- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Η Αντέλ και οι άλλοι
Ταινίες με ΛΟΑΔ θεματική που είδαμε στις «Νύχτες Πρεμιέρας»
Η ζωή της Αντέλ (La vie d' Adèle)
του Αμπντελατίφ Κεσίς (Γαλλία)
Σπάνια βρίσκεις έναν σκηνοθέτη (τον Κεσίς) που να συναντά στο πρόσωπο μιας ηθοποιού (της Αντέλ Εξαρχόπουλος) καταλληλότερο εργαλείο για να αναδείξει το όραμά του με σάρκα και οστά: Με την κάμερα κολλημένη στο πρόσωπό της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, κάθε βλέμμα της, κάθε απείθαρχο τσουλούφι που πέφτει στο πρόσωπό της, κάθε ερωτικός αναστεναγμός, κάθε δάκρυ και φλέγμα και σάλιο από το κλάμα της, κάθε μπουκιά που καταβροχθίζει λαίμαργα γίνονται το ακατέργαστο υλικό που αναδεικνύει το μεγαλείο της ζωής όπως ακριβώς είναι, σφύζουσα και παλλόμενη, πραγματικό φαινόμενο της φύσης, σε όλη τη λαχταριστή πολυπλοκότητα.
Επιπλέον, σπάνια βρίσκεις ένα κινηματογραφικό έργο με θέμα μια ομοφυλοφιλική σχέση που να δικαιώνει περισσότερο το περίφημο κλισέ της «ταινίας που αφορά τους πάντες και όχι μόνο τους ομοφυλόφιλους». Αλλά και σπάνια βρίσκεις μια ταινία που να παρακολουθεί μια γκέι σχέση σε όλη της την εξέλιξη, από την πρώτη γνωριμία και τον κυκεώνα του ερωτικού πάθους μέχρι τη συγκατοίκηση , όταν δύο διαφορετικοί άνθρωποι ανακαλύπτουν ασυμβατότητες που και το πιο έντονο πάθος δεν μπορεί να καταργήσει. Και από κει στο χωρισμό και ό,τι έρχεται μετά απ' αυτόν, τόσο για εκείνη που δεν μπορεί να προχωρήσει όσο και για την άλλη που περνάει σε μια σχέση εντελώς διαφορετική, όπου η συντροφικότητα παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο από το πάθος. Και τέλος, αυτό που μένει στον καθένα μας μετά από κάθε χωρισμό, το κομμάτι του άλλου που θα κουβαλάμε για πάντα μαζί μας ακόμα κι όταν η ιστορία έχει λάβει οριστικά τέλος. Η σκηνή που οι δύο κοπέλες συναντιούνται σε ένα καφέ καιρό μετά τον χωρισμό τους, το πάθος που δεν λέει να σβήσει, αλλά και η οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι τα πάντα έχουν αλλάξει και δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής αποτελεί στην κυριολεξία υλικό κινηματογραφικής ανθολογίας.
Η ανακάλυψη της ομοφυλόφιλης έλξης είναι κάτι που θα τρομάξει την «άβγαλτη» Αντέλ, ιδίως όταν έρχεται αντιμέτωπη με την εχθρότητα του κοινωνικού της περίγυρου. Η ίδια θα προτιμήσει να μην μάθουν οι γονείς της και οι συνάδελφοι στο σχολείο για τη λεσβιακή της σχέση. Η ταινία προβάλλει όλα αυτά τα ζητήματα, αλλά την ίδια στιγμή τα υπερβαίνει, προτιμώντας να εστιάσει στο κομμάτι της ανθρώπινης σχέσης μεταξύ των δύο γυναικών. Είναι γνωστή άλλωστε η δουλειά του συγκεκριμένου σκηνοθέτη σχετικά με τα ζητήματα διαφορετικότητας που αντιμετωπίζει η γαλλική κοινωνία. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η παρέμβαση του καλλιτεχνικού διευθυντή του φεστιβάλ κ. Ανδρεαδάκη, που πριν την προβολή της ταινίας περιορίστηκε σε μια διακριτική αλλά εύγλωττη νύξη σχετικά με τα πρόσφατα γεγονότα της ελληνικής πολιτικής ζωής σε αντιδιαστολή με το μήνυμα της ταινίας για την αγάπη που δεν γνωρίζει φραγμούς και προκαταλήψεις.
Δύο Μητέρες (Zwei Mütter)
της Anne Zohra Berrached (Γερμανία)
H Κάτια και η Ίζα είναι ζευγάρι. Η Κάτια και η Ίζα θέλουν να κάνουν παιδί. Ακόμα και στη σύγχρονη Γερμανία η υλοποίηση μιας τέτοιας επιθυμίας αποδεικνύεται εξαιρετικά περίπλοκη υπόθεση. Μια οδύσσεια με τράπεζες σπέρματος, γυναικολόγους και άντρες - υποψήφιους δότες ξεκινάει, και το ερώτημα που πλανάται αμείλικτο πάνω από τις δύο γυναίκες είναι κατά πόσο η σχέση μεταξύ τους θα αντέξει το συναισθηματικό και οικονομικό κόστος αυτής της περιπέτειας, αλλά και τη διαταραχή των ρόλων ανάμεσα στο ζευγάρι: Η Ίζα είναι αυτή που επιθυμεί διακαώς να μείνει έγκυος και να μείνει σπίτι μεγαλώνοντας το παιδί τους, ενώ η Κάτια θα αναλάβει τον κλασικό ρόλο του «κουβαλητή» χωρίς να έχει κανένα βιολογικό δεσμό με το παιδί.
Ταινία που στηρίζεται στις εμπειρίες πραγματικών ζευγαριών, οι «Δύο Μητέρες» είναι ένα εξαιρετικά τίμιο φιλμ που δεν καταδικάζει κανέναν αλλά δεν χαρίζεται και σε κανέναν. Πέρα από την ειλικρίνεια των ερωτικών σκηνών (που δεν έχουν καμία σχέση με τις "lipstick" ανδρικές φαντασιώσεις που βλέπουμε αλλού – οι γυναίκες αυτές σε πείθουν ότι είναι ερωμένες με όλη την αφτιασίδωτη οικειότητα που αυτό συνεπάγεται), δεν μπορεί να μην θαυμάσει κανείς και την υποκριτική δεινότητα όλων των «τρίτων» που έρχονται σε επαφή με το ζευγάρι (του δικηγόρου, του γιατρού, της φαρμακοποιού, των αντρών που πουλάνε το σπέρμα τους μέσω αγγελίας κτλ.) Μια ταινία που υπηρετεί την αλήθεια μακριά από κηρύγματα και αρχέτυπα.
Εις το όνομα του...(W imię...)
της Malgorzata Szumowska (Πολωνία)
«Μέσα στον καθένα μας υπάρχει ένα σημείο που παραμένει άσπιλο και αναμάρτητο»μας λέει κάπου ο καθολικός ιερέας και πρωταγωνιστής της ταινίας· και η πολωνέζα σκηνοθέτης αναζητά αυτή τη χαμένη αγνότητα μέσα σε ένα σύμπαν όπου κυριαρχεί η ανέμελη εφηβική σκληρότητα, ενοχές που καταπνίγονται στο αλκοόλ και η άκαμπτη εθελοτυφλία της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Όπλα της η εξαιρετική φωτογραφία και η υποβλητική μουσική της ταινίας, πέρα όμως από το εντυπωσιακό περίβλημα έχει κανείς την εντύπωση ότι ο αφηγηματικός ειρμός της ταινίας πετάγεται ταυτόχρονα σε πολλές κατευθύνσεις και τελικά μένει μετέωρος.
Στα βάθη της πολωνικής επαρχίας, ο ιερέας της ιστορίας μας προσπαθεί να σώσει από το αναμορφωτήριο εφήβους που αντιμετωπίζουν κοινωνικά προβλήματα· η ανάγκη για αγάπη και συντροφικότητα θα τον τραβήξει σε έναν από αυτούς, τον πιο εσωστρεφή και ευαίσθητο. Κάπου ενδιάμεσα η ταινία θα θίξει και άλλα ζητήματα όπως το εφηβικό bullying που μπορεί να λάβει και τη μορφή της σεξουαλικής βίας και οι τραγικές του συνέπειες. Η ταινία παρουσιάζει «από μέσα» το ψυχολογικό αδιέξοδο ενός ομοφυλόφιλου ιερέα και μια εκκλησία που λειτουργεί ταυτόχρονα ως αυστηρός δυνάστης αλλά και ασφαλές καταφύγιο για όσους γεννιούνται «διαφορετικοί».
I am Divine
του Jeffrey Schwarz (Ην. Πολιτείες)
«H πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο». «Η πιο βρωμερή ύπαρξη στον πλανήτη». Τόσα χρόνια μετά τον θάνατό της, παραμένει αδύνατο να αναφερθεί κανείς στην Divine χρησιμοποιώντας οτιδήποτε άλλο εκτός από τον υπερθετικό βαθμό. Σε αυτό το ντοκιμαντέρ φτιαγμένο με τα υλικά της αγάπης και της φροντίδας για τη μνήμη του θρυλικού performer, οι άνθρωποι που τον έζησαν από κοντά εξιστορούν από την αρχή την πορεία του Harris Glenn Milstead, ενός αγοριού που ως παχύσαρκος και θηλυπρεπής έφηβος βρέθηκε στο στόχαστρο των τραμπούκων, πλάθοντας μέσα από τις τραυματικές εμπειρίες του την εξωφρενική και μονίμως οργισμένη drag περσόνα της Divine.
Η ταινία σκιαγραφεί με άφθονο χιούμορ και συναίσθημα τη ζωή της μούσας του underground που πρωταγωνίστησε στις μηδενικού προϋπολογισμού trash υπερπαραγωγές του John Waters (για χάρη του οποίου έπεσε θύμα βιασμού από έναν τεράστιο αστακό και δοκίμασε κόπρανα σκύλου), και εξελίχτηκε στη μετέπειτα ντίβα και το απόλυτο γκέι ίνδαλμα της ντίσκο εποχής. Πέρα όμως από την προσωπική ιστορία (που είχε άσχημη κατάληξη για πολλούς από τους εμπλεκόμενους) έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς ποιο ήταν ιστορικά εκείνο το σημείο καμπής όπου τα «σκουπίδια» του trash μετατράπηκαν σε διαχρονικά διαμάντια της ποπ κουλτούρας και η κάποτε ριψοκίνδυνη αντισυμβατικότητα ξεπλύθηκε από την «μπίχλα» του περιθωρίου για να μετατραπεί και η ίδια σε επικερδές εμπορικό φαινόμενο.
Το τελευταίο καλοκαίρι (Last Summer)
του Mark Thiedeman (Ην. Πολιτείες)
Ταινία που χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από εισφορές μέσω του ίντερνετ, το «Τελευταίο Καλοκαίρι» είναι μια ελεγεία του αμερικάνικου Νότου μέσα από μια ιστορία δυο εφήβων που αγαπιούνται και πρόκειται σύντομα να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο. O Λουκ και ο Τζόνας είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Αθλητικός αλλά μέτριος μαθητής ο ένας, προικισμένος στη ζωγραφική και τα μαθήματα ο άλλος. Ο Λουκ δεν έχει πρόβλημα να παραμείνει στη μικρή κωμόπολη του Νότου όπου μεγάλωσαν· αντίθετα ο φίλος του ετοιμάζεται να φύγει για το κολέγιο, θέλοντας να ανοίξει τα φτερά του και να γνωρίσει τον κόσμο έξω απ' το προστατευμένο κουκούλι της εφηβικής τους ηλικίας.
Η ταινία μπορεί να αγγίξει τα εφηβικά απωθημένα πολλών γκέι θεατών καθώς περιγράφει έναν γλυκό και τρυφερό δεσμό ανάμεσα σε δύο νεαρά αγόρια που δεν συναντάει κανένα οικογενειακό ή κοινωνικό εμπόδιο, παρά το γεγονός ότι μεγαλώνουν σε μια μικρή, επαρχιακή πολίχνη. Από κει και πέρα, κύριο μέλημα του σκηνοθέτη δεν είναι η αφήγηση, αλλά η λυρική αποτύπωση της νοσταλγίας του τελευταίου ράθυμου καλοκαιριού πριν την αναπόφευκτη ενηλικίωση μέσα από ήχους και εικόνες: Δροσοσταλίδες που κρέμονται από ιστούς αράχνης, πουλιά που κελαηδούν ασταμάτητα πάνω σε ανθισμένες μανόλιες, πρωϊνές ηλιαχτίδες που φωτίζουν ανακατωμένα από τον ύπνο αγορίστικα κεφάλια και ζευγάρια all-star που ερωτοτροπούν με πάνινα πάνω σε εφηβικά κρεβάτια...
India Blues
του Γιάννη Μαρκάκη (Γερμανία)
Η μοναδική από τις ταινίες με λοαδ περιεχόμενο που έχει κάποια σχέση με Ελλάδα (καθώς έλληνες είναι ο σκηνοθέτης και ένας από τους πρωταγωνιστές της ταινίας) παρουσιάζει την ιστορία ενός έλληνα και ενός γερμανού που γνωρίζονται στο Βερολίνο με αφορμή μια συγκατοίκηση και καταλήγουν εραστές. Η ταινία εξετάζει τη σχέση τους μέσα από οκτώ διαφορετικές σκηνές που σύμφωνα με τον δημιουργό της αντιστοιχούν σε οκτώ διαφορετικά συναισθήματα και οκτώ στάδια της σχέσης τους. Οι διάλογοι είναι ελάχιστοι και η ταινία δεν δίνει στον θεατή την ευκαιρία να εμβαθύνει στους χαρακτήρες ή τη μεταξύ τους σχέση πέρα από κάποια στιγμιότυπα τρυφερότητας, έντασης ή σεξουαλικού πάθους (τα οποία συνοδεύονται από την «περίεργη» ανάγκη των πρωταγωνιστών να ανταλλάσσουν σωματικά υγρά όπως αίμα, σπέρμα κτλ).
(Ευχαριστώ θερμά την υπεύθυνη επικοινωνίας του φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» κυρία Μαρία Ναθαναήλ, καθώς χωρίς την πολύτιμη βοήθειά της δεν θα μπορούσε να γραφτεί αυτό το άρθρο. Η σειρά με την οποία παρουσιάζονται οι έξι ταινίες είναι εντελώς υποκειμενική και η κατάταξη έχει γίνει με βάση το προσωπικό μου γούστο).