Πολιτικη & Οικονομια

Ο λαϊκισμός ως σνομπισμός

Το Κραχ του 2008 έφερε τη Δευτέρα Παρουσία πεντέξι γενιές κοντύτερα

48843-108299.jpg
Πέτρος Τατσόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 453
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
50994-113003.jpg

Στα βρετανικά πανεπιστήμια, τον 18o αιώνα, οι φοιτητές με τίτλο ευγενείας μπορούσαν να απλώνουν τις αρίδες τους πάνω στο τραπέζι, να σκαλίζουν τη μύτη τους, να ρεύονται, να κλάνουν ή ό,τι άλλο σκαρφιζόταν η αδάμαστη αηδιαστική τους ιδιοσυγκρασία. Δεν είχαν να αποδείξουν τίποτε και σε κανέναν. Δίπλα σε αυτούς τους κωλόφαρδους, που αποτελούσαν τότε τη συντριπτική πλειονότητα της σπουδάζουσας νεολαίας, υπήρχαν και ορισμένοι λιγότερο τυχεροί που έπρεπε να καταπνίγουν αδιαλείπτως τους θορύβους από τις οπές τους, να κάθονται στο τραπέζι με ευπρέπεια, να ξεχωρίζουν το μαχαίρι για το ψάρι από το μαχαίρι για το κρέας και να έχουν εύκαιρο από στήθους ανά πάσα στιγμή κι ένα σονέτο του Σαίξπηρ. Βασιλικότεροι του βασιλέως οι τελευταίοι, δυσκοίλιοι και ατσαλάκωτοι, εξαγόραζαν μ’ ένα σεβαστό χρηματικό ποσό και με τη σιδερωμένη συμπεριφορά τους το μοναδικό εκ γενετής μειονέκτημά τους: δεν είχαν τίτλο ευγενείας. Ήταν sine nobilitate. Ήταν οι σνομπ.

Μην πάμε τόσο μακριά. Αρκεί να φέρουμε στη μνήμη μας τις δύο εμβληματικές μορφές σνομπ στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, το χωριατόπαιδο από τις Σέρρες, δεν κουραζόταν να φωτογραφίζεται στο γκολφ της Γλυφάδας μ’ ένα μπαστούνι στο χέρι και στόχο την επίζηλη τρύπα. Δίπλα του, συνήθως, ο Γεώργιος Ράλλης, ορίτζιναλ αριστοκράτης, κοιτούσε στωικά το πολιτικό του είδωλο να παριστάνει τον αστό από κούνια. Στους αντίποδες ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο πορφυρογέννητος, χόρευε ζεϊμπέκικο μπροστά στη Ρίτα Σακελλαρίου, απεχθανόταν τους κουλτουριάρηδες και μάλλον είχε κάνει τάμα να μην πατήσει ποτέ στο Ηρώδειο. Ολοφάνερα αμφότεροι –θα μας έλεγαν και οι φίλοι μας οι Εγγλέζοι– αισθάνονταν αδήριτη την ανάγκη να μπουν στα παπούτσια του άλλου. Η δημόσια εικόνα τους συνδεόταν άρρηκτα μ’ ένα ζωτικό ψεύδος.

Από τον Παπανδρέου η πολιτική μας ζωή κληρονόμησε και την ντόπια εκδοχή περονικού ποπουλισμού – το λαϊκισμό ως σνομπισμό. Ο λαϊκιστής γνωρίζει ότι δεν είναι λαϊκός. Υποδύεται τον λαϊκό, με όλα τα απεχθή συμπαρομαρτούντα: αβγά το Πάσχα, καλαματιανοί, τσιφτετέλια, ταπ-ταπ στην πλάτη. Κόλαση. Ως εδώ το εγχείρημα του σνομπ λαϊκιστή θα μπορούσε να είναι έως και συγκινητικό. Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που ο σνομπ λαϊκιστής αντικαθιστά και την πολιτική του ατζέντα με τις φοβίες, τις εμμονές, τις εμπάθειες και τις προλήψεις ενός ολόκληρου λαού. Ο σνομπ λαϊκιστής δεν απευθύνεται ποτέ στον πραγματικό λαό – αυτό το παρδαλό, εύπλαστο κι εν πολλοίς απρόβλεπτο συμπίλημα γενναίων, δειλών, αδιάφορων, ευφυών και ηλιθίων. Απευθύνεται σ’ ένα φαντασιακό λαό – πάντοτε σοφό και πάντοτε λεοντόκαρδο.

Πειράζει; Εξαρτάται. Την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου πιστεύαμε ότι δεν πειράζει περισσότερο από τη βεβαιότητα πως ο Ήλιος θα διογκωθεί σε δύο δισεκατομμύρια χρόνια και θα μετατρέψει τη Γη σε φούρνο μικροκυμάτων. Από τον πιο ανύποπτο πρασινοφρουρό έως τον πιο υποψιασμένο οικονομολόγο, όλοι θεωρούσαν πως δεν έχουν ακόμη γεννηθεί ούτε οι παππούδες εκείνων που θα κληθούν να πληρώσουν το λογαριασμό. Το Κραχ του 2008 έφερε τη Δευτέρα Παρουσία πεντέξι γενιές κοντύτερα. Όπως θα αποφαινόταν πικρόχολα και ο Δημήτρης Πουλικάκος: «Ανεπίτρεπτη πλέον στις μέρες μας τόση αθωότης».

ΕΓΓΡΑΦΕΙΤΕ ΣΤΟ NEWSLETTER ΜΑΣ

Tα καλύτερα άρθρα της ημέρας έρχονται στο mail σου

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Έχετε δει 20 από 200 άρθρα.