)
Πέρα όμως από τη λογοτεχνική απόρριψη, η αντίθεσή του επίσης πολιτική. Οι εσωτερικάριοι θαύμαζαν την τριλογία γιατί ο Τσίρκας τάχθηκε μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ του 1968 με το ΚΚΕεσωτ. και λόγω αυτού έβρισκαν σε αυτή στοιχεία που προοικονομούσαν όσα συνέβησαν αργότερα με το κόμμα τους εν σχέσει προς το ΚΚΕ και τη Σοβιετική Ένωση. Ο Δοξιάδης, ωστόσο, επικρίνει το βιβλίο πολιτικά διότι αυτό προέβαλε, άκριτα, ως αντιφασιστική αντίσταση την υπονόμευση της ενότητας των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, ενός στρατού που «ο λόγος ύπαρξής του ήταν να πολεμά τον φασισμό και τον ναζισμό στο πλευρό των Συμμάχων». (698) Ο Τσίρκας, κατά συνέπεια, παρουσίαζε ως «αντικειμενικά» φασίστες ανθρώπους που πολεμούσαν αποδεδειγμένα τον φασισμό. Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες προσέφεραν επίσης έναν «ιδρυτικό μύθο» για το ΚΚΕεσωτ., αυτόν των καλών, αντισταλινικών κομμουνιστών που πίστευαν στη δημοκρατία, έναν μύθο που επέτρεψε και στον Α. Δοξιάδη να συνταχθεί με το ΚΚΕεσωτ. στον αγώνα κατά της Χούντας.
Η αναθεωρητική ματιά του Απόστολου Δοξιάδη πέφτει και στην ταινία Ομολογία του Γαβρά
Τέλος, η αναθεωρητική ματιά του Απόστολου Δοξιάδη πέφτει στην ταινία Ομολογία του Γαβρά. Η ταινία παρουσιάζει την ιστορία του Αρτουρ Λόντον, ενός ανώτατου στελέχους του Τσεχοσλοβακικού ΚΚ, που καταδικάστηκε από το καθεστώς σε ισόβια δεσμά αφού εξαναγκάστηκε να ομολογήσει ανύπαρκτα εγκλήματα. Δεδομένου ότι το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο βιβλίο του ίδιου του Λόντον, η ιστορία του παρουσιάζεται εξωραϊσμένη, από τον ίδιο. Αλλά τον ίδιο εξωραϊσμό ακολουθεί και ο Γαβράς, ακολουθώντας το βιβλίο: ένας προδομένος επαναστάτης που στην καταστολή της Άνοιξης της Πράγας βλέπει τη ματαίωση του ιδανικού κομμουνισμού.
Η τέχνη όμως, μπορεί να παραπλανήσει, λέει ο ΑΔ. Ο ‘Αρτουρ Λόντον δεν ήταν ο ευαίσθητος ήρωας της ταινίας. Ήταν αρχικά ένας πράκτορας της Σοβιετικής Ένωσης που πήγε στην Ισπανία το 1937 για να καταδιώκει και να στέλνει για εκτέλεση μετά από βασανιστήρια όποιον αριστερό πολεμούσε τον Φρανκο χωρίς να υποτάσσεται στο σοβιετόφιλο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ισπανίας. Μετά συνήργησε στη σύλληψη ιδεολόγων κομμουνιστών, πλην αντισοβιετικών, στην Ευρώπη, και βέβαια τέλος, ως υπουργός του νέου κομμουνιστικού καθεστώτος της Τσεχοσλοβακίας, στα πραγματικά εγκλήματα του καθεστώτος που υπηρέτησε χωρίς ποτέ να μετανοιώσει γι’ αυτά. Μετά τη σύλληψη και καταδίκη του, όπου έπεσε στα μαλακά, οδήγησε πολλούς συντρόφους του στην κρεμάλα όταν, για να βελτιώσει τη θέση του, έδινε ψεύτικες μαρτυρίες σε δίκες-παρωδία συνεργαζόμενος με το καθεστώς. H ταινία αγαπήθηκε ως αντισταλινική από τους μεταρρυθμιστές του ΚΚΕΕσωτ., αλλά προέβαλε ως στόχο της Άνοιξης της Πράγας, αντί του κοινοβουλευτισμού, έναν εξιδανικευμένο κομμουνισμό που συνέδεε με τον λενινισμό.
Για να τα πεις όλα αυτά σε ένα βιβλίο σήμερα, για να τα βάλεις με παραδεδομένες βεβαιότητες γενεών και δεκαετιών, χρειάζεται μεγάλη τόλμη, διανοητικό σθένος και αυτοπεποίθηση
Για να τα πεις όλα αυτά σε ένα βιβλίο σήμερα, για να τα βάλεις με παραδεδομένες βεβαιότητες γενεών και δεκαετιών, χρειάζεται μεγάλη τόλμη, διανοητικό σθένος και αυτοπεποίθηση που δεν είναι υπερφίαλη. Πρέπει να ξέρεις τι λες. Και ο ΑΔ ξέρει τι λέει γιατί διάβασε και ερεύνησε και έμαθε. Στις περισσότερες από τις παραπάνω αναθεωρήσεις αποσταθεροποιεί και την καλύτερη εκδοχή της κομμουνιστικής αριστεράς αφού ακόμη και σ’ αυτήν που μιλάει για τον σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο, βρίσκει την εσχατολογικού τύπου δέσμευση στον απώτερο στόχο που καθιστά καλό οτιδήποτε μεσολαβεί ως μέσον προς αυτόν τον σκοπό. Εν ονόματι αυτού του σκοπού που ξέρει να τον υπηρετεί μόνο το κόμμα, θυσιάζονται περιστάσεις, ιδέες και άνθρωποι.
Το Πολυτεχνείο: Ελευθερία και ευθύνη
Μια τέτοια περίπτωση όπου το κόμμα «ήξερε καλύτερα» είναι αυτή του Πολυτεχνείου το 1973. Τόσο το ΚΚΕ όσο και το ΚΚΕεσωτ. έβλεπαν την εξέλιξη με επιφύλαξη διότι δεν προερχόταν από αυτούς αλλά από «ελεύθερους σκοπευτές» και αριστεριστές και διότι, στην περίπτωση του ΚΚΕεσωτ., η εξέγερση μπορούσε να αναστείλει τη φιλελευθεροποίηση Μαρκεζίνη. Έτσι η επίσημη γραμμή ήταν αντίθετη αρχικά αν και στη συνέχεια στελέχη των δύο χώρων συμμετείχαν και πρωταγωνίστησαν. Ο ΑΔ γράφει πως ακόμη κι αν το Πολυτεχνείο ήταν το μεγαλύτερο λάθος στον κόσμο, o ίδιος εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να ταυτιστεί με τη στάση της καθοδήγησης.
«Ηταν αυτό που γινόταν στο Πολυτεχνείο, κατά την ανάλυση του Κόμματος, πράξη πιθανότατα καταστροφική; Μπορεί και να ήταν. Αλλά είχα βαρεθεί τις αναλύσεις. Δεν με ενδιέφεραν. Ήθελα να ουρλιάξω, και ο ιδανικός τρόπος για να το κάνω αυτή τη στιγμή θα ήταν να βρισκόμουν εκεί, με τους άλλους, μέσα από τα κάγκελα, να φωνάζουμε τον κόσμο στην Πατησίων να έρθει μαζί μας». (952-53)
Οι άνθρωποι, λέει, δεν είναι λογικές μηχανές. Εννοεί πως για να παίρνουν τις αποφάσεις τους δεν υπολογίζουν ψυχρά πιθανότητες και εξελίξεις. Τους συνεπαίρνει η συγκυρία, ο καιρός των αρχαίων, οι περιστάσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι καταργείται η ελευθερία τους. Όπως γράφει, «[τ]ο μεγαλείο της ελευθερίας και της ευθύνης είναι ότι λειτουργούν παρά όλα ετούτα, όχι λόγω αυτών». (953) Συνήθως πιστεύουμε ότι όταν ανταποκρίνεσαι στις περιστάσεις, χάνεις την ελευθερία σου (οπότε και την ευθύνη) αφού η συμπεριφορά σου μοιάζει να προσδιορίζεται και να δεσμεύεται από αυτές.
Η αληθινή πρόκληση είναι να βρεις χώρο για την ελευθερία ενώ αναγνωρίζεις την επιρροή του περιβάλλοντος και όλους αυτούς τους προσδιορισμούς
Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρείται –λανθασμένα– ότι είσαι ελεύθερος όταν αποσπάσαι από τις περιστάσεις, όταν δεν υπάρχουν δεσμοί με ό,τι υπάρχει γύρω σου. Αλλά τι είσαι τότε εσύ που παίρνεις τις αποφάσεις; Δεν έχεις σώμα και ψυχοσύνθεση που επηρεάζεται από το περιβάλλον; Η ίδια η κρίση σου δεν επηρεάζεται από τίποτε; Και τι είναι τότε αυτή η αυθύπαρκτη κρίση; Η αληθινή πρόκληση είναι να βρεις χώρο για την ελευθερία ενώ αναγνωρίζεις την επιρροή του περιβάλλοντος και όλους αυτούς τους προσδιορισμούς. Η ελευθερία υπάρχει «παρά όλα ετούτα», όχι ερήμην αυτών και βέβαια ούτε «λόγω αυτών». Αν ήταν λόγω αυτών, δεν θα υπήρχε ελευθερία. Δηλαδή εάν το περιβάλλον ήταν η αιτία των αποφάσεών μας δεν θα μιλούσαμε για ελευθερία.
Προσδιορισμένη ελευθερία δεν είναι νοητή. Ελευθερία υπάρχει, παρά το ότι υπάρχουν «όλα ετούτα»: οι συγκυρίες, οι περιστάσεις και ο καιρός. Είναι η ελευθερία να εκφράζεις το πνεύμα της συγκυρίας ή της εποχής, όχι αιτιοκρατικά, αλλά σχεδόν καλλιτεχνικά, όταν αφουγκράζεσαι τα σημαντικά που συμβαίνουν όχι για να υποταγείς σε αυτά και σε ό,τι κάνουν οι περισσότεροι από κομφορμισμό αλλά για να συντονιστείς με τους άλλους, να συνυπάρξεις, να επικοινωνήσεις, να ανταποκριθείς στο πνεύμα της εποχής.
Σήμερα, εκ των υστέρων, ο ΑΔ καταλήγει πως «[τ]ο συμπέρασμα είναι πολύ σαφές: όσοι φοβούνταν ότι το Πολυτεχνείο θα οδηγούσε στη ματαίωση της πορείας [μιας κάποιας φιλελευθεροποίησης] που ήταν σε εξέλιξη το φθινόπωρο του 1973 ήταν πιο κοντά στην αλήθεια· ή, αν θέλετε μια πιο ουδέτερη έκφραση, ήταν πολύ πιθανότερο να πέσουν μέσα». (981)
Το κρίσιμο ερώτημα, αν δεχθούμε αυτό το συμπέρασμα, είναι: τι θα έπρεπε να κάνει κανείς τότε, το 1973 στο Πολυτεχνείο;
Το κρίσιμο ερώτημα, αν δεχθούμε αυτό το συμπέρασμα, είναι: τι θα έπρεπε να κάνει κανείς τότε, το 1973 στο Πολυτεχνείο; Να πάρει μέρος ειλικρινά (και όχι για να το ελέγξει) ή να κρατηθεί μακριά ή ακόμη και να το πολεμήσει, φοβούμενος τις αρνητικές του συνέπειες;
Ανάλογο είναι το ερώτημα και για τον ίδιο τον ΑΔ και τη συμμετοχή του στην αντιδικτατορική πάλη μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕεσωτ. Ήταν λάθος να ενταχθεί σε ένα Κομμουνιστικό Κόμμα, έστω και ανανεωτικό, όταν είχε ήδη απορρίψει τον μαρξισμό στη θεωρία και τον λενινισμό στην πολιτική πρακτική, ενώ δηλαδή φοβόταν ότι ο κομμουνισμός έχει συνέπειες κακές για την ανθρωπότητα; Ο ίδιος λέει ότι χρησιμοποίησε το ΚΚΕεσωτ. εργαλειακά, ως τον φορέα που με τις οργανωμένες δυνάμεις του μπορούσε πιο αποτελεσματικά να πλήξει τη χούντα (άλλο εάν αυτές οι οργανωμένες δυνάμεις αποδείχθηκαν όπως φαίνεται στο βιβλίο σχεδόν ανυπόστατες). Όμως, παρά τις διαφωνίες του, παρά τις επιφυλάξεις του, παρά την υπολογισμένη συμμετοχή του («χρησιμοποιώ το Κόμμα για την αντίσταση εναντίον της χούντας»), όσα γράφει δείχνουν ότι τον συγκινούσε αυτό που έκανε, χαιρόταν τη συναναστροφή με τους συντρόφους του, απολάμβανε την αλληλεγγύη, την κοινή διακινδύνευση και δέσμευση, τη συλλογική δράση.
Επιπλέον, όπως λέει, αν αρνιόταν να γίνει μέλος του ΚΚΕεσωτ., θα γινόταν «παρακατιανός και θα έχαν[ε] την ευκαιρία να συμμετάσχ[ει], ύστερα από χρόνια υπομονής, στην ουσιαστική αντίσταση.» (739) Ήταν με τους λίγους, τους τολμηρούς, τους γενναίους, που μέσα στο πνιγηρό σκοτάδι της δικτατορίας, στη βαθιά σιωπή, διακινδύνευσαν τις σπουδές τους, την ελευθερία τους και το μέλλον τους για έναν αγώνα που «ήταν κάτι παραπάνω από πολιτικός, αγώνας για καθετί όμορφο και ανθρώπινο. Για καθετί που αγαπούσαμε στον τόπο μας, καθετί που το έπνιγε όχι μόνο η καταπίεση αλλά και η πολιτιστική βαρβαρότητα της Χούντας. Καθετί που εμείς θέλαμε να αναστήσουμε, πολλά από αυτά χωρίς ποτέ να τα έχουμε δει ζωντανά, παρά μονάχα στην ψυχή μας.» (629) Γι’αυτό δεν υπολόγιζε κανείς τα αμαρτήματα, τα λάθη ή τα εγκλήματα του παρελθόντος που συνδέονταν με τα κομμουνιστικά κόμματα. Αλλωστε, όπως έλεγε ο μεγαλύτερος εξάδελφος, φίλος και πρώτος καθοδηγητής του, Αρίστος Δοξιάδης, απαντώντας στις αιτιάσεις του Απόστολου Δοξιάδη για τις δίκες της Μόσχας και όσα συνέβαιναν στη Σοβιετική Ένωση, «Αυτά είναι παρελθόν» (336). Αυτοί τώρα αγωνίζονταν για το νέο, γι’ αυτό που έλειπε, για ελευθερία και δημοκρατία και για προσωπική αξιοπρέπεια.
Μπορεί στην Ελλάδα να υπήρχε μια «βολεμένη επιφάνεια της αποδοχής», αλλά όπως λέει ο ΑΔ, υπήρχε συγχρόνως ένα ζωντανό πνεύμα αντίστασης (343) που σκιρτούσε σε κάθε δυνατό στίχο ενός τραγουδιού, σε κάθε λέξη του που γινόταν σύνθημα «όχι μόνο πολιτικό, αλλά και ποιητικό, που το νόημά του το υπερπολλαπλασίαζε το ότι το προσλαμβάναμε [όλοι] με τον ίδιο τρόπο, δίνοντάς του το ίδιο νόημα, χωρίς καμία προηγούμενη συνεννόηση.» (629) Μπορεί οι δικτάτορες να είχαν κάτσει στο σβέρκο της χώρας, να είχαν ρίξει χιλιάδες στις φυλακές και στα ξερονήσια, αλλά «η ψυχή μας παρέμενε ζωντανή και ελεύθερη … οι νέοι παρέμεναν νέοι… με τον δικό τους τρόπο, όχι με εκείνον που είχαν κληρονομήσει από τους πατεράδες τους». (343)
Πώς θα μπορούσε ο ΑΔ, και ο κάθε νέος σαν κι αυτόν, να χάσει αυτό το ταξίδι, αυτές τις στιγμές συλλογικής ανάτασης κι ευθύνης;
Πώς θα μπορούσε ο ΑΔ, και ο κάθε νέος σαν κι αυτόν, να χάσει αυτό το ταξίδι, αυτές τις στιγμές συλλογικής ανάτασης κι ευθύνης; Αυτοί που το απέφυγαν, αυτοί που στάθηκαν στο πλάι, αυτοί που απλώς διάβαζαν, δεν ήταν πιο σοφοί, πιο νουνεχείς, πιο φρόνιμοι (με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου). Ήταν απλώς απόντες από την εποχή. Ο ΑΔ αναφέρει τα λόγια του Φιλόστρατου που μεταγράφει ο Καβάφης, για τους σοφούς που αισθάνονται τη μυστική βοή των πλησιαζόντων γεγονότων, των προσιόντων, και σκέφτεται πως η ηγεσία του ΚΚΕεσωτ. θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι ενήργησε ως προς το Πολυτεχνείο με τον τρόπο των σοφών. Αφουγκράστηκε αυτό που πράγματι ερχόταν και το οποίο δεν ήταν καλό.
Αν πάρουμε τη γραμμή του βιβλίου, εκ των υστέρων φαίνεται αυτή η στάση να δικαιώνεται. Αν είχε ακολουθηθεί αυτή η γραμμή, μπορεί να μην είχε χειροτερέψει η κατάσταση και η χώρα να είχε πάρει μιαν άλλη πορεία. Θα ήταν καλύτερη; Χειρότερη; Όταν σκεφτόμαστε αντιγεγονικά, όταν κάνουμε δηλαδή υποθέσεις αντίθετες με το πραγματικό, οτιδήποτε έπεται. Θα μπορούσαν να συμβούν τα πάντα. Οι σοφοί του Φιλόστρατου και του Καβάφη δεν κάνουν υπολογισμούς. Δεν σκέφτονται αλλά αισθάνονται, αφουγκράζονται, αυτό που οι θεοί γνωρίζουν. Δεν δρουν αλλά «προσέχουν ευλαβείς» τη «μυστική βοή». Αυτοί που δρουν είναι τα ιστορικά υποκείμενα. Κι αυτοί πρέπει να υπολογίζουν αλλά συγχρόνως να συναισθάνονται («μια από τις μεγάλες και συχνά ανομολόγητες αλήθειες τις πολιτικής»: το συναίσθημα, 200), να διαβάζουν τον καιρό, να μην υπεκφεύγουν, να μην παρασύρονται από ένα γενικό κλίμα ή μια παρόρμηση της στιγμής αλλά να συντονίζονται με τους καλύτερους (κι όχι τους παρακατιανούς) και να δίνουν σχήμα, να εκφράζουν, αυτό που επείγει, αυτό που τους καλεί.
Τα άλλα θέματα του βιβλίου
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου θα παρακολουθήσει κανείς την πολιτική σκηνή πριν τη δικτατορία στην Ελλάδα, θα αισθανθεί το αντιπολεμικό κίνημα στην Αμερική, θα σκεφθεί για τον μαρξισμό, τον λενινισμό, θα μάθει στοιχεία της ευρωπαϊκής και ελληνικής ιστορίας, θα διασκεδάσει με την περιγραφή της συνέλευσης ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι, με την τοπογραφία των ελληνικών αριστερών οργανώσεων. Απολαυστικές είναι οι διεισδυτικές παρατηρήσεις για τη χρήση φορμουλαϊκών εκφράσεων στην κομμουνιστική αργκό («σκέφτεσαι μηχανιστικά» 435, «πέταγες τρία “διαλεκτικά” και δύο “αντικειμενικά” και θεωρούσες πως καθάρισες» -745) και για τη μορφή των κομματικών κειμένων που άρχιζαν από την κατάσταση του πλανήτη με τις αντιφάσεις του καπιταλισμού και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, περνούσαν από την Ευρώπη και κατέληγαν στην Ελλάδα ξεκινώντας από τον εμφύλιο, συνεχίζοντας με την προδικτατορική Ελλάδα, το πραξικόπημα, τον συσχετισμό δυνάμεων, την αριστερά. Στο βιβλίο μπορεί να διαβάσει κανείς για την υπερβατική ομορφιά των μαθηματικών («Σε εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου που συνειδητοποιούσα την απόλυτη αλήθεια της απόδειξης –πάντα είναι ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, έστω κι αν έρθει ύστερα από ώρες συνειδητού κόπου– ένιωθα πάντα ένα ρίγος που την υφή του δεν μπορώ να τη βάλω σε λόγια». 225) αλλά και να σκεφθεί φιλοσοφικά για το πώς κινείται η ιστορία, τι χρέος έχουν τα ιστορικά υποκείμενα, τι σημαίνει ευθύνη, τι κάνει η αφήγηση, και τι δίνει νόημα στη ζωή.
Πλην των παραπάνω, ξεχώρισα δύο περιγραφές που μου άρεσαν ιδιαίτερα. Η μία αφορά τη συνάντηση με τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ μία εβδομάδα πριν δολοφονηθεί.
Πλην των παραπάνω, ξεχώρισα δύο περιγραφές που μου άρεσαν ιδιαίτερα. Η μία αφορά τη συνάντηση με τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ μία εβδομάδα πριν δολοφονηθεί. Ο ΑΔ, πήγαινε εκείνη τη χρονιά σε σχολείο στη Washington και έμενε στο οικοτροφείο επειδή οι γονείς του δεν μπόρεσαν να είναι στην Αμερική λόγω της σύλληψης της αδελφής του από τη Χούντα. Ήταν δυστυχισμένος κι έβρισκε καταφύγιο, όπως και άλλοι αντίστοιχοι μαθητές, σε έναν δάσκαλο, προτεστάντη ιερέα, τον Ρέβερεντ (πατέρα) Ήντερ που τον φώναζαν Ρεβ.
Ο δάσκαλος αυτός που διαπνεόταν από χριστιανική αγάπη για τους ανθρώπους και ειδικά τους μικρούς του μαθητές και υποστήριζε προοδευτικές ιδέες και τον αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων, οδήγησε τον μοναδικό μαύρο μαθητή του σχολείου που σπούδαζε με υποτροφία, έναν άλλο ορφανό μαθητή και τους δύο ξένους του σχολείου, ένα Κινεζάκι και τον μικρό ΑΔ από την Ελλάδα, σε ένα ένα γήπεδο μπάσκετ, στην πιο φτωχή γειτονιά της Washington, στο γκέτο της, για να παρακολουθήσουν συναυλία του Χάρρυ Μπελαφόντε.
Εκεί εμφανίστηκε ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ που μίλησε με φωνή «βαθιά, πάλλουσα, μελωδική, που έφτανε στιγμές-στιγμές να ακούγεται σαν τραγούδι, κάτι ανάμεσα σε ύμνο εξεγερτικό και σε κατανυκτικό τροπάρι» (197) Στο τέλος της συναυλίας, ο Ρεβ σύστησε στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ τους τέσσερις μαθητές του που κοίταζαν εκστατικοί. «Οι τέσσερις προστατευόμενοί του [Ρεβ] σφίξαμε ένας-ένας χάσκοντας, το χέρι του Χάρρυ Μπελαφόντε και μετά του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που κάτι ευγενικό ρώτησε τον καθένα μας – ήμουν πολύ συγκλονισμένος για να θυμάμαι τι. Στη διαδρομή της επιστροφής, όλη η παρέα, το μαυράκι, το ορφανό, το Κινεζάκι και το Ελληνάκι ρωτάγαμε αχόρταγα τον Ρεβ να μας πει ιστορίες από τη συνεργασία του με το κίνημα του Ντόκτορ Κινγκ.» (198)
Η άλλη περιγραφή αφορά ένα γλέντι τον Αύγουστο του 1972, στα «όρη» της Κρήτης, στον «δροσερό, διαμαντένιο αέρα του Ψηλορείτη»
Η άλλη περιγραφή αφορά ένα γλέντι τον Αύγουστο του 1972, στα «όρη» της Κρήτης, στον «δροσερό, διαμαντένιο αέρα του Ψηλορείτη», μαζί με τον φίλο του Δημήτρη Λιαρούτσο και τον Νίκο Ξυλούρη στο μιτάτο ενός ξαδέρφου του τελευταίου όπου ψήνοντας την «αίγα» και πίνοντας ρακές, έφθασαν να πυροβολούν μαζί με τους Κρητικούς τενεκέδες και μπιτόνια σε μια παραζάλη ελευθερίας μακριά από την καταχνιά της χουντικής καταπίεσης.
Η «ασχημάτιστη ορμή της νεότητας» (247) εκείνης της εποχής έβλεπε στον Τσε Γκεβάρα περισσότερο έναν Ζορμπά παρά έναν Λένιν. Οι διαλεκτικές αναλύσεις, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός «αντί για σοβαρά και σπουδαία, εμένα μου φαίνονταν πνιγηρά, όπως όλα τα πράγματα που εγώ και τόσοι άλλοι στο Κολούμπια θέλαμε να αποτινάξουμε όταν χορεύαμε, στους ήχους του ροκ, χορούς ζωντανούς, άγριους χωρίς συγκεκριμένα βήματα, που τους ανακαλύπταμε αυτοσχεδιάζοντας, με κινήσεις από τη μια λυτρωτικές και από την άλλη απελπισμένες, σαν απεγνωσμένες προσπάθειες να φύγουμε, να πετάξουμε και να δραπετεύσουμε από κάθε τι που μας έδενε με τα αόρατα δεσμά του, είτε ερχόταν απέξω, την κοινωνία, είτε από μέσα, την ψυχή μας.» (534)
Eίναι εντυπωσιακό πόσο ταιριάζουν όσα καταλογίζει ο Karl Popper, ο οποίος υπήρξε αριστερός στα νιάτα του, στον μαρξισμό-λενινισμό και όσα περιγράφει ο ΑΔ για την αριστερά της εποχής του
Τέλος, είναι εντυπωσιακό πόσο ταιριάζουν όσα καταλογίζει ο Karl Popper, ο οποίος υπήρξε αριστερός στα νιάτα του, στον μαρξισμό-λενινισμό και όσα περιγράφει ο ΑΔ για την αριστερά της εποχής του. Ο Popper έλεγε ότι ο μαρξισμός και η φροϋδική ψυχανάλυση ήταν δογματικές θεωρίες που δεν ήταν διατεθειμένες να ελεγχθούν από εμπειρικές παρατηρήσεις. Οι υποστηρικτές τους επέμεναν στην ορθότητά τους ακόμη κι αν διαψεύδονταν. «Η μελέτη οποιασδήποτε από αυτές φαινόταν να επιφέρει το αποτέλεσμα μιας διανοητικής μεταστροφής ή αποκάλυψης, το άνοιγμα των ματιών σε μια νέα αλήθεια κρυμμένη από αυτούς που δεν είχαν ακόμη μυηθεί. Μόλις τα μάτια σου άνοιγαν με αυτόν τον τρόπο, έβλεπες παντού περιπτώσεις που επικύρωναν τη θεωρία: ο κόσμος ήταν γεμάτος από επαληθεύσεις της θεωρίας. Οτιδήποτε συνέβαινε, πάντοτε επικύρωνε τη θεωρία. Έτσι η αλήθεια της εμφανιζόταν προφανής· και όσοι δεν πίστευαν, θεωρούνταν σαφώς άνθρωποι οι οποίοι δεν ήθελαν να δουν την προφανή αλήθεια, οι οποίοι αρνούνταν να την δουν, είτε επειδή αυτή ήταν εναντίον του ταξικού τους συμφέροντος, είτε λόγω των απωθήσεών τους που δεν είχαν ακόμη “αναλυθεί” και απαιτούσαν θεραπεία».
Κατά κανόνα, έλεγε ο Popper, οι επικριτές του Μαρξισμού αποδοκιμάζονται είτε ως προδότες είτε για την αποτυχία τους να κατανοήσουν τη διαλεκτική ή την προλεταριακή επιστήμη. O AΔ αναφέρει κι αυτός τις κατηγορίες του «εξωμότη», του «πράχτορα», του «ταξικού προδότη» ή του «λακέ του ιμπεριαλισμού», που απευθύνονταν εύκολα στους αντιπάλους των κομμουνιστικών κομμάτων και είχε ο ίδιος την εμπειρία να θεωρείται η διαφωνία του έλλειψη κατανόησης εκ μέρους του. Γράφει ότι «[η] μύηση στην κομμουνιστική θεωρία, αν και μέρος μιας διαδικασίας πολιτικής, έχει έντονα θρησκευτική υφή, ακριβώς με την έννοια των αρχαίων μυστηριακών θρησκειών: νιώθεις ότι σου ανοίγονται τα μάτια από το σκοτάδι στο φως.» (326) Και υποστηρίζει ότι «[μ]ε το που θα μυηθούν στα στοιχειώδη του μαρξισμού-λενινισμού, [οι νέοι] νιώθουν ξαφνικά ότι έχουν αποκτήσει το χάρισμα να βλέπουν και να ερμηνεύουν τον κόσμο με έναν τρόπο ανώτερο από των άλλων, των πολλών.» (395) Αυτό τους δίνει ένα αίσθημα υπεροχής, καλλιεργεί την έπαρση, το αίσθημα της αυθεντίας επειδή δήθεν μπορούν να δουν πίσω από την επιφάνεια της πραγματικότητας.
Το εξώφυλλο (και οι εικόνες)
Το εξώφυλλο είναι σχεδιασμένο από τον Δημήτρη Χαντζόπουλο. Είναι μια παραλλαγή ή σύνθεση έργων του Μαγκρίτ. Στο έργο του La Clairvoyance, (Η οξυδέρκεια), ο Μαγκρίτ παριστάνεται να κοιτάζει ένα αυγό στα αριστερά του και να ζωγραφίζει ένα πουλί στον καμβά πάνω στο τελάρο. Στο εξώφυλλο του Ερασιτέχνη Επαναστάτη παριστάνεται ο συγγραφέας ΑΔ να έχει, όπως και ο Μαγκρίτ, ένα αυγό για μοντέλο αλλά να ακουμπά το πινέλο του πάνω στον καμβά όπου ήδη είναι ζωγραφισμένο ένα άδειο κλουβί.
Ολοκληρώνει ο ΑΔ τη σχεδίαση του κλουβιού; Θα προσπαθήσει να ζωγραφίσει το πουλί που λείπει; Ο Μαγκρίτ έχει διάφορους πίνακες με κλουβιά: τον Θεραπευτή με ένα ανοιχτό κλουβί στη θέση του θώρακα όπου υπάρχουν δύο πουλιά, ένα μέσα κι ένα έξω· τις Εκλεκτικές Συγγένειες όπου ένα τεράστιο αυγό είναι φυλακισμένο σε κλουβί· και τον Εγκέφαλο σε κλουβί όπου στη θέση του κεφαλιού ενός ανθρώπου βλέπουμε έναν εγκλωβισμένο εγκέφαλο με φτερά. Στο εξώφυλλο του Χαντζόπουλου φαίνεται ο συγγραφέας να έχει ζωγραφίσει ένα κλουβί με μοντέλο ένα αυγό στα αριστερά του. Το άδειο κλουβί είναι η φυλακισμένη χώρα χωρίς ίχνος ζωής; Θα ζωγραφίσει ο συγγραφέας το πουλί που επωάζεται στο αυγό και θα αφήσει πίσω του τη φυλακή; Θα δείξει στο βιβλίο του τον δρόμο της απελευθέρωσης από τα δεσμά;
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο πίνακας του Χαντζόπουλου συνεχίζεται. Το τραπέζι που πάνω του βρισκόταν το αυγό στο εξώφυλλο, προεκτείνεται στο οπισθόφυλλο και επάνω του υπάρχει ένα σπασμένο άδειο αυγό, δυο σπασμένα τσόφλια. Ήταν άδειο το αυγό που υποσχόταν ζωή στην αρχή του βιβλίου; Ήταν άδειο το κιβώτιο, εεε, το αυγό, που θα έφερνε τη ζωή; Ήταν ο αγώνας της αριστεράς ή ο αγώνας εν γένει για ένα άδειο πουκάμισο; Πάντως, ο συγγραφέας, παρότι δεν νοσταλγεί εκείνη την ηρωϊκή περίοδο «απλοϊκή[ς] διαπάλη[ς] δαιμόνων και αγγέλων» ούτε την καταναγκαστική, όπως τη χαρακτηρίζει, αγνότητα του θύματος (έναν χαρακτηρισμό που δανείζεται από τον Ιωσήφ Μπρόντσκυ), είναι σαφές πως δεν θεωρεί εκείνον τον αγώνα άγονο ή μάταιο. Ίσως «άδεια» να ήταν μια συγκεκριμένη κατανόησή του.
Ενσωματωμένες στην αφήγηση του βιβλίου είναι αρκετές μικρές εικόνες στις σελίδες του. Γελοιογραφίες, συνθήματα, φωτογραφίες...
Ενσωματωμένες στην αφήγηση του βιβλίου είναι αρκετές μικρές εικόνες στις σελίδες του. Γελοιογραφίες, συνθήματα, φωτογραφίες των πρωταγωνιστών, του συγγραφέα, πολιτικών, καλλιτεχνών, αποκόμματα εφημερίδων, εξώφυλλα βιβλίων, ειδησεογραφικές εικόνες, φωτογραφίες τοποθεσιών, κτιρίων και αντικειμένων κρίσιμων στην ανάπτυξη της αφήγησης, σκίτσα, σχέδια, αφίσες, παράνομο υλικό. Δεν βρίσκονται μόνες ή όλες μαζί σε ξεχωριστές σελίδες αλλά στο σώμα του κειμένου ενημερώνοντας, φωτίζοντας, κάνοντας πιο ζωντανές, πιο παραστατικές, τις ιστορίες και τις περιγραφές. Μερικές είναι εξαιρετικά εύστοχες και ίσως θα ήταν πολύ δύσκολο να ανευρεθούν. Είναι ιδιαίτερα λειτουργικές και συντελούν σε ένα πρωτότυπο είδος αφηγηματικού λόγου.
Τελικά…
Το βιβλίο είναι συναρπαστικό αφηγηματικά – δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου! Είναι συγκινητικό προσωπικά – πολλοί βρίσκουμε στις σελίδες του παρόμοιες εμπειρίες στη δικτατορία και μετά. Μας κάνουν να σκεφθούμε και να επαναξιολογήσουμε πολλά απ’ όσα συνέβησαν και είχαμε μάθει να το σκεφτόμαστε με έναν τρόπο. Είναι ένα βιβλίο που σε μαθαίνει χωρίς να είναι διδακτικό. Είναι απολαυστικό, ευαίσθητο, διευσδυτικό. Είναι ένα Bildungsroman του συγγραφέα, της γενιάς του και της χώρας, με μεγάλο βάθος και επάλληλα επίπεδα ανάλυσης. Ένας τεράστιος όγκος υλικού που πειθαρχεί στη μαεστρία του συγγραφέα για να κυλά καλειδοσκοπικά και αβίαστα. Προσφέρει τη θαλπωρή και την απόλαυση ενός μεγάλου βιβλίου, κυριολεκτικά (είναι 1.056 σελίδες) και μεταφορικά. Πιστεύω ότι θα είναι σημείο αναφοράς για μια ολόκληρη γενιά αλλά και για όποιον θα ήθελε αργότερα να μελετήσει την περίοδο, όπως περίπου είναι η Αργώ του Θεοτοκά για την εποχή της.